Στον Αλέξη Τσίπρα και την ελληνική κυβέρνηση επιρρίπτει ευθέως ο επικεφαλής του γραφείου του ΔΝΤ στην Ευρώπη, Πολ Τόμσεν την ευθύνη για νέα μέτρα λιτότητας.
«Εμείς δεν απαιτούμε λιτότητα, αλλά αντίθετα όταν η κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαίους σε πλεονάσματα 3,5% το Ταμείο είχε προειδοποιήσει ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε λιτότητα και όχι ανάκαμψη» σημειώνει σε άρθρο του ο Τόμσεν και προσθέτει:
«Αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους σε φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι αυτό επιμένει στη λιτότητα» δηλώνει ευθέως.
Ο Πολ Τομσεν στο κοινό του άρθρο με τον επικεφαλής έρευνας του Ταμείου, Μωρίς Όμπστφέλντ, χαρακτηρίζει τον ελληνικό προϋπολογισμό «αντιαναπτυξιακό και άδικο» και ζητά μεταρρυθμίσεις ώστε το όφελος που θα προκύψει να δώσει “χώρο” για αύξηση δαπανών και μείωση φόρων.
«Αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους σε φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι αυτό επιμένει στη λιτότητα»
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν επίσης δεν «πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να φτάσει κοντά στη διατήρηση ακόμη και ενός ήπιου πρωτογενούς πλεονάσματος και στην επίτευξη του φιλόδοξου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού στόχου της χωρίς τη ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα». Σημειώνουν δε ότι είναι απαραίτητο να προχωρήσει η Ελλάδα σε μεταρρυθμίσεις στη δομή των φόρων και των δαπανών. Παράλληλα, τα δύο μεγαλοστελέχη του ΔΝΤ επικρίνουν την κυβέρνηση για την διστακτικότητα που επιδεικνύει να άρει τον περιορισμό στις ομαδικές απολύσεις.
Σε ξεχωριστό σημείωμά του, ο Τόμσεν τονίζει ότι ο υφιστάμενος προϋπολογισμός είναι εχθρικός προς την ανάπτυξη και επισημαίνει ότι η επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις. Θέτει το θέμα του αφορολόγητου, επισημαίνοντας ότι είναι πολύ υψηλό και υπογραμμίζει ότι πρέπει να μειωθούν οι τρέχουσες συντάξεις, τονίζοντας ότι η πρόσφατη μεταρρύθμιση δεν επαρκεί.
Αναλυτικά στο άρθρο τους οι κ.κ. Tόμσεν και Όμπστφέλντ αναφέρουν:
“Η Ελλάδα βρίσκεται για μια ακόμη φορά στα πρωτοσέλιδα καθώς εντείνονται οι συζητήσεις για την δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Δυστυχώς, οι συζητήσεις έχουν δημιουργήσει επίσης κάποια παραπληροφόρηση σχετικά με το ρόλο και τις απόψεις του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ επικρίνεται κυρίως ότι απαιτεί περισσότερη δημοσιονομική λιτότητα, και συγκεκριμένα ότι το θέτει σαν προϋπόθεση για την ελάφρυνση του χρέους που χρειάζεται επειγόντως. Αυτό δεν είναι αλήθεια και πρέπει να γίνουν διευκρινήσεις.
Δεν έχουμε αλλάξει την άποψή μας ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα αυτή τη στιγμή
Το ΔΝΤ δεν απαιτεί περισσότερη λιτότητα. Αντίθετα, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της να σπρώξει την Ελληνική οικονομία προς ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5 τοις εκατό μέχρι το 2018, προειδοποιήσαμε ότι αυτό θα δημιουργούσε έναν βαθμό λιτότητας που θα εμπόδιζε την εδραίωση της εκκολαπτόμενης ανάκαμψης. Προβλέψαμε ότι τα μέτρα του προγράμματος του ΕΜΣ θα απέδιδαν ένα πλεόνασμα μόλις 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ και αναφέραμε ότι αυτό θα μας αρκούσε για να στηρίξουμε ένα πρόγραμμα. Δεν ζητήσαμε πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερου πλεονάσματος. Όμως, αντίθετα προς τις συμβουλές μας, η Ελληνική Κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς να συμπιέσει περαιτέρω τις δαπάνες προσωρινά, αν χρειάζονταν για να διασφαλιστεί ότι το πλεόνασμα θα έφτανε στο 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ.
Δεν έχουμε αλλάξει την άποψή μας ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα αυτή τη στιγμή. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που ζητάει κάτι τέτοιο αντιστρέφει την αλήθεια.
Κάνοντας τον Ελληνικό προϋπολογισμό πιο φιλικό προς στην ανάπτυξη και πιο δίκαιο
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να κάνει περισσότερα πράγματα από δημοσιονομικής πλευράς. Η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη να μεταρρυθμίσει τη δομή των φόρων και των δαπανών της –τον τρόπο δηλαδή που η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει- γιατί αμφότεροι οι τομείς είναι κατά πολύ μη-φιλικοί προς την ανάπτυξη και τη δικαιότητα. Όμως ο σκοπός των μέτρων που ζητάμε δεν είναι για τη δημιουργία περισσότερης λιτότητας ή μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος. Αντιθέτως, οι ωφέλειες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν πλήρως για την αύξηση των δαπανών ή για την περικοπή φόρων ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη. Κατά τη γνώμη μας, μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που προτείνουμε είναι απαραίτητες: δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να φτάσει κοντά στη διατήρηση ακόμη και ενός ήπιου πρωτογενούς πλεονάσματος και στην επίτευξη του φιλόδοξου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού στόχου της χωρίς τη ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Αυτό δεν πρέπει –και δεν μπορεί- να γίνει αυθημερόν, όμως είναι πολύ σημαντικό να υιοθετηθεί τώρα ένα σχέδιο για να δημιουργηθεί μια δομή στα οικονομικά του δημοσίου, η οποία μεσοπρόθεσμα είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιη.
Δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη ο τρέχων προϋπολογισμός
Γιατί δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη ο τρέχων προϋπολογισμός που έχει συμφωνηθεί; Αν και η Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το έχει κάνει ολοένα και περισσότερο χωρίς να αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα –ένα καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8 τοις εκατό), και ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11 τοις εκατό του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις και στις αποκαλούμενες διακριτικές δαπάνες. Το έχει κάνει δε σε τέτοια έκταση που η φθίνουσα υποδομή εμποδίζει την ανάπτυξη, και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών, όπως μεταφορές και ιατρική περίθαλψη, αντιμετωπίζει προβλήματα.
Νομίζουμε ότι αυτές οι περικοπές έχουν ήδη πάει πολύ μακριά, όμως το πρόγραμμα του ΕΜΣ αναλαμβάνει ακόμη περισσότερες με την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5 του ΑΕΠ, που επιτυγχάνεται με περισσότερες περικοπές σε επενδύσεις και σε διακριτικές δαπάνες. Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας.
Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα. Πιο σημαντικά, η Ελλάδα δεν διαθέτει το είδος της αποζημίωσης της ανεργίας και άλλες καλάστοχευμένες κοινωνικές παροχές που είναι συνηθισμένες σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και που είναι πολύ σημαντικές για την ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε μια σύγχρονη οικονομία προσανατολισμένη προς τις αγορές.
Διστάζει η κυβέρνηση να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις που είναι μια αναχρονιστική απαίτηση
Ενα σχετικό παράδειγμα είναι η διστακτικότητα της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις που είναι μια αναχρονιστική απαίτηση που απαιτεί προέγκριση και που δεν υπάρχει στις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η διστακτικότητα της δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμοί στις απολύσεις είναι καλή ιδέα αυτή καθαυτή, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή αποζημίωση της ανεργίας. Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους εργαζόμενους, αντ’ αυτού η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλάστοχευμένα κοινωνικά προγράμματα ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, και καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών.
Ένας δρόμος προς τα εμπρός όπου οι αριθμοί βγαίνουν
Ποιες είναι οι παράμετροι για μια ελάφρυνση του χρέους; Το χρέος της Ελλάδας είναι κατά πολύ μη βιώσιμο, και όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνση του χρέους. Παρόμοια, καμία ποσότητα ελάφρυνσης του χρέους δεν θα επιτρέψει την Ελλάδα να επιστρέψει σε δυνατή ανάκαμψη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Όμως, εφόσον όσο πιο ψηλό το πρωτογενές πλεόνασμα που διατηρεί η Ελλάδα, τόσο πιο χαμηλό το ποσό της ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς να κατανεμηθεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της. Εμείς αναφέραμε ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της ελάφρυνσης του χρέους, να τεθεί στο 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, αναγνωρίζουμε ότι η διστακτικότητα των κρατών-μελών να το αποδεχτούν (καθώς και την πρόσθετη ανάγκη που προκύπτει για την ελάφρυνση του χρέους) στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα κράτη θα πρέπει τα ίδια να έχουν πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που προτείνονται για την Ελλάδα, ενώ άλλα χορηγούν παροχές και φορολογικές απαλλαγές που είναι λιγότερο γενναιόδωρες από αυτές της Ελλάδας. Η Ευρωζώνη δεν είμαι μια πλήρης πολιτική ένωση, και αντιλαμβανόμαστε ότι μια λύση θα πρέπει να είναι πολιτικά αποδεκτή από τα 19 κυρίαρχα κράτη-μέλη. Για το λόγο αυτό, ένας συμβιβασμός μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους μπορεί να εμπεριέχει ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δεν θα ήταν η πρώτη μας επιλογή.
Αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι αυτό επιμένει για λιτότητα
Όμως, ενώ βραχυπρόθεσμα μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι για τον τρόπο κατανομής του βάρους μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους, οι αριθμοί στη λύση πρέπει να βγαίνουν με τρόπο αξιόπιστο. Έχοντας αναφέρει πιο πάνω ότι ακόμη και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη χωρίς να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό, ώστε να γίνει ο προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιος, θα πρέπει να είναι εμφανές ότι το σπρώξιμο του προϋπολογισμού προς ένα πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ θα έχει ακόμη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη. Βραχυπρόθεσμα, θα μειώσει τη ζήτηση –για το λόγο αυτό δεν θα προτείναμε σε καμία περίπτωση να αυξηθεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μέχρι να εδραιωθεί καλύτερα η ανάπτυξη. Μεσοπρόθεσμα, θα επιβαρύνει την ανάπτυξη καθυστερώντας την έναρξη της απαραίτητης υλοποίησης ενός προϋπολογισμού που είναι πιο φιλικός προς την ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό, μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση για πολύ ψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη. Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να σπρώξουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν.
Εν κατακλείδι, το ΔΝΤ δεν είναι αυτό που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, είτε τώρα, είτε σαν μέσο για να μειωθεί η ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση. Για να είμαστε πιο ευθείς, αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι αυτό επιμένει για λιτότητα όταν ζητάμε να δούμε τα μέτρα που απαιτούνται για να κάνουν τέτοιους στόχους αξιόπιστους”.
Τόμσεν: Εχθρικός στην ανάπτυξη ο προϋπολογισμός
Σε ξεχωριστό σημείωμα, ο Πολ Τόμσεν εξηγεί γιατί ο υφιστάμενος ελληνικός προϋπολογισμός είναι εχθρικός προς ανάπτυξη, ενώ τονίζει ότι πρωταρχικός στόχος του ΔΝΤ είναι να βοηθήσει την Ελλάδα να μπει πάλι σε βιώσιμη πορεία ανάπτυξης.
Παράλληλα, εξηγεί γιατί η επίλυση του προβλήματος του προϋπολογισμού απαιτεί φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις. Ο Τόμσεν τονίζει ότι η Ελλάδα έχει αυξήσει επανειλημμένα τους ήδη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, αντί να διευρύνει τη φορολογική της βάση, σε μία προσπάθεια να ενισχύσει τα έσοδά της. «Αυτό δεν έχει δουλέψει» τονίζει, κάνοντας αναφορά σε αυξανόμενη άρνηση από τους φορολογούμενους το 2014, η οποία ώθησε τις αρχές να καταφύγουν σε προγράμματα ρύθμισης δόσεων και αναβολής πληρωμών, παρόλο που η διαδεδομένη χρήση των ρυθμίσεων αυτών – η Ελλάδα διέθετε ένα εντυπωσιακό αριθμό 50 τέτοιων ρυθμίσεων αποκλειστικά στην περιοχή της κοινωνικής ασφάλισης για την περίοδο μετά το 2001- σημαίνει ότι αναπόφευκτα εκλαμβάνονται από τους φορολογούμενους ως de facto φορολογική συγχώρεση.
Αυτό, τονίζει, είναι εμφανές από την συσσώρευση των φορολογικών χρεών και των χρεών προς την κοινωνική ασφάλιση, τα οποία έχουν φτάσει τα 120 δισ. ευρώ. Εξηγώντας γιατί το Ταμείο θεωρεί ότι είναι μικρή η φορολογική βάση στην Ελλάδα, αναφέρει:
«Το υφιστάμενο καθεστώς στο φόρο εισοδήματος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Η Ελλάδα παρέχει μια εξαιρετικά γενναιόδωρη έκπτωση φόρου, η οποία επιτρέπει σε περισσότερο από το ήμισυ των μισθωτών να απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος. Στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αντιθέτως, είναι μόλις στο 5% και στο 6% (ο μέσος όρος για το υπόλοιπο της ζώνης του ευρώ είναι περίπου 8%). Σε ονομαστικούς όρους, το αφορολόγητο όριο των € 8.750 στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στη ζώνη του ευρώ, υψηλότερο από ό, τι στη Γερμανία, την Ιταλία ή την Ισπανία».
«Είναι βεβαίως αλήθεια ότι εκείνοι που κερδίζουν τα περισσότερα θα πρέπει να συμβάλλουν τα μέγιστα. Αλλά οι εξαιρετικά γενναιόδωρες εξαιρέσεις για τη μεσαία τάξη που ισχύουν στην Ελλάδα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επιχειρήματα σχετικά με την κοινωνική ισότητα και τη δικαιοσύνη. Οι μαζικές εξαιρέσεις δεν είναι κοινωνικά δίκαιες, δεδομένου ότι εμποδίζουν την Ελλάδα από το να συγκεντρώσει τα έσοδα που χρειάζεται να πληρώσει καλά στοχευμένες κοινωνικές παροχές ίδιες με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως τα επιδόματα πρόνοιας και ανεργίας», αναφέρει ακόμη.
Προτεραιότητα, τονίζει, πρέπει να είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με ταυτόχρονη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών. Ο Τόμσεν σημειώνει ακόμη ότι έχουν μειωθεί δραματικά οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες.
«Πράγματι, πιστεύουμε ότι αυτή η συμπίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί, όπως προκύπτει από τις καταγγελίες ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς σύριγγες, τα λεωφορεία ακινητοποιούνται από την έλλειψη ανταλλακτικών, κ.λπ. Υπό την οπτική αυτή, θεωρούμε ότι είναι ταυτόχρονα αβάσιμο και ανεπιθύμητο οι δαπάνες αυτές να μειωθούν κατά 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2018, όπως αναμένουν οι ελληνικές αρχές. Χωρίς εμφατικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα που θα δημιουργήσουν αποτελεσματικά κέρδη, το να στοχεύεις σε μια τέτοια περαιτέρω συμπίεση δαπανών συνεπάγεται ακόμη πιο σοβαρή δυσλειτουργία στην παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, κάτι το οποίο δεν είναι αξιόπιστο και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από μια συμφωνία με το ΔΝΤ», τονίζει.
Πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις
Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, ο Τόμσεν επισημαίνει ότι οι σχετικές δαπάνες παραμένουν δυσβάσταχτες και καλεί σε νέα μείωση. «Η Ελλάδα πληρώνει κατά μέσο όρο μια ονομαστική δημόσια σύνταξη παρόμοια με αυτή της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα», αναφέρει και επισημαίνει ότι δεν επαρκεί η πρόσφατη μεταρρύθμιση.
«Αν και η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει νέες προσπάθειες σε αυτόν τον τομέα, η πρόσφατη μεταρρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στη μείωση των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά περίπου 1% του ΑΕΠ, απέχει από το να είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει το μέγεθος του προβλήματος (ένα έλλειμμα σχεδόν 11%του ΑΕΠ)».
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα θα πρέπει να μειωθούν περαιτέρω οι τρέχουσες συντάξεις, αυξάνοντας παράλληλα τις δαπάνες προς ένα σύγχρονο και καλά στοχευμένο σύστημα πρόνοιας για την προστασία εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, τονίζει ο Τόμσεν.
iefimerida