Ως τη σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει όχι μόνο το τραπεζικό σύστημα αλλά και η ελληνική οικονομία θεωρεί η Τράπεζα της Ελλάδας τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Την ίδια ώρα απευθύνει σήμα κινδύνου για νέες καθυστερήσεις σε σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης και που εμφανίζουν καθυστερήσεις αλλά και στεγαστικά δάνεια που «κοκκινίζουν.»
Στην ετήσια έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδας, ο επικεφαλής της Γιάννης Στουρνάρας, έδωσε το στίγμα: «σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο. »
Από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχεδιάζει να κάνει επιθεωρήσεις στις ελληνικές τράπεζες φέτος, για να καταγράψει την πρόοδό τους στην προσπάθεια μείωσης των «κόκκινων» δανείων, όπως αναφέρει επιστολή της διευθύντριας της ΕΚΤ, προς την Κριστίν Λαγκάρντ,
«Η ΕΚΤ θα κάνει επί τόπου αποστολές στις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες το δεύτερο εξάμηνο του 2017, μία περίοδο κατά την οποία τα βασικά επιχειρησιακά μέτρα για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να έχουν ήδη εφαρμοστεί», αναφέρει στην επιστολή της.
Το χαρτοφυλάκειο δανείων στις τράπεζες
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, καθώς υπήρξαν σχετικά δείγματα βελτίωσης μετά το α΄ τρίμηνο του 2016. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε, σε επίπεδο τραπεζών, σε περίπου 106 δισεκ. ευρώ (2015: 108 δισεκ. ευρώ).
Η βελτίωση αυτή ήταν αποτέλεσμα αφενός διαγραφών δανείων και αφετέρου του γεγονότος ότι κάποιες πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση άρχισαν και πάλι, μετά από αναδιάρθρωση της οφειλής, να εξυπηρετούνται, αντισταθμίζοντας έτσι, σε συνδυασμό με τις αποπληρωμές δανείων και τις εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισεκ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.
Ανά κατηγορία δανείων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε ως εξής:
- 42,2% για τα στεγαστικά δάνεια,
- 45,0% για τα επιχειρηματικά
- 54,2% για τα καταναλωτικά δάνεια.
Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάλυση, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (25,9%) και τη χειρότερη τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (68,3%) και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,7%).
Ειδικότερα όσον αφορά τις ενέργειες εκ μέρους των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, διαπιστώνεται διεύρυνση της προσφυγής σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (για παράδειγμα, επιμήκυνση της αποπληρωμής ή/και μείωση του επιτοκίου) και γενικότερα οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο προς την εκπλήρωση των τεθέντων επιχειρησιακών στόχων, ιδίως για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων.
Ανησυχητικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου) εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση. Το πρώτο τρίμηνο του 2017, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate).
Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Εντούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, φθάνοντας στο 49,1% το Μάρτιο του 2017, από 49,7% το Δεκέμβριο του 2016. Εφόσον όμως προστεθεί στις προβλέψεις και η αποτίμηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.
Συνολικά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί.
Ειδικότερα, το Δεκέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 16,9% (Δεκέμβριος 2015: 16,2%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%).
iefimerida