Υπάρχουν σημάδια ότι η Ελλάδα έχει μπει σε πορεία για να γίνει ξανά «κανονική χώρα», αλλά παρά το κύμα αισιοδοξίας, το βάρος του χρέους απειλεί την οικονομία και το μέλλον της, σημειώνει ο Ράνταλ Χένινγκ.
Σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα «The Conversation», ο Αμερικανός καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στο American University School of International Service, γράφει πώς η Ελλάδα θα μπορούσε να βγει από τη «φυλακή των δανειστών».
Μετά την τελευταία εκταμίευση δεν πέρασαν τα χειρότερα για την Ελλάδα, σημειώνει και επισημαίνει ότι «δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας θα γίνει αυτοσυντηρούμενη. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε άλλη μία ευρωπαϊκή ύφεση, όποτε μπορεί να έρθει αυτή. Και με το τέλος του τρέχοντος προγράμματος στον ορίζοντα, οι δανειστές της είναι διχασμένοι για το τι θα κάνουν στη συνέχεια».
Ο Χένινγκ κάνει αναφορά στο γεγονός ότι οι δανειστές περιμένουν τις εκλογές στη Γερμανία, για να συζητήσουν για την ελάφρυνση χρέους, αλλά τονίζει ότι αυτή η στρατηγική, το να χρησιμοποιείται δηλαδή το χρέος ως μέσο πίεσης για τις μεταρρυθμίσεις, είναι καταδικασμένη και θα εμποδίσει την Ελλάδα να πετύχει πλήρη ανάκαμψη.
Κατά την άποψή του, αυτό ισχύει για δύο βασικούς λόγους:
- Οι ιδιώτες επενδυτές θα έχουν την τάση να αποφεύγουν τη δέσμευση σε πρότζεκτ στην Ελλάδα όσο το χρέος μένει τόσο υψηλό που είναι πιθανές περιοδικές επαναδιαπραγματεύσεις.
- Κυρίως, οι αποφάσεις των Ευρωπαίων σε όλη την κρίση καταδεικνύει επαρκώς ότι οι δανειστές της Ελλάδας εμποδίζονται από την εγχώρια πολιτική τους. Αυτό τους εμποδίζει να επιδιώξουν τη βέλτιστη πορεία δράσης, ακόμη κι όταν έχουν ξεπεραστεί τα πολιτικά εμπόδια στην Ελλάδα, και έχει συμβάλει σε πολλές καθυστερήσεις.
Ενας τρόπος εξόδου από το αδιέξοδο είναι, συνεχίζει ο Αμερικανός καθηγητής, να εξαρτώνται οι αποπληρωμές του ελληνικού χρέους από την ανάπτυξη. «Αν η Ελλάδα ανακάμψει γρήγορα και διατηρήσει υψηλή ανάπτυξη, η ελάφρυνση χρέους μπορεί να παραμείνει σχετικά μέτρια. Αν η Ελλάδα αναπτύσσεται πιο αργά, όπως προβλέπει το ΔΝΤ και άλλοι, τότε οι αποπληρωμές μπορούν να μειωθούν και να μετατεθούν αυτομάτως, χωρίς να απαιτείται να συναντηθούν οι δανειστές και να ξεπεραστούν τα εγχώρια πολιτικά εμπόδια κάθε φορά.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης πρόσφατα το έφεραν ως μία πιθανότητα, σημειώνει ο Χένινγκ. «Με δεδομένες τους πολιτικούς περιορισμούς των βασικών παικτών, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσουμε και οι υποστηρικτές θα πρέπει να παλέψουν για την ισχυρή υιοθέτηση (σ.σ. αυτής της λύσης), ώστε οι αποπληρωμές χρέους της Ελλάδας να μειωθούν σημαντικά αν αποδειχθεί αδύναμη η ανάπτυξη».
Αν οι Ευρωπαίοι δανειστές πιστεύουν πραγματικά ότι οι προοπτικές της Ελλάδας είναι τόσο ρόδινες όσο λένε, αντί να σχεδιάσουν πώς θα αποφύγουν τώρα τη χορήγηση ελάφρυνσης, θα έχουν ελάχιστο πρόβλημα να υπογράψουν τον νέο μηχανισμό, επισημαίνει ο Χένινγκ. Αυτό, καταλήγει, θα δώσει στους επενδυτές την εμπιστοσύνη ότι πράγματι η Ελλάδα επιστρέφει στην «κανονικότητα» και μπορούν να δεσμευτούν σε πρότζεκτ στη χώρα.
iefimerida