Πασχαλόγιορτα στο Σπήλαιο Γρεβενών

Ένα μικρο αφιέρωμα στο τέλος της Πασχαλιάς (Πασχαλόγιορτα ) στο Σπήλαιο Γρεβενών όπως τα περιγράφει ο Τάκης Ρίγγος , Γιατρός,φίλος της παράδοσης και πρώην Νομάρχης Γρεβενών. Φέτος στις 19 Μαίου συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια που έφυγε από κοντά μας.


Η Μεγάλη Εβδομάδα

Μέρες αυστηρής νηστείας και έντονης προετοιμασίας για την Πασχαλιά. Οι δουλειές που κυριαρχούν είναι η καθαριότητα του σπιτιού, πλύσιμο και ασβέστωμα. Τζάμια, παράθυρα, πατώματα, ταβάνια, εξωτερικοί χώροι, αυλές, στάβλοι, κορδάλες, όλα πρέπει να αστράφτουν από καθαριότητα, γιατί, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, η Πασχαλιά είναι «περήφανη», ενώ ο Χριστός (δηλ. τα Χριστούγεννα) λαίμαργος.

Τα βράδια η εκκλησία του Αϊ-Θανάση γεμάτη κόσμο για την Ακολουθία του Νυμφίου από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων μέχρι και τη Μ. Τρίτη, με αποκορύφωμα το τροπάριο της Κασσιανής, ενώ πρωί της Μ. Τετάρτης γίνεται η θεία λειτουργία των Προαγιασμένων Δώρων και τ’ απόγευμα η ακολουθία του Νιπτήρος και το Ιερό Ευχέλαιο.

Ξημερώνοντας η Μ. Πέμπτη απ’ τα χαράματα όλο το χωριό στο πόδι. Οι νοικοκυρές επιδίδονται με ευλάβεια και σεβασμό στο βάψιμο των αβγών. Κόκκινο το χρώμα τους σαν το αίμα του Χριστού, που χύθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Μόνο τα σπίτια που πενθούν βάφουν τα αβγά με άλλο χρώμα, μπλε ή πράσινο. Μερικά από τ’ αβγά γίνονται «πέρδικες». Οι«πέρδικες», που εξαιτίας της ομορφιάς τους πήραν το όνομα της πέρδικας, είναι αβγά με περίτεχνες ζωγραφιές αγριολούλουδων και άλλων σχημάτων. Γίνονται με λιωμένο κερί, που αφήνει άβαφα τα σημεία όπου ακουμπάει. Οι «πέρδικες» προσφέρονται τιμητικά την Πασχαλιά σε πρόσωπα αγαπημένα, π.χ. στις νεόνυμφες, τους γαμπρούς, στα κουμπαρούλια και στα μικρά παιδιά.
Το αβγό συμβολίζει την ανάσταση της ζωής, αφού το ίδιο είναι πηγή ζωής. Το κόκκινο χρώμα του, όπως αναφέρθηκε, θυμίζει το αίμα του Χριστού που χύθηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Άλλοι λένε ότι είναι έκφραση χαράς και συγχρόνως μέσο αποδίωξης κάθε κακού.

Αυτήν τη μέρα με τη βαφή των αβγών συνηθίζουν να βάφουν για το καλό και το κεφάλι ή τη ράχη των νεογέννητων αρνιών και κατσικιών, που στη συνέχεια τα σημαδεύουν, για να χυθεί συμβολικά λίγο αίμα, όπως χύθηκε το αίμα του Χριστού. Το σημάδεμα γίνεται με το ψαλίδι στ’ αφτιά των νεογέννητων. Κάθε οικογένεια έχει το δικό της σημάδι έτσι, ώστε να αναγνωρίζει τα δικά της ζώα. Τα πιο συνηθισμένα «σημάδια» είναν κόκα στο δεξί, κόκα στο ζερβί, κόκα μπρος, κόκα πίσω, ξουράφκο, κτσιάφκο. Το τελευταίο ήταν συνήθως σημάδι για τα «βακούφκα» ζωντανά.

Μια άλλη παλιά συνήθεια της Μ. Πέμπτης είναι το άπλωμα στα παράθυρα ή στα μπαλκόνια των σπιτιών ενός κόκκινου ρούχου ή Βελέντζας ή μαντιλιού. Οι λαμπροκουλούρες και τα αρνόψωμα, που είναι ιδιαίτερα προσεγμένα ζυμωτά ψωμιά στον ταβά, τοποθετημένα με περίτεχνα σχέδια στην επιφάνεια τους, παρασκευάζονται και αυτά τη Μ. Πέμπτη.

Η Ανάσταση
Το Μ. Σάββατο, ημέρα συγκρατημένης χαράς και αισιοδοξίας με τη θεία λειτουργία του Μ. Βασιλείου το πρωί στην εκκλησία και την ακολουθία της Αναστάσεως, είναι ημέρα εργάσιμη και προετοιμασιών για τη μεγάλη γιορτή της Πασχαλιάς. Απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου σ’ όλες τις αυλές των σπιτιών ετοιμάζονται τα σφάγια, αρνί ή κατσίκι. Απ’ το απόγευμα κι έπειτα οι δουλειές μαζεύουν κι όλα σχεδόν είναι τακτοποιημένα. Σειρά έχουν οι τελευταίες εντολές των μανάδων να λουστούν τα παιδιά και ν’ αλλάξουν, για να ‘ναι καθαρά στην Ανάσταση. Λίγος ύπνος είναι απαραίτητος γι’ αυτούς που πρόκειται να μεταλάβουν. Τα μικρά παιδιά σχεδόν όλα κοιμούνται και με το χτύπημα της καμπάνας όλο το χωριό βρίσκεται σε αναβρασμό. Απ’ όλα τα σοκάκια κατηφορίζουν ή ανηφορίζουν προς τη Χώρα κι απ’ εκεί στην Παναγία, στο Μοναστήρι. Σιλουέτες μικρών και μεγάλων μέσα στο λιγοστό φως της νύχτας με τις λαμπάδες στα χέρια, σιγομιλώντας και με βήματα προσεκτικά μην τύχει και σκοντάψουν πουθενά, κατευθύνονται όλοι προς την εκκλησία, που σε λίγο γεμίζει. Ο παπάς ήδη έχει προχωρήσει κι είναι έτοιμος για το «Δεύτε λάβετε φως» .

Συνήθως περιμένει και τους τελευταίους, τους αργοπορημένους, ακόμη και για κανέναν ξενιτεμένο που πρόκειται να έρθει και δεν φάνηκε ακόμη. Το μουρμουρητό μες στην εκκλησία ολοένα και δυναμώνει. Ο παπάς βεβαιώνεται ότι όλοι είναι εκεί και δίνει την εντολή να σβήσουν τα φώτα. Σκοτάδι βαθύ καλύπτει την εκκλησία. Επιβλητικές στιγμές φευγαλέας αγωνίας γεμάτες κατάνυξη και δέος, κάθε χρόνο οι ίδιες, χιλιάδες χρόνια τώρα, διαλύονται απότομα από το φως του τρικεριού και τη βροντερή και ανάρια φωνή του παπά: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου φωτός», θόρυβος πολύς και ποδοπατήματα διαδέχονται το χαρμόσυνο φως και ο καθένας, μα πιο πολύ οι νεότεροι θέλουν να πλησιάσουν, για να πάρουν πρώτοι το φως της χαράς. Το χέρι του παπά πηγαινοέρχεται σε σχήμα σταυρού κι είναι έτσι δύσκολο το αντάμωμα της σβησμένης με την αναμμένη λαμπάδα. Σε ελάχιστο χρόνο στην εκκλησία λάμπει το φως. Μεταδίδεται και φτάνει παντού έξω πια από την εκκλησία. Λίγοι ψαλμοί ακόμα και ο παπάς με τους ψαλτάδες κατευθύνονται στην έξοδο, όπου θα γίνει η Ανάσταση.

Την κρίσιμη ώρα, πριν από το μεγάλο γεγονός της Ανάστασης, όλοι είναι βουβοί. Λίγα ψιθυρίσματα, χαμηλοκουβεντιάσματα, πού και πού κάποιο μωρό κλαίει ή κάποιος κόκορας ή σκύλος σπάει τη σιγαλιά της Άγιας Νύχτας. Όλοι οι χωριανοί με βλέμμα καθη-λωμένο στον παπά και ξαφνικά ακούγεται η φωνή του «Διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μάρθα…». Όλο το χωριό ακούει με κατάνυξη το Ευαγγέλιο. Στη συνέχεια πιο έντονη και επιβλητική η φωνή του παπά: «Δόξα τη αγία και ομοουσίω και ζωοποιώ και αδιαιρέτω τριάδι» και αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη» τρεις φορές απ’ τον παπά και επαναλαμβάνεται άλλες έξι απ’ τους ψαλτάδες κι όλο το χωριό μαζί. Η καμπάνα χτυπάει χαρμόσυνα, εδώ και κει εκπυρσοκροτήσεις, αγκαλιές και φιλιά. «Χριστός Ανέστη» λέει ο ένας στον άλλο και απαντιέται με το «Αληθώς Ανέστη». Συνηθισμένοι ήταν οι πυροβολισμοί και οι εκφοβιστικοί θόρυβοι για την αποδίωζη των βλαπτικών πνευμάτων, που αφθονούν τούτη την εποχή στη φύση και καιροφυλακτούν να βλάψουν τη βλάστηση, την παραγωγή και την υγεία των ανθρώπων.

Τα παλιά τα χρόνια που λειτουργούσαν δύο εκκλησίες, η Παναγιά και ο Αϊ-Θανάσης, η Ανάσταση γινόταν στη Χώρα. Μετά το «Χριστός Ανέστη» και τη χαρμόσυνη τελετή συνέχιζε η θεία λειτουργία μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μόνο οι νοικοκυρές γυρίζουν στο σπίτι με το φως της Ανάστασης, για να ανάψουν μ’ αυτό το καντήλι που θα μείνει άσβεστο μέχρι την Ανάληψη, γιατί μέχρι τότε γυροφέρνουν στον απάνω κόσμο όλες οι ψυχές των νεκρών. Με το ίδιο αναστάσιμο φως αγιάζουν τα δωμάτια, τους στάβλους και τα ζώα.

Ξημερώματα της Κυριακής σε κάθε σπίτι οι απαραίτητες δουλειές, οι σχετικές με τα μικρά και μεγάλα ζώα, και στη συνέχεια η προετοιμασία για το τραπέζι της Πασχαλιάς. Δεν ήταν συνήθεια το ψήσιμο του αρνιού ή κατσικιού τα παλιά τα χρόνια. Το σφάγιο, ό,τι και να ήταν, γινόταν μαγειρευτό, συνήθως με λαχανικά της εποχής, όπως τα λάπατα. Το πασχαλινό τραπέζι συνόδευαν τυριά, πίτες, λουκάνικα με αβγά, γιαούρτι και οπωσδήποτε το αρνόψωμο με τα κόκκινα αβγά και τις πέρδικες. Το τσούγκρισμα των αβγών γίνονταν μετά το φαγητό και πάντα με την προσφώνηση «Χριστός Ανέστη» και την απάντηση «Αληθώς Ανέστη».

Η Πασχαλιά

Η πρώτη μέρα της Πασχαλιάς είναι αυστηρά οικογενειακή γιορτή με γλέντια οικογενειακά μες στο σπίτι η στην αυλή. Σ’ όλες τις γειτονιές του χωριού όσο περνούσε η ώρα το κέφι γίνονταν αισθητό με τραγούδια του τραπεζιού και χορευτικά. Με μεζέδες πρόχειρους, τυρί, αβγά και τη συνοδεία της σπηλιώτικης ρακής το πρωινό της Πασχαλιάς κυλούσε ευχάριστα μέχρι το πασχαλινό τραπέζι με τα πατροπαράδοτα φαγητά, όπως προαναφέρθηκαν. Μέσα σ’ αυτή την ευθυμία, τη χαρά και την απόλαυση έφτανε το απόγευμα της Κυριακής, οπότε η καμπάνα ξανακαλούσε τους πιστούς στην εκκλησία για τη Δεύτερη Ανάσταση, τον εσπερινό της Αγάπης, όπως λέγεται. Εκεί, μετά την ακολουθία της Αγάπης, τους αναστάσιμους ύμνους και τον ασπασμό της εικόνας της Ανάστασης, όλο το χωριό συγκεντρώνονταν στο «ίσιωμα» έξω απ’ τον Αϊ-Θανάση για τον πασχαλιάτικο χορό και τα τραγούδια της Πασχαλιάς.

Οι πασχαλιάτικοι χοροί είναι θρησκευτικοί χριστιανικοί χοροί, τόσο στα εξωτερικά τους γνωρίσματα, π.χ. στο σεμνό τρόπο με τον οποίο χορεύονται, όσο και στο δέσιμο τους με τη γιορτή και την ιερότητα της ημέρας. Είναι χοροί λατρευτικοί, όπως και τα τραγούδια τους, και αποτελούν συνέχεια της λατρείας του Χριστού, που άρχισε μέσα στην εκκλησία με τους ύμνους, τους ψαλμούς και τα κεριά. Το περιεχόμενο τους είναι εθνικό, θρησκευτικό και κοινωνικό. Συχνά αναφέρονται στους καημούς και στα βάσανα της σκλαβωμένης ψυχής, χωρίς να παραλείπουν να εξυμνούν τα κατορθώματα των αρματολών και των κλεφτών. Ο σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι βαρύς και λυπητερός, όπως ήταν και η ψυχή των Ελλήνων τα χρόνια της σκλαβιάς. Με τούτα τα τραγούδια κρατήθηκε το έθνος αιώνες ολόκληρους.

Χορεύοντας και τραγουδώντας οι Έλληνες δεν ξεχνούσαν την καταγωγή τους, επαναλάμβαναν την ιστορία τους και καλλιεργούσαν τις αρετές τους. Ήταν το καλύτερο σχολειό για τα σκλαβωμένα ελληνόπουλα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Εκκλησία επέτρεψε να χορεύουν ακόμα και οι γυναίκες. Εθνικοί λόγοι ανάγκασαν την τόσο αυστηρή τότε Εκκλησία να το κάνει. Όταν το Πάσχα έρχεται πρώιμα, η φύση δεν είναι ανοιξιάτικη, ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά του νομού Γρεβενών, όπως είναι το Σπήλιο, και δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται Πάσχα με κακοκαιρία. Τούτοι όμως εδώ οι ορεσίβιοι έχουν την άνοιξη μες στην ψυχή τους. Έτσι με τον τρόπο που μόνον αυτοί ξέρουν να γλεντούν, να τραγουδούν και να χορεύουν δίνουν πραγματικά ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα στην πιο παγωμένη φύση.
Τα τραγούδια της πρώτης μέρας της Πασχαλιάς είναι:

  • Καλότυχοι που ‘ναι οι χριστιανοί

Καλότυχοι που ‘ναι οι χριστιανοί με το ζακόνι πό’χουν.
Τρεις μέρες κάνουν Πασχαλιά με το Χριστός Ανέστη.
Βάφουν τα κόκκινα τ’αβγά με τις χρυσές λαμπάδες.

  • Σήμερα, Δέσπω μ’, Πασχαλιά

Σήμερα, Δέσπωμ’, Πασχαλιά, σήμερα άσπρη μέρα.
Ολες οι νύφες στο χορό κι όλες οι μαυρομάτες.
Και συ, Δέσπωμ’, δεν φαίνεσαι μες στον απάνω κόσμο.
Δέσπω μου, κλαίγει το παιδί σ’, κλαίει και δεν μερώνει.
Σαν κλαίγει, μάναμ’, μέρωσ’ το, σαν κλαίγει, μέρωσε το.
Για πάρε μήλο από τη μηλιά, σταφύλι από το κλήμα
κι αν δεν μερώσει κι απ’αυτά, σκάψε, παράχωσε το.


Μετά από τα παραπάνω αντιπροσωπευτικά της πρώτης μέρας τραγούδια, τραγουδιούνταν και χορεύονταν όλα τα υπόλοιπα, ώσπου ν’ αρχίσει να πλησιάζει το ηλιοβασίλεμα και να «μαζεύει» η μέρα.

Τη δεύτερη μέρα της Πασχαλιάς συνήθως γιορτάζεται και ο Αϊ-Γιώργης. Μετά τη θεία λειτουργία που γίνεται στην Παναγία, ακολουθούσε στη Χώρα ο πασχαλιάτικος χορός και τα τραγούδια. Τη μέρα αυτή ο χορός άρχιζε με το παρακάτω τραγούδι:

  • Μια Μαρουδιά απ’ τα Γιάννενα

Μια Μαρουδιά, μωρή Ρωμιό, μια Μαρουδιά απ’ τα Γιάννενα
Δευτέρα μέρα κίνησε να πάνει γι’ασημόχωμα,
ασημόχωμα κι ασπρόχωμα. Σκεπάρι δεν της λάχαινε
κι με τα νύχια τς το ‘βγαζε και στην ποδιά το μάζευε.
Και στην ποδιά το μάζευε και στη μηλιά το πήγαινε,
Για, να, μηλιά μ’, το χώμα μου κι δώσ’μου εδώ ‘συ τα άνθη σου,
να στολιστώ, ν’αρματωθώ, να πάνω κάτω στο χορό.

Στη συνέχεια ακολουθούσαν τα υπόλοιπα πασχαλιάτικα τραγούδια με κέφι και χαρά μεγάλη. Συνηθίζονταν παλαιότερα, μετά τους πασχαλιάτικους χορούς ή και παράλληλα, να γίνονται φορά αγωνίσματα, όπως τρέξιμο, πήδημα απλοί στις τρεις, ιππασία, σκαμνάκια, ψηλή – χαμηλή. Ακολουθούσαν επισκέψεις (βίζιτα) στους Γιώργηδες από σπίτι σε σπίτι και όσο η ώρα προχωρούσε κατι ρακοπότηρα άδειαζαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, το δυνάμωνε, η παρέα ζωήρευε, η χαρά ξεχείλιζε, οι στολές εξαφανίζονταν και ο άνθρωπος γινόταν ανθρώπινος.
Τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν ένα μετά το άλλο.

Σε κάθε σπίτι είχανε το νουμπέτι

  • Γιώργη μ’, ήρθαν οι φίλοι σου

Γιώργη μ’, ήρθαν οι φίλοι σου, οι φιλομπράτιμοί σου
Σαν ήρθαν, καλώς ήρθανε, βάλ’τους να φαν, να πιουν.
Γιώργη μ’, γυρεύουν τ’ άλογο σ’ με τη χρυσή τη σέλα.
Σαν το γυρεύουν, δώστε το, σαν το ‘χω τι το θέλω;
Γιώργη μ’, γυρεύουν την καλή σ’, γυρεύουν να την πάρουν.
Όσο είν’ ο Γιώργης ζωντανός, καλή δεν παραδίνει.

Ακολουθούσαν τραγούδια της παρέας, όπως

  • Καλώς ανταμωθήκαμε

Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι μερακλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονα μας.
Τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει.
Για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ’άλλον τόπο πάμε,
κι σ’ άλλα συνορέματα, για σ’ άλλα βιλαέτια.
κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια.
Φκιάνουν και πετρογέφυρες, για να περνάει ο κόσμος..
Κι εμείς κάνα καλό δεν κάναμε, καλό για την ψυχή.

  • Βαρύν όρκο που έδωσα

Βαρύν όρκο που έδωσα στον ήλιο, στο φεγγάρι.
Ποτές τραγούδι να μην πω, ποτές μην τραγουδήσω.
Και τώρα για τους φίλους μου, τους φίλους τους μπρατίμους
θα τραγουδήσω θλιβερά και παραπονεμένα,
να κάνω τα βουνά να κλαιν, τους φίλους να δακρύζουν.

  • Από μικρός ορφάνεψα από μάνα από πατέρα

και πάεισα κι ρογιόστηκα σε μια κυρα-Βουργάρα.
Μου ρίχνουν μόσχο στα μαλλιά, μόσχο και καρυοφυλλι
κι από το μόσχο τον πολύ και από τη μυρωδιά του,
ο μαύρος μ’αποκοιμήθηκα και μου ‘φυγε η αγάπη.

  • Σε περιβόλι- μπαίνω

Σε περιβόλι μπαίνω μες στις λεμονιές
καισόστισενο νους μου απ’ τις μυρωδιές.
Και δίψασα ο καημένος για μια σταλιά νερό,
στη βρύση κατεβαίνω να πιω κρύο νερό.
Βρίσκω την κόρη να πλένει και σιγοτραγουδεί.
Της έδωσα το μαντίλι και μου το ‘πλυνε
της είπα κι ένα λόγο και της άρεσε.

Συνέχιζαν με διάφορα άλλα τραγούδια της παρέας, μέχρι να τελειώσουν όλα τα «βίζιτα».

Ο Αϊ-Γιώργης είναι προστάτης, καβαλάρης των κτηνοτρόφων και η γιορτή του αποτελεί ορόσημο για το ανέβασμα των κοπαδιών στα βουνά, όπως αντίστοιχα είναι ο Αϊ-Δημήτρης για το κατέβασμα στα χειμαδιά. Τη μέρα αυτή γίνονταν τα ρογιάσματα και ξερογιάσματα των τσομπαναραίων. Γίνονταν οι καινούριες παρέες, δηλ. τα καινούρια σμιξίματα στα κοπάδια. Χώριζαν στρούγκες, όπως λέγεται στην κτηνοτροφική γλώσσα. Το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται στην περίπτωση:

  • Αϊ-Γιώργη, Αϊ Γιώργη, Βούργαρε

Αϊ-Γϊώργη, Αϊ-Γιώργη, Βούργαρε και σκορποφαμελίτη.
Εγώ μαζεύω φαμιλιές και συ μου τις σκορπίζεις.
Εγώ ανταμώνω αντρόγυνα και συ τα ξεχωρίζεις.
Εγώ ανταμώνω πρόβατα και συ μου τα σκορπίζεις.
Δεν φταίγω εγώ, Αϊ-Δημήτρη μου, δεν φταίγω εγώ, αδερφέ μου,
μόν’φταίγει ο σκυλοβασιλιάς κι ο σκυλοβεζυραφέντης.

Τη δεύτερη μέρα της Πασχαλιάς όλα τα κουμπαρούλια ήταν καλεσμένα στο σπίτι του νούνου για φαγητό. Η μάνα τους είχε έτοιμη απ’ τη Μ. Πέμπτη την κουλούρα για το νούνο. Την έβαζε λοιπόν σε μια κανίστρα, μαζί με ένα-δύο κόκκινα αβγά, τα σκέπαζε με ένα πεντακάθαρο «μεσάλι» και τα κουμπαρούλια με χαρά και υπερηφάνεια την πήγαιναν στη νούνα τους με μια κανάτα κρασί. Εκεί τα φαγητά ήταν πλούσια. Κρέατα μαγειρεμένα, λουκανίτσες με αβγά, τυρί, γιαούρτι, γλυκό, πέρδικες και ό,τι καλύτερο είχε η νούνα.

Την Τρίτη της Πασχαλιάς η θεία λειτουργία γίνονταν στο Μπακουστίβι. Όλο το χωριό ήταν εκεί. Μετά την εκκλησία «βάραιναν» δημοπρασία τα εικονίσματα. Πρώτος στην τιμή έρχονταν πάντα ο Σταύρος, ακολουθούσε ο Αϊ-Θανάσης, η Αγία Παρασκευή και ο Άγιος Μιχαήλ. Το τραγούδι της ημέρας ήταν το παρακάτω

  • Άσπρο σταφύλι τραγανό

Άσπρο σταφύλι τραγανό κι από την Τρίτη κομμένο
και την Τετάρτη το πρωί έλα, κόρημ’, να πάμε.
Να παν να βρω τη μοίρα μου να την κατηγορήσω.
Μοίρα μ’, όντας με έκαμες και μένα με τον κόσμο.
Κόρη μ’, όταν σ’ έκαμα και σένα με τον κόσμο,
ήταν η μέρα βροχερή, νύχτα σκοτεινιασμένη
και γλίστρησα και έπεσα και χύθκι το μελάνι.

Στη συνέχεια τραγουδιούνταν όλα τα τραγούδια, γίνονταν τα αθλήματα και το μεσημέρι ξανά στο χωριό. Το απόγευμα πάλι στην εκκλησία για την εσπερινή ακολουθία και πάλι τα τραγούδια της Πασχαλιάς.
Μόνον η Τετάρτη και Πέμπτη ήταν εργάσιμες ημέρες, οπότε όλο το χωριό διέθετε αυτές τις δύο μέρες για το σκάψιμο των αμπελιών της εκκλησίας. Με όλη τους την ψυχή οι νέες και οι νέοι του χωριού, αλλά και μεγαλύτερες ηλικίες συμμετείχαν στο σκά-ψιμο για το καλό, να τους φυλάει η Παναγία και όλα τα «βακούφια». Αντιλαλούσαν οι πλαγιές και οι χαράδρες απ’ τα τραγούδια και το κέφι. Εδώ επαναλαμβάνονταν τα τραγούδια της Πασχαλιάς και γίνονταν έτσι μια καλή πρόβα για τα τραγούδια της Παρασκευής του Πάσχα. Την Παρασκευή αυτή όλο το χωριό πήγαινε στη Ραβιανή. Εκεί, στην Αγία Παρασκευή, γίνονταν η θεία λειτουργία. Ψήνονταν αρνιά και κατσίκια, και φρέσκα τυριά και γιαούρτι στα κακαβιά, πίτες με τυρί και χόρτα, κόκκινα αβγά και πέρδικες στόλιζαν το τραπέζι της εξοχής. Τη μέρα αυτή τον πασχαλιάτικο χορό έσερνε πρώτος ο παπάς και κατόπι ο κόσμος όλος. Το τραγούδι της ημέρας ήταν το παρακάτω:

  • Ένας κοντός κοντούχσικος

Ένας κοντός κοντούτσικος (προραβιανή), κοντός κι αρματωμένος,
Όλοι χρέα τον έριχναν, χρέα και χαράτσια.
Και πούλησεν τα σπίτια του, τ’ αμπελοχώραφά του
και πάλι δεν τον έσωσαν τα χρέα να πληρώσει.
Και την καλή του έπαιρνε και στο παζάρι την πάνει’
Πόσο, κοντέ μ’, την έμορφη, πόσο τη μαυρομάτα.
Χίλια φλουριά η έμορφη και χίλια η μαυρομάτα
και το λιγνό της το κορμί ξαγορασμό δεν έχει.

  • Σκολνούν τα Πασχαλόγιορτα

Σκολνούν τα Πασκαλόγιορτα (προραβιανή)
κι οι επίσημες οι μέρες (λέλεραβιανιούτσικε).
Σκολνούν οι νιές, σκολνούν οι γριές (προραβιανή),
σκολνούν τα παλικάρια (λέλεραβιανούτσικε).
Ο αποχαιρετισμός της πασχαλιάς

Τα πασχαλόγιορτα κατ’ εξοχή υπαίθριες γιορτές συνεχίζονται στον ίδιο ρυθμό με τραγούδια και πασχαλιάτικους χορούς αλλά και γλέντια με όργανα στις πλατείες και στα σπίτια μέχρι την Κυριακή του Θωμά οπότε γίνεται ο αποχαιρετισμός της πασχαλιάς με το διπλό χορό και την τιτριμίδα.

Η τιτριμίδα παλιό έθιμο στα χωριά των Γρεβενών, διατηρείται μέχρι σήμερα, μόνον στο Σπήλιο.
Τιτριμίδες είναι τα χρυσά και αργυρά φλουριά που βάνουν στο μέτωπο οι γυναίκες και οι αρματολοί και κλέφτες στα σπαθιά τους. Αναφέρονται στο πανάρχαιο δημοτικό τραγούδι:
Στης Σαμαρίνας τα βουνά στης Εροιβιάς τους τόπους,
εκεί που πέντε δεν πατούν και δέκα δεν διαβαίνουν,
εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τιτριμίδες στο σπαθί, με φούντες στο ντουφέκι.
Εξήντα δράκους σκότωσα κι εξήντα έχω λαβώσει
και πέτυχα και το στοιχειό σε μια ψηλή ραχούλα,
πούχε σταυρό στα κέρατα, φεγγάρι στα καπούλια.
Σειέται και σειούνται τα βουνά, σειέται και σειούνται οι κάμποι
ταράζει τα ποδάρια του και δέντρα ξεριζώνει.
Στριγκιά φωνή εφώναξε, βουγγούν βουνά και ράχες.
Εδώ που πέντε δεν πατούν και δέκα δεν διαβαίνουν
τι γύρευες μονάχος σου, πεζός κι αρματωμένος

Ο χορός της τιτραμίδας στο Σπήλιο Γρεβενών είναι μια αποχαιρετηστήρια τελετή της πασχαλιάς όπου όλοι οι χωριανοί ξεκινούν από την εκκλησία και τραγουδώντας διάφορα πασχαλιάτικα τραγούδια κατευθύνονται προς την ανατολική πλευρά του χωριού.

Αρχίζουν με το τσακ-τσακ την πόρτα ακολουθεί το τραγούδι τιτραμίδα μου χρυσή όπου πάω εγώ και συ’. Ενδιάμεσα γίνονται διάφορες στάσεις και στήνεται χορός. Έτσι καταλήγουν έξω από το χωριό σε μια αγριοκερασιά απ’ την οποία κόβουνμικρά κλωνάρια τραγουδώντας πάλι το ‘τιτραμίδα μου χρυσή όπου πάω εγώ και συ’.Λένε ευχές Χριστός Ανέστη Αληθώς Ανέστη και του χρόνου με υγεία.

Την Κυριακή του Θωμά στο Σπήλιο Γρεβενών η θεία λειτουργία γίνεται στον Αϊ-Θανάση. Μετά τον εκκλησιασμό όλο το χωριό μαζεύονταν στο “ίσιωμα” έξω απ’ την εκκλησία κι άρχιζε το χορό και τα πασχαλιάτικα τραγούδια. Εδώ οι γυναίκες έπαιζαν τα τσκάλια, το παιδάκι, το μαντιλίτσι, τον αλογάρη. Στη συνέχεια ο χορός κατευθυνόταν προς τη Χώρα κι απ’εκεί στο λοφίσκο του Αϊ-Λια έξω απ’το χωριό, όπου έκαναν τρεις στροφές γύρω απ’ το λοφίσκο χορεύοντας και τραγουδώντας, σταματούσαν στην αγροκερασιά, έπαιρναν κλωναράκια και επέστρεφαν πάλι τραγουδώντας και χορεύοντας στη Χώρα, όπου ο χορός συνέχιζε μεγαλόπρεπα με πρωτοχορευτές τους πιο έμπειρους και ηλικιωμένους. Με τον τρόπο αυτό γίνονταν ο αποχαιρετισμός της Πασχαλιάς.

Τα τραγούδια του αποχαιρετισμού της Πασχαλιάς στο Σπήλιο ήταν τα παρακάτω:

  • Τιτραμίδα

Τιτραμίδα μου χρυσή όπου πάνω εγώ και συ,
όπου πάνω εγώ και συ τιτριμίδα μου χρυσή,
Από κάτ’ απ’ το νησί έσπερνα βασιλικό φύτρωσε
δε φύτρωσε και μόν’λιανοφύτρωσε
Τιτραμίδα μου χρυσή όπου πάνω εγώ και συ.

  • Τσακ τσακ την πόρτα

Τσακ τσακ την πόρτα και την πορτοπούλα
Ποιος είναι έξω, έξω στην πόρτα;
Εγω είμαι, ο Γιάννης, ο Καλογιάννης.
Και τι γυρεύεις τούτη την ώρα.
Πόρον γυρεύω για να περάσω.
Πόρος δεν είναι για να περάσεις.
Είναι δεν είναι εγώ θε να περάσω.

Επιμέλεια Σάκης Πέτρου 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.