Στο ΘΕΜΑ της Κυριακής (2 Απρ.2017)Στη δηµόσια σφαίρα η επιστροφή στην ανάπτυξη µέσω της επιλογής των στρατηγικών επενδύσεωντίθεται µετ’ επιτάσεως από σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάµεις ως η πλέον δυναµική απάντηση στην ύφεση για περιπτώσεις κρατών όπως η Ελλάδα. Η επιστροφή ενός κράτους, ωστόσο, σεαναπτυξιακή τροχιά προϋποθέτει νέες θέσεις εργασίας, νέα προϊόντα και ανταγωνιστική παρουσία στις αγορές. Στην πράξη, όµως, οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν ταυτίζονται µε τις προτεραιότητες των «στρατηγικώνεπενδυτών». Για παράδειγµα, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων µέσω ενόςγενναίου εθνικού προγράµµατος αποκρατικοποιήσεων δεν υπηρετεί αναγκαστικά την προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης µιας χώρας, µολονότι η εκχώρηση του management δηµόσιων υποδοµών και αγαθών υπό όρους και µε κρατική εποπτεία είναι πάντοτε καλοδεχούµενη. Στην πράξη, η ανάγκη του εκάστοτε επενδυτή να αποκτήσει οδική, σιδηροδροµική, λιµενική ή άλλη πρόσβαση σε µια χώρα ή σε µια ολόκληρη ήπειρο δεν συνεπάγεται αυτόµατα την ανάπτυξη των περιοχών πέριξ της επένδυσης. Πολύ περισσότερο, όταν ο πιθανός επενδυτής δεν έχει καµία σχέση µε το οικονοµικό, κοινωνικό και πολιτισµικό περιβάλλον της χώρας στην οποία επενδύει. Συνεπώς, η παρουσία ξένων επενδυτών δεν διαµορφώνει από µόνη της τις αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη της εθνικής και τοπικής οικονοµίας, αν και είναι καθ’ όλα θεµιτή. Παράλληλα µε την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, η στροφή στο εγχώριο επενδυτικό κοινό θα µπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την οικοδόµηση του νέου παραγωγικού µοντέλου στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί η κατανόηση των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε οικονοµίας προκύπτει από την εµπειρία, προνόµιο που τόσο η ελληνική πολιτική τάξη όσο και το ελληνικό επιχειρείν δεν πρέπει να το απεµπολήσουν. Και για έναν επιπρόσθετο λόγο: γιατί η ταχεία επιστροφή στην ανάπτυξη θα επέλθει µόνο από τη σοβαρή αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων της κάθε χώρας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν µπορεί κανείς παρά να εδράσει ένα υγιές, παραγωγικό µοντέλο στον τουρισµό και την πρωτογενή παραγωγή, ανταγωνιστικούς ακόµη και σήµερα τοµείς της ελληνικής οικονοµίας, αν δεν έχει προηγηθεί µια βασική παραδοχή. Καµία µορφή ανάπτυξης δεν µπορεί να τελεσφορήσει, αν δεν αντιµετωπιστεί µε παρρησία και τόλµη η πληθυσµιακή συσσώρευση. Η εικόνα της Αθήνας είναι αποκαλυπτική: ο µισός σχεδόν πληθυσµός της χώρας κατοικεί σήµερα στο Λεκανοπέδιο παρέχοντας αποκλειστικά και µόνο υπηρεσίες. Προέχουν, λοιπόν, η δηµόσια συζήτηση και µια γενναία απόφαση για τη µετατροπή της εθνικής οικονοµίας από οικονοµία παροχής υπηρεσιών σε οικονοµία της παραγωγής. Στην κατεύθυνση αυτή, ο πρωταγωνιστικός ρόλος ανήκει στην ελληνική περιφέρεια. Συγκεκριµένα, αυτά που απαιτούνται είναι ένας µακροπρόθεσµος σχεδιασµός για την επέκταση της τουριστικής περιόδου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και η περαιτέρω αξιοποίηση των υπαρχουσών υποδοµών, όπως τα υφιστάµενα χιονοδροµικά κέντρα, στο πλαίσιο ενός µακρόπνοου περιφερειακού σχεδιασµού. Ετσι, ο τουρισµός µε την ανάδειξη όλων των εκφάνσεών του στην Ελλάδα, λ.χ. συνεδριακός, θρησκευτικός, ιαµατικός και άλλος, θα αποτελέσει τον πραγµατικό µοχλό περιφερειακής ανάπτυξης, αφού κάθε περιφέρεια θα συµβάλει σε αυτή την εθνική προσπάθεια µε την εστίαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η ίδια πορεία θα πρέπει να ακολουθηθεί και για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τοµέα, µε απαραίτητη προϋπόθεση την εκπαίδευση της νέας γενιάς πάνω στις νέες, παγκόσµιες ανάγκες και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών σε έναν τόσο πολλά υποσχόµενο τοµέα. Αν η προσπάθεια ανασυγκρότησης της παραγωγικής µας βάσης µε όχηµα την πρωτογενή παραγωγή τεθεί ως εθνική προτεραιότητα, θα λάβει γρήγορα τέλος η αστικοποίηση, θα αναπτυχθούν φυγόκεντρες δυνάµεις από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια και η εθνική οικονοµία θα προσανατολιστεί σε µια πιο ανταγωνιστική της εκδοχή, µε τους πολίτες να απολαµβάνουν µεγαλύτερα εισοδήµατα και καλύτερη ποιότητα ζωής. Η Πολιτεία οφείλει απλώς να τροφοδοτήσει µε εργαλεία και υποδοµές την ελληνική περιφέρεια προκειµένου αφενός να συγκρατήσει τον τοπικό πληθυσµό και αφετέρου να υποδεχθεί και νέο, που θα εγκαταλείπει τη θλίψη των µεγάλων αστικών κέντρων. Αν κάνουµε την αρχή µε αφετηρία τον τουρισµό και την πρωτογενή παραγωγή, τα αποτελέσµατα θα είναι απτά και δεν θα αργήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση, θα περιµένουµε όλοι µαζί στωικά τον εκάστοτε εισαγόµενο «στρατηγικό επενδυτή» µέχρι να πέσουν οι τιµές και να µας προτιµήσει.Δείτε το πρωτότυπο κείμενο: