Ο 19χρονος αθλητής που θεωρείται μία από τις φωτεινές ελπίδες του ελληνικού αθλητισμού μιλάει στη LiFO για τις θυσίες του πρωταθλητισμού, την μετάβαση από την ηρεμία των Γρεβενών στη «χαώδη» Αθήνα αλλά και γιατί πρέπει κανείς να πιστεύει μόνο στον εαυτό τουΣυνέντευξη στον Γιάννη Πανταζόπουλο
Μαρούσι, στο κλειστό γήπεδο του ΟΑΚΑ. Ο ήλιος και η υπερβολική ζέστη έκαναν τις προπονήσεις των αθλητών αρκετά κουραστικές. Γύρω μου υπήρχαν παντού στρώματα και όργανα γυμναστικής, παιδιά με όνειρα κι επιθυμίες, που ασκούνταν σκληρά – χώροι που σου υπενθυμίζουν ότι εκεί προπονούνται νέοι και μελλοντικοί πρωταθλητές.
Φτάνοντας στην αίθουσα με τα βάρη, είδα τον Μίλτο Τεντόγλου που άκουγε τις αυστηρές οδηγίες του προπονητή του Γκεόργκι Πομάσκι. Σε ηλικία μόλις 19 ετών, οι σημαντικές διακρίσεις που τον ακολουθούν αλλά και τα ρεκόρ που διαρκώς καταρρίπτει τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους καλύτερους αθλητές της νέας γενιάς, χαρακτηρίζοντάς τον μία από τις φωτεινές ελπίδες του ελληνικού αθλητισμού. Και είναι σίγουρο ότι στο μέλλον θα εξακολουθήσει να πρωταγωνιστεί, κατακτώντας κι άλλες σημαντικές διακρίσεις.
Ήδη, στα τέσσερα χρόνια που μετρά στον χώρο του στίβου είναι ο 4ος καλύτερος αθλητής στον κόσμο (πρώτος λευκός άλτης) σε επίπεδο ανδρών καθώς και ο κορυφαίος έφηβος για φέτος. Πέρσι, με το άλμα που έκανε πέτυχε την 3η καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στον κόσμο σε επίπεδο εφήβων, ενώ το 8,30 μ. ήταν το νέο πανελλήνιο ρεκόρ εφήβων.
Παράλληλα, είναι ο μοναδικός Ευρωπαίος άλτης του μήκους αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη που έχει καταφέρει να κάνει τρεις αγώνες πάνω από το 8,10 μ. –στο Πανελλήνιο Ανδρών 8,30 μ., στα Παπαφλέσσεια 8,16 μ. και στο Πανελλήνιο Εφήβων 8,10 μ.–, καθώς και δεύτερος σε επίπεδο εφήβων παγκοσμίως, μαζί με τον Κινέζο Γιούχαο Σι, με πρώτο τον Ρώσο Σεργκέι Μοργκούνοφ. Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα έχει ανέβει στην πρώτη θέση, αφού θεωρείται κορυφαίος έφηβος και τρίτος κορυφαίος όλων των εποχών σε επίπεδο ανδρών, μετά το μεγάλο του πρότυπο, τον Λούη Τσάτουμα (8,66 μ. το 2007) και τον Κώστα Κουκοδήμο (8,36 μ. το 1994).
Συναντηθήκαμε γιατί την εβδομάδα αυτή θα ταξιδέψει στην Ιταλία για να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα –για αθλητές κάτω των 20 ετών– που διεξάγεται στο Γκροσέτο. Πλέον, είναι αθλητής της εθνικής ομάδας και τον Αύγουστο θα αγωνιστεί στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου Ανδρών που θα πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο. Αυτοί είναι οι δύο επόμενοι βασικοί του στόχοι.
Να μην ακούς κανέναν από εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σού θέτουν εμπόδια ή θέλουν να σε βάλουν σε δρόμο διαφορετικό από αυτόν που εσύ θέλεις. Επιλέγω να κοιτώ μπροστά και να ακολουθώ μόνο αυτό που επιθυμώ εγώ και οι άνθρωποι που αγαπώ. Μόνο στον εαυτό μας αξίζει να πιστεύουμε.
«Είναι ωραίο να φτάνεις στην κορυφή από τόσο μικρή ηλικία. Νιώθεις όμορφα, αισθάνεσαι περήφανος και αρχίζεις να πιστεύεις ότι μάλλον είσαι καλός σε αυτό που κάνεις. Βέβαια, χρειάζεται πολλή δουλειά, αφοσίωση και θυσίες, αλλά ικανοποιείσαι όταν οι κόποι σου ανταμείβονται» μου λέει. Ο Μίλτος μεταπήδησε στον στίβο τυχαία, χωρίς καν να έχει προβλέψει μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει. Πριν από λίγα χρόνια έκανε παρκούρ με τους φίλους του στο γήπεδο των Γρεβενών, όπου έμενε.
Εκεί βρισκόταν ένας επιστάτης που τους φώναζε για να φύγουν, φοβούμενος τυχόν τραυματισμούς. Εκείνοι έφευγαν, αλλά επέστρεφαν μετά από λίγο. Μια μέρα τον είδε εκεί ο πρώτος προπονητής του και τον έπεισε να ασχοληθεί με τον στίβο. Στην αρχή δεν ήθελε, αλλά στη συνέχεια πείστηκε. «Έκανα πολύ καιρό παρκούρ και οφείλω να πω ότι ήταν κάτι που με βοήθησε πάρα πολύ, ειδικά στο κομμάτι της επιδεξιότητας.
Πράγματι, μια μέρα, ενώ ήμουν στο γήπεδο, ο προηγούμενος προπονητής μου μού πρότεινε να ξεκινήσω να ασχολούμαι με τον αθλητισμό. Πιθανόν διέκρινε ότι είχα κάποιο ταλέντο στο άλμα εις μήκος και κάθε φορά ενεργοποιούμουν όλο και περισσότερο» λέει. Κι έτσι, από μια μικρή στιγμή έφτασε στις μεγάλες διακρίσεις.
Ο Μίλτος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στα Γρεβενά, όπου και έμεινε έως τα 18 του χρόνια. «Στην επαρχία ήταν πολύ όμορφα. Οι ρυθμοί της ζωής είναι πολύ καλύτεροι σε σχέση με αυτούς της Αθήνας. Υπάρχει το βασικό πλεονέκτημα ότι είσαι δίπλα στη φύση, οι αποστάσεις είναι μικρές και συναντάς τους φίλους σου πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι στην πρωτεύουσα. Πάνω απ’ όλα, στα Γρεβενά με γοήτευε η ηρεμία. Εδώ, στην Αθήνα, ναι μεν έχεις περισσότερα πράγματα να κάνεις, αλλά ως πόλη είναι χαώδης» υποστηρίζει.
Έχει κόστος ο πρωταθλητισμός; «Φυσικά. Απαιτεί αυστηρό πρόγραμμα και συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής, ξεχνάς εντελώς τη νυχτερινή διασκέδαση και η κούραση είναι συνεχής. Ωστόσο, υπάρχει και το κέρδος. Ο αθλητισμός είναι μια ωραία ενασχόληση, μια καθημερινή εργασία καθώς, ένας τομέας που σου προσφέρει πολλά. Γυμνάζεις το σώμα σου, έχεις στόχους και συναισθηματικές απολαβές» επισημαίνει.
Πώς του φαίνεται που αποτελεί πρότυπο για τα παιδιά σήμερα και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή; «Έχω κι εγώ πρότυπα, αλλά όταν ακούω ότι μπορεί κι εμείς να εξελιχθούμε σε πρότυπο για πολλά παιδιά, πραγματικά χαίρομαι κι ελπίζω να φανώ αντάξιος των προσδοκιών. Επίσης, πιστεύω ότι το πιο σημαντικό είναι να μη βάζεις όρια στη ζωή σου. Είναι μεγάλο λάθος τα όρια. Βασική προϋπόθεση αποτελεί το να είσαι συγκεντρωμένος σε αυτό που σου αρέσει. Να μην ακούς κανέναν από εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σού θέτουν εμπόδια ή θέλουν να σε βάλουν σε δρόμο διαφορετικό από αυτόν που εσύ θέλεις. Επιλέγω να κοιτώ μπροστά και να ακολουθώ μόνο αυτό που επιθυμώ εγώ και οι άνθρωποι που αγαπώ. Μόνο στον εαυτό μας αξίζει να πιστεύουμε. Γενικά, ως χαρακτήρας έχω μάθει να προσπαθώ με όσα έχω. Ακόμη και όταν πηγαίναμε για προπόνηση στα Γρεβενά, στο γήπεδο που είχε κοκκινόχωμα και δεν το έφτιαχναν ποτέ, εξακολουθούσα να προσπαθώ γι’ αυτό που μου άρεσε. Το πείσμα και η θέληση είναι πολύ σημαντικά στοιχεία, διότι το να πηγαίνεις σε γήπεδα γειτονικών πόλεων για προπόνηση ήταν πολύ κουραστικό και οικονομικά ασύμφορο, αφού αναγκαζόσουν να ξοδεύεις χρήματα».
Τα τελευταία χρόνια ο Μίλτος ζει με τη μητέρα του, αφού ο πατέρας του είναι οικονομικός μετανάστης στη Γερμανία. «Ο πατέρας μου μένει κι εργάζεται μόνιμα στη Γερμανία, όπου έχει ένα εστιατόριο. Γι’ αυτό, εδώ και αρκετά χρόνια, μένω με τη μητέρα μου. Αλλά είναι πολύ περήφανος, παρακολουθεί όλους τους αγώνες μου και πέρσι, που ήμουν στην Πολωνία, ήρθε να με δει από κοντά. Όμως οι δυσκολίες της εποχής δεν του επιτρέπουν ακόμα να επιστρέψει στην Ελλάδα» αφηγείται.
Είναι ένα πρόσωπο που, παρά το νεαρό της ηλικίας του, δεν ασχολείται τόσο πολύ με τα social media, απλώς ανεβάζει περιστασιακά είτε κάποιο βίντεο είτε κάποιες φωτογραφίες με πανηγυρισμούς από τις νίκες του. Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ τι επιλέγει να κάνει στον ελεύθερο χρόνο του και ποιοι είναι οι επόμενοι στόχοι του, αφού το μέλλον του προδιαγράφεται ευοίωνο.
«Πήγαινα σε μουσικό σχολείο και η μουσική είναι κάτι που αρέσει πολύ. Αυτός είναι και ο λόγος που παίζω μουσικά όργανα – κιθάρα, μπουζούκι και λίγο πιάνο. Επίσης, κάνω πολλές βόλτες, βλέπω κινηματογράφο και, όσο προλαβαίνω, σερφάρω λίγο στο Διαδίκτυο για τα απαραίτητα. Έχω μια σχέση εδώ και δύο χρόνια και η κοπέλα μου, ευτυχώς, με στηρίζει πολύ. Ονειρεύομαι να γίνω καλύτερος σε αυτό που κάνω, διότι κάθε σεζόν έχει τους δικούς της στόχους. Αυτό που θέλω, λοιπόν, είναι να μπορώ να συνεχίζω και να έχω επιτυχίες» καταλήγει.