Ευοίωνες αλλά υπό προϋποθέσεις, κρίνονται οι προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης του κλάδου της βουβαλοτροφίας στην Ελλάδα.
Ενώ παραμένει δυναμικός με πολλαπλά οφέλη τόσο για την τσέπη των κτηνοτρόφων, όσο και την οικονομία και τους καταναλωτές, αν δεν τύχει της απαραίτητης στήριξης, μπορεί να οδηγηθεί στη συρρίκνωση.
Ο κλάδος για να συνεχίσει να υφίσταται, πόσο μάλλον να αναπτυχθεί, χρειάζεται στήριξη ξεκαθάρισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Βουβαλοτρόφων Ελλάδας (του μοναδικού στη χώρα), Τρύφων Γιαντσίδης, στο περιθώριο σχετικής εκδήλωσης στις Σέρρες.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «ναι, μεν, παραμένει δυναμικός με τεράστιες προοπτικές -κυρίως στους τομείς των μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων, που εξακολουθούν να βρίσκονται σε εμβρυακό στάδιο- αλλά αν δεν διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, τότε θα οδηγηθεί εκ νέου σε συρρίκνωση».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνεταιρισμού, ο οποίος εδρεύει στο Νέο Πετρίτσι Σερρών, τα βασικά μελανά σημεία της βουβαλοτροφίας και οι απειλές για το μέλλον του κλάδου είναι, μεταξύ άλλων, οι ανεπαρκείς βοσκότοποι, η έλλειψη καλλιεργήσιμων εκτάσεων για ζωοτροφές και η σημαντική καθυστέρηση στην καταβολή των ενισχύσεων σε κτηνοτρόφους αυτόχθονων φυλών ζώων, καθώς και των ενισχύσεων για βιολογικά προϊόντα.
Ο ίδιος επισήμανε ότι είναι σχετικά εύκολο να αυξηθεί ο αριθμός των βουβαλιών «αρκεί να το επιτρέπει ο χώρος». Και ακριβώς εδώ έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα των βουβαλοτρόφων. Το θέμα με τις εκχερσώσεις, προκειμένου να δοθεί γη στους ακτήμονες, στερεί το φυσικό περιβάλλον των βουβαλιών που βόσκουν ελεύθερα σε παραλίμνιες περιοχές, και φυσικά και τη βοσκή τους.
Όπως εξήγησε ο κ. Γιαντσίδης, η κατάσταση επιδεινώνεται από το 1980.
Στη δεκαετία του ’70 ο υγρότοπος ήταν πλούσιος και υπήρχε άφθονη τροφή για τα ζώα. Το 1982 στήθηκε το φράγμα και τα νερά υψώθηκαν στα 4,5 μέτρα, καλύπτοντας τον υγρότοπο και εξαφανίζοντας τη βοσκή. Οι βουβαλοτρόφοι στη λίμνη Κερκίνης αναγκάζονται να καλλιεργήσουν καλαμπόκι και να βγάλουν άχυρο για να τραφούν τα ζώα, κάτι που αυξάνει το κόστος εκμετάλλευσης και περιορίζει σημαντικά τα κέρδη.
Ακόμη ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι βουβαλοτρόφοι είναι, σύμφωνα με τον κ. Γιαντσίδη, αυτό των σταβλικών εγκαταστάσεων.
Να ξεκαθαρίσει επιτέλους το θέμα των βοσκοτόπων
Να “τρέξει” επιτέλους η νομοθετική ρύθμιση για τα βοσκοτόπια και να δοθούν τα οριστικά σχέδια διαχείρισης, ώστε να μπορέσει να χαραχθεί μια στρατηγική για και από τους Έλληνες κτηνοτρόφους, ζήτησε ο τακτικός ερευνητής του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού “Δήμητρα” -Διευθυντής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, Θωμάς Παπαχρήστου, γνωστοποιώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι οι πληροφορίες του λένε ότι είμαστε στο τελικό στάδιο «δηλαδή λίγο πριν την υπογραφή τους».
Υπογραμμίζοντας ότι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος από πλευράς της πολιτείας και των τοπικών αρχόντων ο κ. Παπαχρήστου δεν άφησε στο ..απυρόβλητο τους ίδιους τους κτηνοτρόφους, σημειώνοντας ότι «μέχρι να πάρουν τις επιδοτήσεις το θέμα των βοσκοτόπων ήταν διαρκώς υψηλά στην επικαιρότητα. Τώρα που τις πήραν γιατί δεν διαμαρτύρονται άλλο πια»; Στο πλαίσιο αυτό, κατέστησε σαφές, ότι οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι πρέπει να αντιληφθούν ότι το θέμα των βοσκοτόπων είναι υψίστης σημασίας για τους ίδιους, αφού είναι το βασικό εργαλείο τους, μετά το ζωϊκό τους κεφάλαιο, για να αυξήσουν την παραγωγή τους, άρα και το εισόδημά τους, αλλά και να ασκήσουν το ίδιο τους το αντικείμενο.
Μεταξύ άλλων, ο ίδιος απαντώντας σε σχετική ερώτηση τόνισε ότι το 70%, και πλέον, της έκτασης της Ελλάδας προσφέρεται για βοσκή και ειδικά για τη βουβαλοτροφία είπε ότι ανέρχονται σε 200 εκατ. τα στρέμματα υγρολιβαδιών που μπορούν να αξιοποιηθούν σε όλη τη χώρα. Τόνισε, δε, ότι η βουβαλοτροφία μπορεί μεταξύ άλλων να αναπτυχθεί στις Πρέσπες και στη λίμνη Άγρα, ενώ σημείωσε ότι η σύνδεση του κλάδου με το βοσκότοπο θα προσδώσει επιπλέον προστιθέμενη αξία στα προϊόντα που παράγονται.
Υψηλότερη η ζήτηση, έναντι της παραγωγής και οι επιτήδειοι το εκμεταλλεύονται
Υψηλότερη της εγχώριας παραγωγής είναι η ζήτηση των καταναλωτών για προϊόντα από βούβαλο, γεγονός που ευνοεί τη δράση επιτηδείων, οι οποίοι και δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής της “Μπόρας”, Ζέλιος Μπόρας, που αποτελεί τη μοναδική μονάδα επεξεργασίας, τυποποίησης και συσκευασίας βουβαλίσιο κρέατος στη χώρα που λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με προϊόν του συνεταιρισμού.
Όπως ανέφερε η μονάδα είναι δυναμικότητας ενός τόνους ημερησίως και συνολικά σήμερα επεξεργάζεται, τυποποιεί και συσκευάζει 100 τόνους/ετησίως, ήτοι 60 τόνους βουβαλίσιου κρέατος, 50 τόνους ετησίως χοιρινό και 30 τόνους ετησίως μοσχαρίσιο.
Ο ίδιος είπε ότι η εταιρεία αγοράζει από τους βουβαλοτρόφους του συνεταιρισμού αποκλειστικά στην τιμή των 5 ευρώ/κιλό και γνωστοποίησε ότι βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο συζητήσεων για συμβολαιακή γεωργία με την Τράπεζα Πειραιώς.
Μιλώντας για τα προβλήματα, τονίζει ότι δυστυχώς πωλείται χύμα εισαγόμενο βουβαλίσιο κρέας, αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης, με αποτέλεσμα «να δέχομαι καθημερινά τηλεφωνήματα καταναλωτών από όλη την Ελλάδα, που παραπονιούνται για το προϊόν που αγόρασαν προς κατανάλωση».
Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι του τηλεφώνησε κάποια κυρία από την Αθήνα, η οποία κατήγγειλε ό,τι «το βουβαλίσιο κρέας που αγόρασε δεν τρωγόταν».
«Εγώ της έστειλα βουβαλίσιο κρέας από τη μονάδα μας και αφού με πήρε τηλέφωνο και με ευχαρίστησε, προχώρησε σε καταγγελία επίσημη του κρεοπώλη που τής πούλησε το δήθεν ελληνικό προϊόν», είπε ο κ. Μπόρας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Μπόρας υπογράμμισε την ανάγκη να εφαρμοστεί στο βουβαλίσιο κρέας σύστημα ιχνηλασιμότητας του προϊόντος, να ενταθούν οι έλεγχοι στην αγορά και να γίνουν πιο αυστηρές οι συνέπειες για τους επιτήδειους, ενώ συνέστησε στους καταναλωτές να ψηφίζουν τα επώνυμα ελληνικά προϊόντα που διατίθενται σε όλη την Ελλάδα. Τονίζεται ότι το κόστος του βουβαλίσιου κρέατος κυμαίνεται στα 16-20 ευρώ /κιλό για τον καταναλωτή.
Να ενισχύσουν τη δυναμική τους και να συνεχίσουν να εργάζονται με τον ίδιο ζήλο για την παραγωγή άριστων ποιοτικά ελληνικών προϊόντων, κάλεσε τους βουβαλοτρόφους ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Σερρών, Λεωνίδας Βαρούδης, συνιστώντας τους να μην ασχολούνται με το θέμα των ελληνοποιήσεων.
«Ακόμα και οι τυφλοί μπορούν και θα μπορούν να ξεχωρίζουν τα άρτια ελληνικά προϊόντα», επισήμανε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι τα 3.000 βουβάλια σήμερα, μπορούν άνετα τουλάχιστον να διπλασιαστούν.
Ικανοποιητικός ο υπάρχων πληθυσμός για την εφαρμογή προγραμμάτων γενετικής βελτίωσης
Ικανοποιητικός κρίνεται ο υπάρχων πληθυσμός για την εφαρμογή των προγραμμάτων γενετικής βελτίωσης των βουβαλιών, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος-ζωοτέχνης Phd του Κέντρου Γενετικής Βελτίωσης Ζώων Νέας Μεσσημβρίας Θεσσαλονίκης, Δημήτριος Ρουστέμης, σημειώνοντας ότι σήμερα στη χώρα εκτρέφονται 3.866 ζώα, με βάση επίσημα στοιχεία του 2015.
Στις προτάσεις που κατέθεσε για την ανάπτυξη της βουβαλοτροφίας ο κ. Ρουστέμης τάχθηκε υπέρ μιας γενετικής βελτίωσης που θα καταστήσει συμφέρουσα τη συστηματική παραγωγή του γάλακτος. Αυτό βέβαια, όπως εξήγησε, συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε διατροφή, άρα και σε κεφάλαιο που θα αλλοιώσει σε μικρό βαθμό της εκτακτική μορφή εκτροφής σήμερα.
Μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του συμπεριλαμβάνονται τα εξής: σχεδιασμός χρήσεων γης, κοινοτικό πλαίσιο αξιοποίησης των εκτάσεων, επίλυση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, κατάρτιση σχεδίων βόσκησης, πιστοποίηση προέλευσης ζώων και προϊόντων και αυστηροποίηση των ελέγχων, συστηματική και συλλογική προβολή των πλεονεκτημάτων των παραγόμενων προϊόντων, συνδυασμός με άλλες δραστηριότητες π.χ πολυλειτουργικά αγροκτήματα, συστήματα ιχνηλασιμότητας του κρέατος και του γάλακτος και ειδικό σήμα που θα συνοδεύει το προϊόν μέχρι το κατάστημα πώλησης.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, τόνισε ότι ναι, μεν, οι οικονομικές ενισχύσεις αποτελούν κίνητρο, καθώς ανταποκρίνονται στην πραγματική ανάγκη διατήρησης των αυτόχθονων φυλών, αλλά «δυστυχώς η ανταγωνιστικότητα του συστήματος στρεβλώνεται απο τις επιδοτήσεις».
Στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι η ανάπτυξη της βουβαλοτροφίας πρέπει να στοχεύει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ανεξάρτητα από το εάν τα εισοδήματα ενισχύονται μέσω επιδοτήσεων.
Η ιστορία της βουβαλοτροφίας από το 1952 έως σήμερα
Το 1952 εκτρέφονταν μόνο στη Μακεδονία και τη Θράκη περίπου 71.000 βούβαλοι. Το 2004 ο αριθμός τους υποχώρησε σε 1.012, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τα 4.000. ‘Οπως μας είπε ο κ. Γιαντσίδης, «όταν κάποιος αγοράσει το κοπάδι, τα ζώα θα πρέπει να είναι ενός έτους. Στον επόμενο χρόνο αυτά θα ζευγαρώσουν και θα γεννήσουν.
Για πέντε μήνες παράγουν γάλα. Οι ποσότητες ανά θηλυκό είναι 40 με 50 κιλά. Η τιμή του γάλακτος κυμαίνεται στα 1,20-1,30 ευρώ/κιλό. Επίσης, στο δεύτερο έτος θα μπορεί και να σφάξει.
Το κάθε ζώο βγάζει γύρω στα 200 με 230 κιλά κρέας
Η τιμή του είναι κοντά στα 4,5 ευρώ/κιλό. Και στο ένα έτος της ηλικίας του μπορεί να σφάξει και το κρέας θα είναι στα 120 κιλά», εξήγησε. Ο ίδιος επισήμανε ότι «πάνω-κάτω, ο κτηνοτρόφος θα μπορεί να έχει στο δεύτερο χρόνο ένα εισόδημα 20.000 ευρώ».
Υπογράμμισε, δε, ότι αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος που θέλει σοβαρά να ασχοληθεί με τη βουβαλοτροφία, είναι να βρει κατάλληλο μέρος για να τα διαχειριστεί, δηλαδή υγρότοπους, βαλτώδη μέρη και πρόσθεσε «μπορεί να ξεκινήσει μ’ ένα μικρό κοπάδι.
Για παράδειγμα με 20 ζώα. Το κάθε ζώο στοιχίζει 700 ευρώ. Το μυστικό για τα βουβάλια είναι πως θα πρέπει να τα αφήνεις εκείνα να σε καθοδηγούν. Ετσι λειτουργεί το ένστικτό τους».
Πάντως, ο ίδιος τόνισε ότι «αν ανοίξει κάποιος ένα κατάστημα πώλησης, π.χ. μπουγάτσας και παγωτού, με τα προϊόντα που θα παράγονται να είναι από το βουβαλίσιο γάλα, τότε θα έχει περισσότερο κέρδος και καθαρά δικό του». Μιλώντας για τα σχέδιά του, ο κ. Γεντσίδης εκμυστηρεύτηκε ότι στόχος του παραμένει να καταστήσει επισκέψιμη τη μονάδα του στα Χρυσοχώραφα Σερρών,δυναμικότητας περίπου 400 ζώων, αλλά και να δημιουργήσει ένα τυροκομείο.
«Τα έχω όλα σχεδόν έτοιμα στα χαρτιά, μου λείπουν τα κονδύλια για να προχωρήσω»,επισήμανε. Τονίζεται ότι ο Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Βουβαλοτρόφων στην Ελλάδα ιδρύθηκε το 2004 και σήμερα αριθμεί 27 μέλη σε διάφορα μέρη στη Βόρειο Ελλάδα.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, το ελληνικό βουβάλι έχει εισαχθεί από την Ασία. Η πρώτη εμφάνιση μεγάλων πληθυσμών στη χώρα τοποθετείται τον 13ο αιώνα. Παγκοσμίως ο αριθμός των βουβαλιών υπολογίζεται στα 220 με 360 εκατομμύρια.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια παρουσιάζει μια σταθερή αύξηση 15%-28%, με το 95% του πληθυσμού τους να βρίσκεται στην Ινδία.
Υψηλή η διατροφική αξία των βουβαλίσιου γάλακτος και κρέατος
«Μιλάµε για κρέας υψηλής διατροφικής αξίας, αφού τα 100 γρ. βουβαλίσιου έχουν µόλις 130 θερμίδες, όταν η αντίστοιχη ποσότητα του βοδινού έχει 260-300 θερμίδες, του αρνιού 241 και της γαλοπούλας 323, ενώ ο σίδηρός του είναι στο 2-3% όταν στο μοσχάρι φτάνει μόλις στο 0,3%», υπογράμμισε ο κ. Γιαντσίδης.
Όσο για το βουβαλίσιο γάλα, περιέχει 58% περισσότερο ασβέστιο και 40% περισσότερες πρωτεΐνες από το αγελαδινό και το κατσικίσιο. Όπως διευκρίνισε, το γάλα του βουβαλιού έχει ευεργετικές συνέπειες για τον οργανισμό, ενώ προσφέρεται για όσους έχουν αλλεργίες, ψωρίαση, εκζέματα ή δυσανεξία στη λακτόζη. Συνιστάται ως τροφή και για τους αδύναμους ή τους ασθενείς. Περιέχει λιγότερο νερό, περισσότερα ολικά στερεά, λίπος και πρωτεΐνη και ελάχιστα περισσότερη λακτόζη από το γάλα αγελάδας.
Έχει χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και υψηλότερα ασβεστίου, μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε σίδηρο, φώσφορο, βιταμίνη Α και πρωτεΐνες. Η αντιοξειδωτική του δράση είναι μεγαλύτερη από άλλα είδη γάλακτος και περιέχει περισσότερες βιταμίνες, όπως θειαμίνη, ριβοφλαβίνη και Β12.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)