Περισσότερες νύχτες αϋπνίας θα φέρει η κλιματική αλλαγή στο μέλλον.
Καθώς το θερμόμετρο του πλανήτη θα ανεβαίνει και οι νύχτες σταδιακά θα γίνονται πιο ζεστές από ό,τι συνήθως, οι διαταραχές ύπνου θα αυξηθούν, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, την πρώτη που αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Νικ Ομπράντοβιτς του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science Advances”, εκτιμούν ότι περισσότερο θα πληγεί ο ύπνος των ηλικιωμένων και των πιο φτωχών (που δεν έχουν τα μέσα να δροσισθούν με τεχνητό τρόπο όπως το αιρ-κοντίσιον).
Η μελέτη εκτιμά ότι σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, αν δεν αντιμετωπισθεί η κλιματική αλλαγή, έως το 2050 θα χάνονται κάθε χρόνο μερικά εκατομύρια έξτρα νύχτες ύπνου, μία απώλεια που έως το 2100 θα έχει αυξηθεί σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια νύχτες αϋπνίας.
Η μελέτη εκτιμά ότι σήμερα μία αύξηση της θερμοκρασίας της νύχτας κατά ένα βαθμό Κελσίου «μεταφράζεται» σε τρεις νύχτες ανεπαρκούς ύπνου ανά 100 ανθρώπους το μήνα. Αν συνεπώς, σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, για ένα συνεχόμενο μήνα οι μέσες νυχτερινές θερμοκρασίες είναι αυξημένες κατά ένα βαθμό Κελσίου σε σχέση με τις συνήθεις για την εποχή, τότε όλος ο πληθυσμός μέσα στο μήνα θα έχει συνολικά εννέα εκατομμύρια πρόσθετες νύχτες ανεπαρκούς ύπνου ή 110 εκατομμύρια έξτρα νύχτες ανεπαρκούς ύπνου ετησίως.
Όπως είναι αναμενόμενο, η απώλεια ύπνου θα είναι σχεδόν τριπλάσια τους πιο ζεστούς μήνες του καλοκαιριού σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο. Το πρόβλημα αναμένεται να είναι δύο φορές σοβαρότερο για τους ανθρώπους άνω των 65 ετών και τρεις φορές πιο σοβαρό για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω των 50.000 δολαρίων (στις ΗΠΑ).
Αν δεν μπει «φρένο» στην κλιματική αλλαγή, η μελέτη εκτιμά ότι εξαιτίας των υψηλότερων θερμοκρασιών έως το 2050 η αϋπνία θα διπλασιασθεί, καθώς θα υπάρχουν κατά μέσο όρο όχι τρεις αλλά έξι πρόσθετες νύχτες ανεπαρκούς ύπνου ανά 100 άτομα το μήνα, ενώ έως το 2100 η απώλεια θα έχει αυξηθεί περαιτέρω σε 14 έξτρα νύχτες αϋπνίας ανά 100 άτομα ανά μήνα.
«Ο ύπνος έχει δειχθεί από προηγούμενες μελέτες ότι αποτελεί βασικό συστατικό της ανθρώπινης υγείας. Ο πολύ λίγος ύπνος μπορεί να κάνει κάποιον πιο ευάλωτο στις χρόνιες ασθένειες, καθώς επίσης να βλάψει την ψυχολογική ευεξία του και τις νοητικές λειτουργίες του», δήλωσε ο Ομπράντοβιτς.
Ήδη περίπου ένας στους τρεις ενήλικες δυσκολεύεται να κοιμηθεί, μια κατάσταση που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην υγεία του (εξασθένηση ανοσοποιητικού συστήματος, αύξηση κινδύνου για καρδιοπάθεια, διαβήτη, κατάθλιψη κ.α.). Στο μέλλον οι καυτές νύχτες θα κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα…
ΑΠΕ-ΜΠΕ