Στὴ μνήμη τοῦ γενναίου προδρόμου τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα Ἀθανασίου Μπρούφα (1851-1896), μάστορα ἀπὸ τὰ Ἀηδόνια Γρεβενῶν*
Η ἀντίθεση ποὺ συνοδεύει καὶ σημαδεύει τὶς σχέσεις τῶν ὀρεινῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν, κυρίως τῶν κτηνοτρόφων τοῦ ὀρεινοῦ στεριανοῦ καὶ νησιωτικοῦ χώρου, μὲ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία εἶναι παλαιότατη καὶ συνακόλουθα μακρόχρονη. Ὀφείλεται ἀφενὸς στὴν πολεμικὴ παράδοση καὶ τὶς τάσεις ἐπικυριαρχίας τῶν πρώτων καὶ ἀφετέρου στὶς ἐγγενεῖς δυσκολίες, ἰδίως στὶς παραδοσιακὲς κοινωνίες, συνύπαρξης τῆς κτηνοτροφίας, προπαντὸς τῆς νομαδικῆς καὶ τῆς ἡμινομαδικῆς, μὲ τὴ γεωργία. Ἡ ἀντίθεση αὐτὴ ὁδήγησε στὴν ἐμφάνιση καὶ ἀνάπτυξη τῆς ζωοκλοπῆς καὶ τῆς ληστείας.1
Ἡ ζωκλοπὴ καὶ ἡ ληστεία2 ἀποτελοῦν δύο σχεδόν «θεσμοθετημένες», παράλληλες καὶ ἀλληλοσυμπλεκόμενες ἐκφράσεις3 τῆς ἀντιπαράθεσης τῶν
* Βλ. ἐνδεικτικὰ Γ. Λυριτζῆς, Ὁ Δυτικομακεδὼν ὁπλαρχηγὸς Ἀθανάσιος Μπρούφας, Κοζάνη 1965· Ἀλέξ. Ἀδαμίδης, Τὰ Ἀηδόνια καὶ τὸ Δασάκι νομοῦ Γρεβενῶν, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 55-71.
- Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ἀνταρσίας καὶ λαϊκὸς πολιτισμός, ἐκδ. Πλέθρον, Ἀθήνα 1987, σ. 71-107 («Κοινωνικὴ ληστεία καὶ ἀγρο-ποιμενικὸς πολιτισμὸς στὴν Ἑλλάδα», ἰδίως σ. 96 κ.ἑ.
- Γιὰ τὴ ληστεία στὴν εὐρύτερη περιοχὴ Γρεβενῶν βλ. Σέργιος Σιγάλας, μητροπ. Γρεβενῶν, Μιὰ ἄγνωστη πτυχὴ τῆς νεότερης ἱστορίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζάβορδας: Ἡ ληστεία τοῦ 1923, [Ἱερὰ Μητρόπολις Γρεβενῶν], Γρεβενὰ 2006, ἰδίως σ.11-16 («Ἡ ληστεία στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν»)· Ἀλέξ. Τζιόλας, Ὁρόσημα. Γεγονότα καὶ πρόσωπα στὰ Γρεβενὰ καὶ τὴ Δυτικὴ Μακεδονία, ἐκδ. Ζήτη, χ.τ. [2007], σ. 163-170· Εὐάγγ. Θ. Καραμανές, Ὀργάνωση τοῦ χώρου, τεχνικὲς καὶ τοπικὴ ταυτότητα στὰ Κοπατσαροχώρια τῶν Γρεβενῶν, ἐπιμ. Παν. Ι. Καμηλάκης, [Κέντρον Ἐρεύνης τῆς Ἑλλην. Λαογραφίας Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἀρ. 25], Ἀθήνα 2011, σ. 26, 166-169, 302, 336-337. Βλ. καὶ Στέργ. Ι. Πουρνά-ρας, Ἡ Βλαχομηλιὰ τῆς Πίνδου «Ἀμέρου». Ἱστορία-λαογραφία, ἀναφορὰ στοὺς Βλάχους,
Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους,
[Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών], Γρεβενά 2016
992___________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
ἀγροτοποιμενικῶν πληθυσμῶν στὴν ἑκάστοτε καθεστηκυΐα τάξη καὶ τὶς ἀγροτικές-γεωργικὲς κοινωνίες, ποὺ ὑποτάσσονται σὲ αὐτήν, ἐκδηλώσεις τῆς παράδοσης ἀνυποταγῆς τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἀνυποταγῆς ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἐξακολουθεῖ, σὲ ἕναν βαθμό, νὰ εἶναι ζωντανὴ στοὺς ἑλληνικοὺς ποιμενικοὺς πληθυσμούς. Τὴν ἀνυποταγὴ αὐτὴ ὀνομάζει ὁ Eric Hobsbawm «πρωτόγονη ἐπανάσταση».4
Ἡ ζωοκλοπή, ἡ ὁποία ‒ὅπως καὶ ἡ ληστεία, ποὺ ἀποτελεῖ πολὺ πιὸ βίαιη μορφὴ ἀντιπαράθεσης στὶς προβιομηχανικὲς κοινωνίες ἔχει ὡς γνωστὸν ἐκπέσει σήμερα στὴν κατηγορία τῶν ἐντελῶς ἔκνομων καὶ μάλιστα τῶν ἐγκληματικῶν ἐνεργειῶν ἤ, πάντως, στὶς δράσεις «τοῦ περιθωρίου», θεωρήθηκε στὸ παρελθὸν σχεδὸν κανονική «ἐπαγγελματική» ἀπασχόληση.5
[Πολιτιστικὸς Σύλλογος Μηλιᾶς], Θεσσαλονίκη 1987, σ. 58-60, 70-75. Ληστὲς εἶχαν ἀναδείξει ἀρκετὰ Κοπατσαροχώρια, ὅπως τὸ Πολυνέρι (Ψαλίδας, Ντρόγκουντας κ.ἄ.), τὸ Μέγαρο (βλ. Μακεδονικὰ 8 [1968] 284), οἱ Φιλιππαῖοι, ἡ Λάβδα κ.ἄ., Βλαχοχώρια, ὅπως ἡ Σαμαρίνα (Τζήμας κ.ἄ.) καὶ τὸ Περιβόλι. Βλ. γιὰ τὴ ληστεία στὴν περιοχὴ καὶ Θεόδ. Κ. Π. Σαράντης, Τὸ χωριὸ Περιβόλι Γρεβενῶν (Συμβολὴ στὴν ἱστορία τοῦ ἀρμα-τολικίου τῆς Πίνδου), Ἀθήνα 1977, σ. 57-58, 64-66, 73 σημ., 75, 76, 89, 90, 110, 112, 122. Γιὰ τούς «κλέφτες» (ληστὲς ἀλλὰ συχνὰ καὶ ζωοκλέφτες) τοῦ Πολυνερίου βλ. ΚΛ, χφ 4433, σ. 5-6 (Πολυνέρι Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Ι. Καμηλάκης, 1986), ὅπου ὁ κλέφτης θεωρεῖται ἐπάγγελμα, ὅπως ὁ μάστορας, ὁ κτηνοτρόφος κλπ., καὶ σημειώνεται ὅτι «κι οἱ ἴδιοι οἱ κτηνοτρόφοι ἔκλεβαν πολλὲς φορές».
- Στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν «οἱ ζωοκλέφτες συνεργάζονταν μὲ τοὺς ληστές. Πολλοὶ ζωοκλέφτες κατέληγαν νὰ γίνουν ληστές» (ΚΛ, χφ 4132, σ. 652: Σμίξη Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Ι. Καμηλάκης, 1979).
- Παν. Ι. Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις γιὰ τὴν ζωοκλοπὴ στὴν Κρήτη», Εὐ–τυχισμός: τιμὴ στὸν Ἐρατοσθένη Γ. Καψωμένο, ἐπιμ. Γεωργία Λαδογιάννη ‒ Ἀπ. Μπε-νάτσης ‒ Ἐλπινίκη Νικολουδάκη, [Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων], Ἰωάννινα 2010, σ. 243.
- Ἡ ἐνασχόληση κυρίως μὲ τὴ ληστεία θεωρήθηκε κατὰ τὴν προβιομηχανικὴ περίοδο καὶ ὣς τὸν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ἐπαγγελματικὴ ἀσχολία, ὅπως διαπιστώνεται σὲ παλαιότερα δημοσιεύματα, ἀλλὰ καὶ στὸν ἑλληνικὸ τύπο τῆς ἐποχῆς. Βλ. σχετικὰ ὅσα γράφει ὁ γνωστὸς Γερμανὸς γλωσσολόγος καὶ περιηγητὴς Gustav Weigand [1860-1930], Οἱ Ἀρωμοῦνοι (Βλάχοι), τ. 1: Ὁ χῶρος καὶ οἱ ἄνθρωποι, μτφ. Th. Kahl, προλεγ.-σχόλια Ἀχ Γ. Λαζάρου, ἐπιμ. Θεόδ. Α. Νημᾶς, ἐκδ. Ἀ/φοὶ Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 247-249. Πβ. τὴν ἀρχικὴ μετάφραση τοῦ ἔργου στὴν ἐφημ. Παλιγγενεσία, Ἀθήνα, ἔτ. ΛΔ΄ (1896), φ. 9/760, 2.2.1896, σ. 2. Γιὰ τὴν κατάταξη τοῦ ληστῆ-«καρατζῆ» μεταξὺ τῶν παραδοσιακῶν ἐπαγγελμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου βλ. Στέφ. Δ. Ἤμελλος ‒ Αἰκατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Παραδοσιακὸς ὑλικὸς βίος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ (Ἐρωτηματολόγιο), [Κέντρον Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν], Ἀθήνα, 1983, σ. 289.
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ___________________________ 993
Παρόμοια εὐνοϊκὴ ἀντιμετώπιση εἶχε στὶς παραδοσιακὲς κοινωνίες καὶ ἡ ἐπαιτεία.6
Ἡ ζωοκλοπή, ἰδιόμορφο καὶ σύνθετο πολιτισμικὸ φαινόμενο, παρουσιάστηκε καὶ διαδόθηκε ἰδιαίτερα στὴν Ἑλλάδα, στὴ Μ. Ἀσία καὶ τὰ Βαλκάνια ‒ καὶ γενικότερα σὲ περιοχὲς τῆς Μεσογείου. Στὸν ἑλληνικὸ μάλιστα κόσμο ἡ παρουσία της εἶναι μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς διαχρονικὴ ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ τουλάχιστον ἐποχὴ στὴν Ἀρχαιότητα, τὸ Βυζάντιο καὶ στὴ συνέχεια ὣς τὴν τουρκοκρατούμενη καὶ τὴ νεώτερη Ἑλλάδα. Ἡ ὁμηρικὴ φράση «ἐπι-δήμιοι ἁρπακτῆρες» (Ἰλιάδα Ω 253 κ.ἑ.), δηλ. ζωοκλέφτες ποὺ κλέβουν ἀπὸ τοὺς συντοπίτες τους («ἐπιδήμιους»), μᾶς ὁδηγεῖ στὴ ζωοκλοπὴ τῶν Ἑλλήνων τῶν ἀρχαϊκῶν τουλάχιστον χρόνων, ὁπότε ἡ πράξη αὐτὴ θεωρήθηκε ἀνέντιμη, μόνο ὅταν γινόταν μέσα στὴν κοινότητα, ὅπου ζοῦσαν καὶ οἱ ζωοκλέφτες. Ὅπως παρατηρεῖ στὰ σχετικὰ ὁμηρικὰ σχόλιά του ὁ Ι. Κακριδῆς, «ἂν κάποιος ἁρπάζει ζῶα ποὺ ἀνήκουν σὲ ξένες κοινότητες, τότε αὐτὸ εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη, ἀλλὰ διόλου ἀτιμωτικὴ ἀσχολία» καὶ συμπληρώνει τὸν σχολιασμό του στὴν παραπάνω φράση μὲ ἀναφορὰ στὰ νεοελληνικὰ δεδομένα κάνοντας λόγο γιὰ τούς «τίμιους κλέφτες» στ᾽ Ἀπεράθου (Ἀπείρανθο) τῆς ὀρεινῆς Νάξου, ποὺ δὲν κλέβουν ζῶα ἀπὸ τὸ χωριό τους, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ πεδινὰ κυρίως, χωριὰ τοῦ νησιοῦ, κάτι ποὺ εἶναι βέβαια πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ ἐπικίνδυνο. Ἀντιθέτως, ὅπως συμβαίνει ὄχι μόνο στὴ Νάξο, στὴν Κρήτη καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου (ὅπως στὴν Κωστάνα Θεσπρωτίας), ὅποιος κλέβει ζῶα στὸ χωριό του εἶναι κοινωνικὰ περιφρονημένος καί, ἂν συλληφθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κλεψιᾶς, τιμωρεῖται αὐστηρά.7
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ζωοκλοπῆς στὴ μεταβυζαντινή, τὴν τουρκοκρατούμενη καὶ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ὑπῆρξε μεγάλη, τόσο σὲ ἔνταση ὅσο καὶ σὲ εὐρύτατη γεωγραφικὴ ἐξάπλωση, ἰδίως σὲ ὀρεινὲς περιοχὲς τοῦ στεριανοῦ χώρου, ὅπως ἡ Δυτικὴ Μακεδονία καὶ οἱ γειτονικὲς Θεσσαλία καὶ Ἤπειρος, ποὺ ἀποτέλεσαν συγκοινωνοῦντα δοχεῖα μὲ αὐτή, τόσο γιὰ τὴ ζωοκλοπὴ ὅσο καὶ γιὰ τὴ ληστεία. Ἐπίσης, ἡ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ἡ Πελοπόννησος,
- Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», ὅ. π.
- Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», ὅ.π. Σχετικὴ μὲ τὴν κλεψιὰ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἄλλο τόπο εἶναι καὶ ἡ παροιμία: «Ὁ λύκος δὲν τρώει ποτὲ στὴ γειτονιά του» (Κέ-ντρον Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, στὸ ἑξῆς ΚΛ, χειρόγραφο (χφ) 4197, σ. 108: Ξηροκαρύταινα Γορτυνίας, συλλ. Γιῶργος Σιέττος, 1982).
994___________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
ἀλλὰ καὶ περιοχὲς τοῦ νησιωτικοῦ χώρου, ὅπως ἡ Κρήτη, ἡ Νάξος κ.ἄ.8 νησιά, ὑπῆρξαν τόποι, ὅπου τὸ φαινόμενο τῆς ζωοκλοπῆς εἶχε μακρόχρονη καὶ μεγάλη ἔξαρση.
Ἡ ζωοκλοπή, ἐνδιαφέρουσα πτυχὴ τοῦ νεοελληνικοῦ βίου τῶν ἀγροτικῶν καὶ κτηνοτροφικῶν περιοχῶν ἰδίως, ἔχει ποικίλες καὶ διάφορες παραμέτρους, ἱστορικές, λαογραφικές, κοινωνικές, νομικές, πολιτικές κ.ἄ. Ἐδῶ θὰ περιοριστοῦμε σὲ μιὰ σύντομη λαογραφικὴ κυρίως ἀναφορὰ στὴ ζωοκλοπὴ στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν (ἐπαρχία-νομό). Θὰ γίνουν καὶ ἐλάχιστες, λόγω τοῦ περιορισμένου χώρου τῶν πρακτικῶν, ἀντιπαραβολὲς μὲ ἀνάλογα φαινόμενα ζωοκλοπῆς στὴν ἄλλη Ἑλλάδα.
Οἱ μαρτυρίες σὲ ἱστορικὲς πηγὲς δὲν εἶναι γιὰ τὴν περιοχὴ Γρεβενῶν τόσο παλαιές, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου ἔχουμε ἀναφορὲς σὲ ζωοκλο-πὲς τουλάχιστον ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰώνα.9 Σημαντικὴ ἔμμεση πηγή, ὄχι μόνο γιὰ τὰ Γρεβενά, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὲς ἄλλες περιοχές, εἶναι οἱ ζωγραφικὲς παραστάσεις τιμωρίας ζωοκλεπτῶν σὲ μεταβυζαντινοὺς ἰδίως ναοὺς στὸ πλαίσιο τῆς εὐρύτερης εἰκονογραφικῆς σύνθεσης τῆς «Δευτέρας Παρουσίας», παραστάσεις ποὺ ἔχουν διδακτικὸ κυρίως χαρακτήρα γιὰ τὸ λαϊκὸ ἐκκλησίασμα, ὥστε νὰ ἀποφεύγει ὄχι μόνο τὶς θρησκευτικὲς παραβάσεις, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τῶν κανόνων κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς.10
Κατὰ τὸν 19ο αἰ. φαίνεται ὅτι ἡ ζωοκλοπὴ ἦταν ἰδιαίτερα διαδεδομένη στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν, ὅπως καὶ ἡ ληστεία.11 Οἱ μαρτυρίες ὅμως ποὺ ἔχουμε τόσο ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση τοῦ τόπου, καταγραμμένες στὴ διάρκεια ἐπιτόπιων ἐρευνῶν μας (λαογραφικῶν ἀποστολῶν) ἀπὸ τὸ 1979 κ.ἑ. σὲ χωριὰ τοῦ νομοῦ, ὅσο καὶ ἀπὸ γραπτὲς ἀναφορὲς ἰδίως στὸν τύπο, τὸν τοπι-
- Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», σ. 244-245.
- Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», σ. 245.
- Στὴ γειτονικὴ ἐπαρχία Βοΐου στὸν νάρθηκα Καθολικοῦ μονῆς καὶ στὴν παράσταση ἁπλοϊκῶν σκηνῶν τῆς Κολάσεως, μεταξὺ ἄλλων θεμάτων, εἰκονίζεται καὶ ὁ «γιδοκλέ-φτης» (Χρυσάνθη Τσιούμη, «Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Σπήλιου-Ἁγ. Ἠλία-Δαμασκηνιᾶς Βοΐου», Χρονικὰ τῆς Μακεδονικῆς Φιλεκπαιδευτικῆς Ἀδελφότητος (1871-1979), τ. Α΄, 1979, σ. 199).
- Στὸ Μιχ Α. Καλινδέρης, Σημειώματα ἱστορικά (ἐκ τῆς Δυτ. Μακεδονίας), Πτολεμαΐδα 1939, καὶ ὁ ἴδιος, Γραπτὰ μνημεῖα ἀπὸ τὴ Δυτ. Μακεδονία χρόνων Τουρκοκρατίας, Πτολεμαΐδα 1940, δὲν ὑπάρχουν ἰδιαίτερες ἀναφορές (σὲ ἐνθυμήσεις κλπ.) γιὰ περιστατικὰ ζωοκλοπῆς, ἀλλὰ μόνο ληστείας, ποὺ εἶναι βέβαια σοβαρότερη ἔκνομη ἐνέργεια καὶ γι᾿ αὐτὸ προκαλοῦσε ἰσχυρότερη ἐντύπωση μὲ ἀποτύπωση περιστατικῶν ληστείας τόσο στὴν προφορικὴ μνήμη, ὅσο καὶ σὲ γραπτὲς ἐνθυμήσεις, προσωπικὰ ἡμερολόγια κλπ.
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ___________________________ 995
κὸ προπαντὸς τῆς Δυτ. Μακεδονίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία, ἀναφέρονται κατὰ κύριο λόγο στὴν ἀνάπτυξη τοῦ φαινομένου τῆς ζωοκλοπῆς στὸν 20ὸ αἰ. καὶ μάλιστα στὸ πρῶτο ἥμισύ του.12 Ἔτσι, εἶναι μεγάλο τὸ πλῆθος τῶν δημοσιευμάτων (ἄρθρων, εἰδήσεων, ρεπορτὰζ κλπ.) τῶν δυτικομακεδονικῶν καὶ ὄχι μόνο ἐφημερίδων, ἰδίως τῆς περιόδου τοῦ Μεσοπολέμου, γιὰ τὴ ληστεία προπαντὸς καὶ λιγότερο γιὰ τὴ ζωοκλοπὴ στὰ Γρεβενά, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ Δυτ. Μακεδονία. Ἀπὸ τὰ δημοσιεύματα αὐτὰ διαπιστώνει κανεὶς ὅτι τόσο ἡ ζωοκλοπὴ ὅσο καὶ ἡ ληστεία εἶχαν γίνει ἐνδημικὲς στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Δυτ. Μακεδονίας.
Στὰ νεώτερα χρόνια, ἰδίως στὸν Μεσοπόλεμο, ὑπῆρχαν ζωοκλέφτες, λίγοι ἢ πολλοί, σὲ πολλὰ χωριὰ τῶν Γρεβενῶν.13 Ὅμως ὁρισμένες περιοχὲς τῆς τότε ἐπαρχίας Γρεβενῶν τοῦ νομοῦ Κοζάνης, ὅπως τὰ Χάσια,14 καὶ ὁρι-
- Αὐτὸ ὀφείλεται κυρίως στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχαν τοπικὲς ἐφημερίδες στὴν περιοχὴ τῆς Δυτ. Μακεδονίας κατὰ τὸν 19ο αἰ., γιὰ νὰ καταγράψουν περιστατικὰ τόσο ζωοκλοπῆς ὅσο καὶ ληστείας. Ἡ πρώτη ἐφημερίδα, ἡ Ἠχὼ τῆς Μακεδονίας, ἱδρύθηκε στὴν Κοζάνη μόλις τὸ 1914 μὲ πλῆθος εἰδήσεων καὶ ρεπορτάζ γιὰ τὴ ληστεία προπαντός. Ἐνδεικτικὰ παραπέμπουμε σὲ φύλλα τῆς Ἠχοῦς τῆς Μακεδονίας τῶν ἐτῶν 1916-1925 μὲ εἰδήσεις γιὰ περιστατικὰ ληστειῶν σὲ ὁλόκληρη τὴ Δυτ. Μακεδονία: φ. 156 (τοῦ 1916, γιὰ ληστεία στὸ Βόϊο), 365 καὶ 373 (τοῦ 1918, γιὰ τὸν φόνο τοῦ ληστῆ Νικ. Βήτ-του ἀπὸ τὸ Σπήλαιο Γρεβενῶν καὶ γιὰ ληστεία περιφ. Κοζάνης), 432 (1919, λ. Πτολε-μαΐδας), 500, 508 (1920, λ. Κοζάνης), 539, 550, 551, 554 καὶ 567 (1922, λ. Σερβίων, Βλάστης, Πτολεμαΐδας), 586, 604, 606 (1923, Σέρβια, Γρεβενά, Βόϊο), 614, 617, 629, 630 (1924, λ. Κοζάνης, Σερβίων), 682 (1925, Κοζάνη, ἐξόντωση ληστῶν Γιαγκούλα, Μπαμπάνη κ.ἄ.). Στὴν πόλη τῶν Γρεβενῶν ἡ πρώτη ἐφημερίδα ἐκδόθηκε μόλις τὸ
- Ὁ νομὸς Γρεβενῶν εἶναι ὀρεινὸς καὶ κατεξοχὴν γεωργοκτηνοτροφικός. Τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῶν ἀπασχολουμένων ἀνήκει ἀκόμη καὶ σήμερα στὸν πρωτογενῆ τομέα, ὁ ὁποῖος παράγει τουλάχιστον τὸ 30% τοῦ συνολικοῦ προϊόντος (Ἀντ. Ι. Πέτσας, «Τὰ Γρεβενά. Ἱστορία-τέχνη-πολιτισμός», Πρακτικὰ Συνεδρίου 2002 “Γρεβενά: Ἱστορία-τέχνη-πολιτισμός”, ἐπιμ. Μιλτ. Μ. Παπανικολάου, ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη ‒ Γρεβενὰ 2004, σ. 12-13). Τὸ ὀρεινὸ τοῦ ἐδάφους καὶ ὁ γεωργοκτηνοτροφικὸς χαρακτήρας τοῦ νομοῦ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ μεγάλη ἀπομόνωσή του καὶ τὴ φτώχεια τῶν κατοίκων του παλαιότερα (ὣς τὴ δεκαετία τοῦ 1960 τουλάχιστον) μποροῦν νὰ δικαιολογήσουν, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴ μεγάλη ἔξαρση τῆς ζωοκλοπῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ληστείας.
- Τὰ χωριὰ τῶν Χασίων (οἱ κάτοικοι Χασιῶτες) καταλαμβάνουν τὸ Ν.-ΝΑ. τμῆμα τοῦ νομοῦ Γρεβενῶν καὶ χωρίζονται ἀπὸ τὰ Κοπατσαροχώρια στὰ δυτικὰ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βενέτικο, ἐνῶ ἀνατολικὰ φθάνουν μέχρι τὴν ὀροσειρὰ τῶν Καμβουνίων. Στὰ βόρεια, ἀπὸ τὰ χωριὰ τῶν Βεντζίων τὰ Χάσια τὰ χωρίζει ὁ ποταμὸς Ἁλιάκμονας, ἐνῶ ἀπὸ τὰ χωριὰ τοῦ κάμπου τῶν Γρεβενῶν ὁ Βενέτικος. Γιὰ τὶς πολιτισμικὲς περιοχὲς καὶ τὶς ἀνθρωπογεωγραφικὲς ἑνότητες τῶν χωριῶν τοῦ ν. Γρεβενῶν βλ. ἐνδεικτικὰ Μιλτ. Παπανικολάου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπηση τῆς περιοχῆς Γρεβενῶν», Πρακτικὰ Α΄ Συνεδρίου
996_________________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
σμένα ἀπὸ τὴ μεγάλη συστάδα χωριῶν, ποὺ εἶναι γνωστὰ ὡς «Κοπατσαρο-χώρια»,15 ἰδίως τὸ Πολυνέρι16 καὶ σὲ μικρότερο βαθμὸ ἀρκετὰ ἄλλα,17 ὅπως
τῶν ἁπανταχοῦ Γρεβενιωτῶν, 7-8 Αὐγ. 1993, Γρεβενὰ 1994, σ. 220, καὶ κυρίως Β. Κ. Ἀναστασιάδης, «Οἱ Βαλαάδες καὶ οἱ Μικρασιάτες πρόσφυγες τοῦ ν. Γρεβενῶν», Πρακτικὰ Α΄ Συνεδρίου τῶν ἁπανταχοῦ Γρεβενιωτῶν, ὅ.π., σ. 435 κ.ἑ.· βλ. καὶ Ἀχ. Λαζάρου, «Ἐκδοχὲς ἐθνολογικῆς συνθέσεως νομοῦ Γρεβενῶν», στὸ ἴδιο, σ. 79-97 καὶ ἰδίως σ. 87-97. Ποικίλα λαογραφικὰ τῶν Χασίων (ἐπωδές, μύθους, σκώμματα, παραμύθια, παραδόσεις, δεισιδαίμονες καὶ μαντικὲς συνήθειες, ἔθιμα λαϊκῆς λατρείας, κάλαντα καὶ πολλὰ τραγούδια, παιδικὰ παιγνίδια, ὀνόματα μηνῶν κ.ἄ.) δημοσίευσε πρῶτος ὁ Δ. Λουκό-πουλος, «Σύμμεικτα λαογραφικὰ Μακεδονίας», Λαογραφία 6 (1917-1918) 99-168. Γενικά, τὰ Χάσια καὶ οἱ Χασιῶτες δὲν χαίρουν ἰδιαίτερης ἐκτίμησης ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἄλλων περιοχῶν τῆς Δυτ. Μακεδονίας, ὅπως διαπιστώνει κανείς, μεταξὺ ἄλλων, καὶ σὲ ἀποκριάτικο τραγούδι τῆς περιοχῆς (τοῦ Βοΐου ἰδίως), στὸ ὁποῖο νέα κόρη δὲν παντρεύτηκε κάποιον νέο ἀπὸ τὸ χωριό της, ὅπως ὄφειλε, ἀλλά «πάησε καὶ παντρεύτηκε στὰ ἔρημα τὰ Χάσια» (βλ. Φώτης Δ. Παπανικολάου, Λαογραφικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 109). Αὐτὸ πρέπει νὰ ὀφείλεται προπαντὸς στὴ φτώχεια, τὴν καθυστέρηση καὶ τὴν ἀπομόνωση, στὶς ὁποῖες ἦταν καταδικασμένα τὰ χωριὰ τῶν Χασίων μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγες δεκαετίες. Σύμφωνα μὲ ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν περιοχὴ Βοΐου, «οἱ Χασιῶτες, ὅταν βάπτιζαν τὰ παιδιά τους κι ἔκαμναν συμπόσιον, ἔλεγαν τὰς ἑξῆς εὐχάς: ʻεἰς ὑγείαν, νὰ μᾶς ζήσει και καπετάνιος νὰ γίνειʼ. Οἱ δὲ ἄλλοι ἀπεκρίνοντο: ʻἂς ζήσει κι ἂς γίνει και παπᾶςʼ, διότι τὸ καπεταν᾽λίκι τὸ εἶχαν πρῶτο καὶ τὸ παπαδιλίκι δεύτερο» (Κ. Ζησόπουλος, Ἀφηγηματικαὶ σημειώσεις. Ἱστορικά, ἀφηγήσεις, παραμύθια καὶ παροιμίες ἀπὸ τὴν Ἀνασελίτσα τοῦ 19ου αἰώνα, ἐπιμ. Ἀλέξ. Μπακαΐμης, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 192).
- Γιὰ τὰ Κοπατσαροχώρια γενικὰ βλ. Καραμανές, Ὀργάνωση τοῦ χώρου, τεχνικὲς καὶ τοπικὴ ταυτότητα στὰ Κοπατσαροχώρια τῶν Γρεβενῶν, ὅ.π. Στὸ τέλος (σ. 400-416) δημοσιεύεται καὶ πλούσια σχετικὴ βιβλιογραφία. Βλ. καὶ Γ. Π. Καραγιάννης, Κουπατσαρο-χώρια Γρεβενῶν, Βέροια 2014. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι οἱ Κοπατσαραῖοι δὲν ἔρχονταν σὲ ἐπι-μειξία μὲ τοὺς Χασιῶτες, οὔτε μὲ τοὺς πρόσφυγες ἀργότερα, ἀλλὰ μόνο, καὶ σὲ σπάνιες περιπτώσεις, μὲ τοὺς γείτονές τους Βλάχους (Γ. Δ. Μπατζῆς, Τὸ Δοτσικὸ Γρεβενῶν: ἱστορία-λαογραφία, Δοτσικὸ 1999, σ. 56, ὅπου σημειώνεται, σ. 56, 57, ὅτι οἱ Κοπατσαραῖοι ἀσκοῦσαν κυρίως τὰ ἐπαγγέλματα τοῦ κτηνοτρόφου, τὸ ὁποῖο συνδέεται μὲ τὴ ζωοκλοπή, τοῦ ἀγωγιάτη-«κιρατζῆ» καὶ λιγότερο τοῦ κτίστη, ξυλουργοῦ, ράπτη κλπ., καθὼς καὶ τοῦ γεωργοῦ). Καὶ ὁ Κ. Φαλτάϊτς, «Κοπατσάροι», Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία 14 (1930) 846, σημειώνει ὡς κύρια ἐπαγγέλματά τους αὐτὰ τοῦ κτηνοτρόφου, τοῦ ἀγωγιάτη καὶ λιγότερο τοῦ γεωργοῦ. – Ὁ Weigand, Οἱ Ἀρωμοῦνοι (Βλάχοι), τ. 1, σ. 169, σημ. 7, θεωρεῖ μετὰ βεβαιότητος, ὅπως καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς, ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ Κοπατσαροχώρια ἦταν παλαιότερα βλαχόφωνα. Καὶ αὐτό, ἐπειδὴ διατηροῦσαν στὴν ἐποχή του οἰκογενειακὲς καὶ ἄλλες σχέσεις μὲ τὰ Βλαχοχώρια τῶν Γρεβενῶν. Ὡς τέτοια παραδείγματα ἀναφέρει τὸ Βοδεντσικὸ (Πολυνέρι), τὴ Λάβδα, τὴ Λεπενίτσα (Περιβολάκι), τοὺς Σαργκαναίους (Πανόραμα), τὸ Κηπουριὸ κ. ἄ.
- Τὸ Πολυνέρι (τέως Βοδεντσικό) σὲ ὑψόμετρο 950 μ. εἶναι παλαιὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἀναγράφεται τὸ 1692 ὡς «Βοδινισκό», μεταξὺ ἄλλων χωριῶν τῆς «ἐπαρχίας τοῦ Γρεβε-νοῦ», στὸν κώδικα τῆς μονῆς τοῦ ὁσίου Νικάνορος (Ζάβορδας) Γρεβενῶν μὲ τὰ βαφτιστικὰ ὀνόματα ἕξι (6) κατοίκων του ‒ ἀφιερωτῶν στὴν α΄ γραφὴ τοῦ κώδικα καὶ δώδε-
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ________________________________ 997
ὁ Ζιάκας,18 τὸ Σπήλαιο19 καὶ οἱ Φιλιππαῖοι, εἶχαν μεγάλη ἐπίδοση στὴ ζωοκλοπὴ καὶ ἀντίστοιχη «φήμη» γιὰ τοὺς δραστήριους ζωοκλέφτες τους.
κα (12) ὀνόματα στὶς ἄλλες γραφές του (Καλινδέρης, Γραπτὰ μνημεῖα ἀπὸ τὴ Δυτ. Μακεδονία, σ. 61). Γιὰ τὸ Πολυνέρι βλ. Καραγιάννης, Κουπατσαροχώρια Γρεβενῶν, σ. 131-140, ὅπου καὶ γιὰ τὴν ἰδιαίτερη ἐπίδοση παλαιότερα τῶν κατοίκων στὴ ζωοκλο-πή. Βλ. καὶ ὅσα μὲ συντομία ἀναφέρει ὁ Χρ. Μ. Ἐνισλείδης, Ἡ Πίνδος καὶ τὰ χωριά της: Σπήλαιον-Γρεβενά-Σαμαρίνα, Ἀθήνα [1951], σ. 28. Ὡς κοινότητα Βοδεντσικοῦ ἀναγνωρίστηκε τὸ 1918 (διάταγμα τῆς 19.12.1918, ΦΕΚ 260/1918) καὶ μετονομάστηκε σὲ Πολυνέρι μὲ τὸ διάταγμα τῆς 20.1.1927 (ΦΕΚ 18/1927). Ὁ συνοικισμὸς Τούζι (σημ. Ἁλατόπετρα) ἀποσπάστηκε ἀπὸ τὴν κοινότητα Βοδεντσικοῦ καὶ ἀναγνωρίστηκε ὡς χωριστὴ κοινότητα μὲ τὸ διάταγμα τῆς 30.6.1920, ΦΕΚ 158/1920 (Ἀλεξ. Θ. Δρακάκης ‒ Στυλ. Ι. Κούνδουρος, Ἀρχεῖα περὶ τῆς συστάσεως καὶ ἐξελίξεως τῶν δήμων καὶ κοινοτήτων 1836-1939 καὶ τῆς διοικητικῆς διαιρέσεως τοῦ κράτους, τ. 2, Ἀθήνα, Μάρτιος 1940, σ. 528).
- Οἱ κάτοικοι τῆς γειτονικῆς στὸ Πολυνέρι Ἁλατόπετρας (τέως Τούζι) μᾶς ἀνέφεραν ὅτι «μὲ τοὺς Πολυνερίτες περνούσαμε καλὰ ἐμεῖς. Μᾶς ἔπαιρναν αὐτοὶ ἕνα μουλάρι, τοὺς παίρναμε κι ἐμεῖς ἄλλο» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 595). Ἁλατοπετρίτες κτηνοτρόφοι μᾶς ἐπεσήμαναν καὶ τὴ συνεργασία κτηνοτρόφων μὲ ζωοκλέφτες καὶ ληστὲς (στὸ ἴδιο, σ. 597). Ἡ Ἁλατόπετρα εἶχε κυρίως ἀλογοσύρτες καὶ λιγότερο κλέφτες μικρῶν ζώων. Φαίνεται ὅμως ὅτι τὸ Πολυνέρι εἶχε καὶ ἀλογοσύρτες περισσότερους σὲ σχέση μὲ τὰ γύρω χωριά (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 586-587). «Οἱ ἀλογοσύρτες ἤξεραν νὰ καλιγώνουν (πεταλώνουν) τὰ ζῶα οἱ ἴδιοι. Εἶχαν ἐργαλεῖα, τὴν τανάλια καὶ τὸν τσόκο, καὶ ἔβγαζαν τὰ πέταλα καὶ τὰ ἔβαζαν ἀνάποδα, καὶ τὰ μπρὸς καὶ τὰ πίσω. Βόδια δὲν ἔκλεβαν οἱ ἀλογοσύρτες …, ἔκλεβαν ἄλογα καὶ μουλάρια» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 589). Πάντως, οἱ Πολυνερίτες θεωροῦσαν ὅτι «οἱ Τουσιῶτες [Ἁλατοπετρίτες] εἶνι μόνο γιὰ ἀγρόγκορτσα κι πουλύ-πουλὺ γιὰ καμιὰ κότα. Ἂν μᾶς πιράσουν κι οἱ Τουσιῶτες στοὺ κλέψ᾽μου, νὰ πέσουμε κάτ᾽ ἀπ᾽ τοὺ Καστρί …» (Καραγιάννης, Κουπατσαροχώρια Γρεβενῶν, σ. 136).
- Ἐκτεταμένη ζωοκλοπὴ ὑπῆρχε καὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Ζιάκα μέχρι τὸ 1935-36 περίπου. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες, ποὺ συγκεντρώσαμε μὲ ἐπιτόπια ἔρευνα τὸ ἔτος 1979, «κλέβαν ὅ,τι ἔβρισκαν, ἔπαιρναν καὶ ἀνθρώπους σὰν σκλάβους καὶ ζητοῦσαν λύτρα, χρήματα ἢ τρόφιμα, ἐνδύματα κλπ. Οἱ ζωοκλέφτες κλέφταν μπλάρια, γιδοπρόβατα, κάθε ζῶο. Κλέβαν καὶ ἀπὸ τὰ σπίτια, ὅταν βρίσκαν εὐκαιρία» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π, σ. 9-10: Ζιάκας Γρεβενῶν).
- «Κατὰ καιροὺς ἔπρεπε νὰ κλέψουν [μερικοὶ Σπηλιῶτες] καμιὰ προβατίνα ἢ γίδα ἀπὸ τὰ κοπάδια τοῦ χωριοῦ μας [Μοναχιτίου]. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ τοὺς Λαβαν᾽τσιῶτες [κατοίκους Λαβανίτσας Γρεβενῶν], εἶχαν αὐτὸ τὸ χόμπυ. Ἀλλὰ ἂς μὴν ἐξαιρέσουμε καὶ τὸ χωριό μας …, εἶχε μερικοὺς μὲ αὐτὸ τὸ χόμπυ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ κοπάδια τοῦ χωριοῦ μας» (Γ. Σ. Δρίζης, Ἱστορία-μνημόνιο, παράδοση-λαογραφία, ἤθη καὶ ἔθιμα [Μοναχιτίου Γρεβενῶν], [Ἀλεξάνδρεια Ἠμαθίας 1991], σ. 193. Γιὰ τὸ Σπήλαιο βλ. Ἐνισλείδης, Ἡ Πίνδος καὶ τὰ χωριά της: Σπήλαιον-Γρεβενά-Σαμαρίνα, σ. 75-78, καθὼς καὶ τὴ μελέτη γιὰ τὴ μονὴ καὶ τὴν περιοχὴ Σπηλαίου τοῦ ἀρχαιολόγου Νικ. Χ. Κοτζιᾶ, «Σπίλο, Σπύ-λιο, Σπήλαιον, Πύλαιον καὶ ἡ ἐν αὐτῷ ἱ. μονή», Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίδα 1950-51, Ἀρχαιολογικὰ χρονικά, σ. 14-31.
998_________________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
Οἱ ζωοκλέφτες τῶν χωριῶν τῶν Χασίων στὰ Ν.-ΝΑ. τῶν Γρεβενῶν ἦταν ἰδιαίτερα ὀνομαστοὶ καὶ εὐρύτερα γνωστοὶ στὴ Δυτ. Μακεδονία καὶ Θεσσαλία καὶ προπαντὸς στοὺς ποιμενικοὺς πληθυσμούς τους. Σὲ δημοσιεύματα ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων τοῦ Μεσοπολέμου τὰ χωριὰ αὐτὰ χαρακτηρίζονται ὡς «κλεφτοχώρια» ἐξαιτίας τῆς μεγάλης ἐπίδοσης τότε τῶν Χασιω-τῶν στὴ ζωοκλοπή.20
Οἱ Χασιῶτες χρησιμοποιοῦσαν ποικίλους τρόπους ζωοκλοπῆς21 ὡς «ἀλογοσύρτες» (ὅπως ὀνομάζονται στὴν Κεντρικὴ καὶ Βόρεια Ἑλλάδα οἱ κλέφτες ἀλόγων, μουλαριῶν καὶ γαϊδουριῶν) καὶ ὡς κλέφτες αἰγοπροβάτων στὰ καθιερωμένα ἐπὶ αἰῶνες περάσματα22 τῶν κοπαδιῶν τῆς μακεδονικῆς
- Κ. Φαλτάϊτς, «Οἱ κλέφτες τῶν Γρεβενῶν», Οἰκογένεια, ἔτ. Γ΄(Ἀθήνα 1928-1929), φ. 11/ 17.3.1929, σ. 274. Στὸ ἴδιο περιοδικὸ ἔχει δημοσιεύσει ὁ Φαλτάϊτς ἄρθρα γιὰ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν ληστῶν, τὴν ἐνδυμασία τους, τὴ διατροφή, τὰ τραγούδια τους κ.ἄ. (βλ. Οἰκογένεια, ἀρ. 128-129, 131-134 κ.ἄ., τῶν ἐτῶν 1929-1930).
- Τὶς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Χασιῶτες ζωοκλέφτες «δὲν μποροῦσε εὔκολα νὰ τὶς συλλάβει ἀνθρώπινο μυαλό», ὅπως ἦταν π.χ τὸ καλλίγωμα μεταφορικοῦ ζώου, ἀλόγου κλπ., μὲ τὰ πέταλα ἀνάποδα (Ν. Ε. Μότσιος, Μιὰ ἀναδρομὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία δημιουργίας καὶ ἀνάπτυξης τοῦ χωριοῦ Δεσπότης (Σνίχοβο) Γρεβενῶν. Ἐθνικοὶ ἀγῶνες καὶ ἡ δραστήρια συμμετοχὴ τῶν Σνιχοβιτῶν, [Ἀθήνα], χ.χ, σ. 71). Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Χασιῶτες ζωοκλέφτες ἐκτὸς ἀπὸ ζῶα δὲν ἔκλεβαν, ὅπως ὁρισμένοι Κοπατσα-ραῖοι, ἀντικείμενα, σκεύη κλπ. ἀπὸ τὸ νοικοκυριὸ τοῦ σπιτιοῦ (Μότσιος, ὅ.π, σ. 71-72).
- Τέτοια σημαντικὰ περάσματα-διαβάσεις στὶς διαδρομὲς τῶν κοπαδιῶν ἀπὸ καὶ πρὸς τὰ χειμαδιὰ στὴ Θεσσαλία καὶ τὰ ξεκαλοκαιριὰ στὰ βουνὰ τῆς Δυτ. Μακεδονίας εἶναι τοῦ ποταμοῦ Βενέτικου, στὴ γέφυρά του, στὸν δρόμο πρὸς Καλαμπάκα, κοντὰ στὸ Ἐλευθε-ροχώρι Χασίων καὶ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Δεσκάτης στὸν δρόμο πρὸς τὰ χειμαδιὰ Ἐλασσόνας, Τυρνάβου κλπ., ἀπὸ ὅπου περνοῦσαν ὑποχρεωτικὰ ὅλα τὰ κοπάδια τῶν ἡμινομάδων κτηνοτρόφων τῆς μακεδονικῆς Πίνδου (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π, σ. 500: Σαμα-ρίνα Γρεβενῶν). Στὴν περιοχὴ Δεσκάτης παράλληλα μὲ τὴν Ποταμιὰ τοῦ Δασοχωρίου περνοῦσε καὶ ἡ λεγόμενη Βλαχόστρατα, τὴν ὁποία διέσχιζαν ἄνοιξη καὶ φθινόπωρο τὰ πολυάριθμα αὐτὰ κοπάδια τῶν Βλαχοφώνων προπαντὸς κτηνοτρόφων. Ἡ διακίνηση μεγάλων κοπαδιῶν στὰ περάσματα αὐτὰ ὁδηγοῦσε στὰ χρόνια ἰδίως τῆς Τουρκοκρατίας στὴ συγκέντρωση στὴν περιοχὴ ὄχι μόνο ζωοκλεφτῶν, ἀλλὰ καὶ ληστοσυμμορι-τῶν, κυρίως Ἀρβανιτῶν τότε, ποὺ ἔγιναν αἴτιοι σοβαρῶν ἐπεισοδίων σὲ βάρος καὶ τοῦ ντόπιου ἀγροτοποιμενικοῦ πληθυσμοῦ (βλ. καὶ Κ. Σπανός, Ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Δεσκάτης 1585-1914, Λάρισα 1991, σ. 13-14). Ἔτσι, ἀπὸ ἐνθυμήσεις τοῦ κώδικα τῆς μονῆς Παλαιοκαρυᾶς Χασίων πληροφορούμαστε: «Εν έτει 1711 έδωκεν τζερεμέν το μοναστήρι τον υιόν του Μερματζή καπετάν Χαλίλμπεην. Ηγου-μενεύων ο παπα-Γιάννης, παπα-Ιάκωβος. Και τον άλλο χρόνο [1712] μας επήραν οι Αρβανίτες έξη μουλάρια και εδώσαμεν τζερεμέ τον αδερφό του Κιμοτζάκη γρόσια 440 … Εν έτει 1715 εσκοτώθηκαν δύο Τούρκοι εις το μοναστήρι, Αρβανίτες, και έδωσαν κλόπα [οἰκονομικὴ ζημιά, ποινή, ἀπὸ τὸ σλαβ./βουλγ. globa: ποινή] γρόσια διακόσια και την άνοιξη επάτησαν το μοναστήρι κλέφτες Αρβανίτες, όπου έρχονταν από το
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ___________________________ 999
Πίνδου στὴ Δυτ. Μακεδονία ἀπὸ τὰ χωριὰ τῶν Χασίων κατὰ τὴ μετάβασή τους στὰ χειμαδιὰ τῆς Θεσσαλίας προπαντὸς ἢ κατὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὰ «ξεκαλοκαιριά», τὶς θερινὲς δηλ. βοσκὲς στὰ ὀρεινὰ τῆς Δυτ. Μακεδονίας.23 Ἰδιαίτερη ἐπίδοση εἶχαν οἱ Χασιῶτες στὴν κλοπὴ αἰγοπροβάτων ἀπὸ τὰ διερχόμενα ἀπὸ τὰ χωριά τους κοπάδια τῶν Βλάχων, Κοπατσαραίων κ.ἄ. κτηνοτρόφων τῆς μακεδονικῆς Πίνδου καὶ γενικὰ τῆς Δυτ. Μακεδονίας μὲ τὴ μέθοδο τῆς κατασκευῆς, στὰ πιὸ ἐπίκαιρα σημεῖα τῶν ποιμενικῶν διαβάσεων, γουρνῶν, μεγάλων λάκκων, δηλ. χαντακιῶν, τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ τὰ ἔσκαβαν, τὰ σκέπαζαν ἐπιδέξια μὲ κλαδιὰ βελανιδιᾶς κλπ. καὶ χόρτα, γιὰ νὰ μὴ φαίνονται καὶ γιὰ νὰ παρασύρουν μὲ τὰ χλωρὰ χόρτα καὶ κλαδιά (χλωρασιά) πρὸς τὰ ἐκεῖ τὰ ζῶα, ποὺ ἀνυποψίαστα, ὅπως καὶ οἱ κτηνοτρόφοι ποὺ τὰ συνόδευαν, ἔπεφταν μέσα στοὺς λάκκους καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν.24
Κουμ Παζάρι από τον Τούρναβο και επήραν από τους πατριώτες του μοναστηριού δεκατρία άλογα και ό,τι άλλο είχαν, όλα τα επήραν» (τὶς παραπάνω ἐνθυμήσεις δημοσίευσε ἀρχικὰ ὁ Δ. Λουκόπουλος, «Ἀπὸ ἕνα κώδικα διαλυμένου μοναστηριοῦ τοῦ Ὀλύ-μπου», Ἡμερολόγιον της Μεγάλης Ἑλλάδος, ἔτ. 1936, σ. 122 ἀρ. 6, σ. 121-122 ἀρ. 5, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖ ὁ Σπανός, Ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Δεσκάτης, σ. 31 ἀρ. 10, σ. 33 ἀρ. 15 καὶ ὁ ἴδιος, «Ἱστορικὰ τῆς Δεσκάτης καὶ τῆς περιοχῆς της», Πρακτικὰ Ἱστορικῆς καὶ Λαογραφικῆς Ἡμερίδας Δεσκάτης, 26 Ἀπρ. 1995, [Δῆμος Δεσκάτης – Ἐξωρ. Μορφωτ. Ὅμιλος Δεσκάτης], Δεσκάτη 1995, σ. 39-40). Οἱ συνεχεῖς τότε ἐπιδρομὲς Ἀλβανῶν ζωοκλεφτῶν καὶ ληστῶν στὴν περιοχὴ τῆς Δεσκάτης εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐξαθλίωση τῶν κατοίκων καὶ τὴ μεταβολή τους σὲ πάμπτωχους καὶ δυστυχεῖς χωρικούς. Γι᾿ αὐτὸ οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν τοὺς ἀποκαλοῦσαν «ζαβέλια» (λ. τουρκικὴ zavall ı, ποὺ σημαίνει τὸν πολὺ ταλαιπωρημένο, τὸν δυστυχῆ) (Σπανός, «Ἱστορικὰ τῆς Δεσκάτης καὶ τῆς περιοχῆς της», σ. 40). Γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ κάτοικοι τῶν οἰκισμῶν τῆς Δασοχωρίτικης ποταμιᾶς ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή, σταδιακὰ τοὺς ἐγκατέλειψαν καὶ λίγοι-λίγοι ἐγκαταστάθηκαν στὴ διάρκεια τοῦ 18ου αἰ. στὴν ἀπόμερη τότε Δεσκάτη. Τότε τουλάχιστον ἕξι οἰκισμοὶ ἐρημώθηκαν (Σπανός, ὅ.π, σ. 40-41. Βλ. καὶ Β. Κ. Σπανός, «Διαλυμένοι οἰκισμοὶ στὴν περιοχὴ τῆς Δεσκάτης», Πρακτικὰ Συνεδρίου 2002 ʻΓρεβενά: Ἱστορία-τέχνη-πολιτισμόςʼ, ὅ.π., σ. 322-333, ἰδίως σ. 327. Πβ. Δ. Τσιπλακούλης, «Τὸ δρώμενο τοῦ ξεπροβοδίσματος τῆς Πασχαλιᾶς στὴ Δεσκάτη: ὁ τρίπατος χορός ʻἈντρομάναʼ», Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο 28 [1995] 157). – Ἡ ἀνασφάλεια στὰ Χάσια ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία εἶχε ὁδηγήσει ἀρκετοὺς στὸν κλεφταρ-ματολικὸ βίο, ποὺ ἔκανε γνωστὴ εὐρύτερα τὴν περιοχὴ μέσω τῶν κλέφτικων τραγουδιῶν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὰ νεώτερα χρόνια οἱ Χασιῶτες, τολμηροὶ καὶ γενναῖοι, «ἐνῶ ἀρο-τριῶσι τοὺς γηλόφους, ἀναρτῶσιν ἐκ τῶν παρακειμένων δένδρων τὰ ὅπλα αὐτῶν» (Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Βόλος 21894, Λάρισα 31995, σ. 186 [Ἀθήνα 11880]).
- Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», σ. 244.
- ΚΛ, χφ 4433, σ. 340 (Πολυνέρι, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986), ὅπου τονίζεται ὅτι μὲ τὸ Ἀντάρτικο στὴν Κατοχὴ σταμάτησαν καὶ οἱ Χασιῶτες νὰ κλέβουν σφαχτὰ μὲ τὸν συνήθη τρόπο τους, στὶς γοῦρνες. Γιὰ τὶς γοῦρνες βλ. καὶ Μότσιος, Μιὰ ἀναδρομὴ στὴν
1000__________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
Ἔτσι, ἀπὸ κάθε κοπάδι ἔστω καὶ λίγα ζῶα θὰ ἔπεφταν σὲ τέτοιους λάκκους, ὁπότε μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του, κατὰ τὴ συνέχιση τοῦ ταξιδιοῦ του, πήγαιναν οἱ ζωοκλέφτες καὶ ἔπαιρναν τὰ παγιδευμένα ζῶα, ποὺ συνήθως δὲν βέλαζαν, ἰδίως τὰ πρόβατα, καὶ ἔτσι δὲν γίνονταν ἀντιληπτὰ ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς ποὺ τὰ συνόδευαν.
Τὴν ἴδια μέθοδο χρησιμοποιοῦσαν, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Χασιῶτες, καὶ ἄλλοι συστηματικοὶ ζωοκλέφτες, ὅπως στήν «Ξηροκρανιά» (Κρανιὰ Ἐλασσόνας)25 μὲ μεγάλη ἐπίδοση ὣς σήμερα στὴν κτηνοτροφία, ὅπου ὑπῆρχαν καὶ πολλοὶ καὶ λίαν ἐπιτήδειοι ζωοκλέφτες, τοὺς ὁποίους οἱ Πολυνερίτες ζωοκλέφτες θεωροῦσαν πολυαριθμότερους καὶ πιὸ ἐπιτήδειους ἀπὸ τοὺς ἴδιους.26 Στὶς διηγήσεις τους ἄλλωστε οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν τῶν Γρεβενῶν μὲ μεγάλη ἐπίδοση παλαιότερα στὴν ζωοκλοπή, ὅπως τοῦ Πολυνερίου, συχνὰ ἀναφέρονται στοὺς ζωοκλέφτες τῆς Κρανιᾶς, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν συγκρούσεις ὡς διερχόμενοι κτηνοτρόφοι ἢ ὡς ζωοκλέφτες. Διότι πολλὲς
ἱστορικὴ πορεία δημιουργίας καὶ ἀνάπτυξης τοῦ χωριοῦ Δεσπότης, σ. 71. – Οἱ Χασιῶτες στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας προπαντὸς γίνονταν ὄχι σπάνια καὶ οἱ ἴδιοι θύματα ξένων ζωοκλεπτῶν, ἰδίως τῶν Τουρκαλβανῶν, οἱ ὁποῖοι διέρχονταν συχνὰ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Ἔτσι ὅ,τι δὲν ἅρπαξε ὁ Σιλιχτάρ Μπότα, ποὺ κυνηγοῦσε τοὺς κλέφτες στὰ Χάσια τὸ 1825, τὸ ἀποτελείωσε τὸ 1826 ὁ Ἀλμὰζ μπέης ἀπὸ τὰ Τρίκαλα, ποὺ πῆρε ὅσα ζῶα μποροῦσε καὶ ἔφυγε. Ὁ ἐνθυμησιογράφος τῆς μονῆς Παλαιοκαρυᾶς Χασίων ἀπαθανάτισε ὡς ἑξῆς τὶς ζημιὲς τῆς μονῆς του: «Εν έτει 1825 … είχαμε έναν μπουλού-μπαση, όπου επερπατούσε εις τα Χάσια Κόλι απὸ τον Σιλιχτάρη. Και μας επήραν ένα μουλάρι και ένα φορτίο βούτυρο τζερεμὲ απὸ δίχως τίποτα και πάισε. Και την άνοιξη πάλι μας επήρε 40 γίδες με τα κατσίκια ο Αλμάζμπεης απὸ τα Τρίκαλα, τζερεμὲ άδικα των αδίκων …» (Λουκόπουλος, «Ἀπὸ ἕνα κώδικα διαλυμένου μοναστηριοῦ τοῦ Ὀλύ-μπου», σ. 133, ἀρ. 39· Σπανός Ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Δεσκάτης, σ. 15-16, 66-67 ἀρ. 114· ὁ ἴδιος, «Ἱστορικὰ τῆς Δεσκάτης καὶ τῆς περιοχῆς της», σ. 45-46). ‒ Τὸ 1844 ὁ Ἀμπὰζ ἀγᾶς Λαλιώτης ἐπῆγε στὴ μονὴ Παλαιοκαρυᾶς καὶ «εγύμνω-σεν ολουνούς από γελάδια και φοράδια, μελίσσια όλα τους τα επήρεν …» (Λουκόπουλος, «Ἀπὸ ἕνα κώδικα διαλυμένου μοναστηριοῦ τοῦ Ὀλύμπου», σ. 135, ἀρ. 42 καὶ Σπανός Ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Δεσκάτης, σ. 73-74, ἀρ. 130).
- Γιὰ τὴν Κρανιὰ Ἐλασσόνας, γνωστὴ καὶ ὡς Ξηροκρανιά, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὰ ἄλλα ὁμώνυμά της χωριὰ στὴ Θεσσαλία (Ἀσπροποτάμου Τρικάλων, Καρδίτσας, Ὀλύμπου Λάρισας) καὶ τὴ Μακεδονία (Κρανιὰ Γρεβενῶν ἢ Τούργια Κρανιά, κ.ἄ.), βλ. τὸ ὀγκῶδες (774 σελ.) βιβλίο τοῦ Ἐλευθ. Εὐαγγ. Λάλου, Κρανιὰ Ἐλασσόνας: ἱστορία-λαογρα-φία, Θεσσαλονίκη 1985, ὅπου ὅμως δὲν γίνεται ἀναφορὰ στὴ ζωοκλοπὴ καὶ τοὺς ζωοκλέφτες τῆς περιοχῆς, ἀλλὰ μόνο σύντομη μνεία (σ. 84) τῶν δεινοπαθημάτων τῶν κατοίκων, γεωργῶν καὶ κτηνοτρόφων στὸ μεγαλύτερο μέρος τους, ἀπὸ τὶς ληστοσυμμο-ρίες, οἱ ὁποῖες συχνὰ λυμαίνονταν ἄλλοτε καὶ τὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ἐλασσόνας.
- ΚΛ, χφ 4433, σ. 275 (Πολυνέρι Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ__________________________ 1001
φορὲς τὰ κοπάδια τοῦ Πολυνερίου κ. ἄ. χωριῶν τῶν Γρεβενῶν περνοῦσαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Κρανιᾶς, τὴν ὁποία ὅμως συχνὰ προσπαθοῦσαν νὰ ἀποφύγουν μὲ τὰ κοπάδια τους,27 γνωρίζοντας τὴν ἐπιτηδειότητα τῶν Κρα-νιωτῶν ζωοκλεπτῶν.
Μεγάλη ἦταν ἡ ἔνταση τῆς ζωοκλοπῆς μεταξὺ τῶν κατοίκων καὶ στὰ λεγόμενα Κοπατσαροχώρια28 τῶν Γρεβενῶν, ἰδίως στὰ περισσότερο κτηνοτροφικά, ὅπως τὸ Πολυνέρι,29 ποὺ προαναφέρθηκε, καὶ σὲ ἄλλα γειτονικὰ30 μέχρι τὸν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο καὶ τὴν Κατοχή.31
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 341: «Τὰ μάσαμε τότε [τὸ 1940, τὸ κοπάδι μὲ ζυγούρια] γιὰ κάτ᾽ [Θεσσαλία], γιὰ τ᾽ Ἁγιονέρ᾽ [Ἐλασσόνας] καὶ πήγαμε ὄχι ἀπ᾽ τὴν Κρανιά [Ἐλασσόνας], γιατὶ φοβήθ᾽καμε νὰ μὴ μᾶς τὰ κλέψουν ἐκεῖ μ᾽ αυτὸν τὸν τρόπο [μὲ τὶς γοῦρνες-χαντάκια]». Βλ. καὶ στὸ ἴδιο, σ. 342-344, γιὰ πάθημα τῶν παραπάνω Πολυνεριτῶν κτη-ντρόφων, πού, ἐνῶ ἀπέφυγαν τὴν Κρανιά, ὅταν εἶχαν σταματήσει γιὰ διανυκτέρευση μὲ τὸ κοπάδι τους στὴ μονὴ Παλαιοκαρυᾶς Χασίων, κατευθυνόμενοι στὰ χειμαδιὰ τῆς Ἐλασσόνας, Κρανιῶτες ζωοκλέφτες τοὺς ἔκλεψαν μία γίδα μὲ τέσσερα ζυγούρια. Οἱ Κοπατσαραῖοι θεωροῦσαν ὅτι οἱ Κρανιῶτες δὲν μποροῦσαν «νὰ τοὺς πάρουν ζῶα ἀπὸ τὰ κοπάδια μὲ τὸ ζόρι, μόνο μὲ κρυφὸ τρόπο. Ἀπὸ τσοὶ Βλάχοι ἔκλεβαν καμιὰ φορὰ ζῶα οἱ Κρανιῶτες καὶ μὲ τὸ ζόρι … Οἱ Βλάχοι δὲν ἦταν ζόρικοι, ὅπως ἐμεῖς ἐδῶ οἱ Κοπατσαραῖοι. Ἐμεῖς δὲ λογαριάζαμε … Ὕστερα ἤμασταν κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κλέφτες (ζωοκλέφτες). Ξέραμε τὰ κόλπα … Τραβούσαμε ὅλοι μαχαίρια. Ὅλοι οἱ Κοπατσαραῖοι κτηνοτρόφοι εἴχαμε μαχαίρια … Εἶχαν κι οἱ Κρανιῶτες μαχαίρια. Εἴχαμε καὶ πιστόλια, ὅπλα. Τὰ εἴχαμε παράνομα. Εἴχαμε ὅπλα ὀπισθογεμῆ» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 344-345).
- Ὅπως σημειώνει καὶ ὁ Καραμανές, Ὀργάνωση τοῦ χώρου, τεχνικὲς καὶ τοπικὴ ταυτότητα στὰ Κοπατσαροχώρια τῶν Γρεβενῶν, σ. 336, ἡ ζωοκλοπὴ ἀποτελοῦσε συνηθισμένη, σχεδὸν καθημερινή, πρακτικὴ στὰ Κοπατσαροχώρια, ἀποβλέποντας καταρχὰς στὴν ἄμεση κατανάλωση τοῦ κρέατος τῶν κλοπιμαίων ζώων.
- Ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Καραμανές, Ὀργάνωση τοῦ χώρου, τεχνικὲς καὶ τοπικὴ ταυτότητα στὰ Κοπατσαροχώρια τῶν Γρεβενῶν, σ. 336-337, οἱ ζωοκλέφτες τοῦ Πολυνερίου ἀποτελοῦσαν ἕνα ἰδιαίτερο φαινόμενο. Ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλα ζώα, ὄχι σπάνια, ἔκλεβαν ὁλόκληρα κοπάδια αἰγοπροβάτων. «Τοὺς Πολυνερίτες τὰ ἄλλα χωριὰ τοὺς ἔλεγαν κα-τσικοκλέφτες. Κλέβαν ἐδῶ ὅλα τὰ χωριά, ἀλλ᾽ αὐτοὶ ξέρανε καὶ νὰ κλέψουν, ἀλλὰ καὶ νὰ κρύψουν [τὰ κλοπιμαῖα]. Δὲν τοὺς ἔπιαναν ποτὲ τὰ ἀποσπάσματα. Στὸν Σταθμὸ Χωροφυλακῆς Πολυνερίου ὑπῆρχε [προπολεμικά] ἀπόσπασμα [γιὰ τὴν καταδίωξη τῶν ζωοκλεπτῶν κλπ.] … Ἔκλεβαν παλιὰ οἱ Πολυνερίτες ὅ,τ᾽ βροῦν» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 536-537: Πολυνέρι). Γενικά, οἱ ζωοκλέφτες τῆς περιοχῆς Γρεβενῶν ἔκλεβαν καὶ εἴδη διατροφῆς, πατάτες, σταφύλια, κρεμμύδια κλπ. (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 167: Σπήλαιο Γρεβενῶν). Στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν, ἂν κάποιος ἦταν μανιακὸς κλέφτης, ἔλεγαν παροι-μιωδῶς ὅτι «αὐτὸς κλέβει σὰν Πολυνερίτης» (Καραγιάννης, Κουπατσαροχώρια Γρεβενῶν, σ. 137).
- Στὰ Μαστοροχώρια τῶν Γρεβενῶν, στὰ ΒΔ τοῦ νομοῦ, τὰ παλαιότερα χρόνια μέχρι τὸ 1930-35, ποὺ δροῦσαν πολλοὶ ζωοκλέφτες, ἰδίως Κοπατσαραῖοι, στὴν περιοχή «δὲν τολμοῦσαν νὰ ἀφήσουν τὰ ζῶα μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τὴ νύχτα. Γι᾽ αὐτὸ οἱ στάβλοι ἦσαν στὸ σπίτι καὶ μάλιστα στὸ κατώι» (ΚΛ, χφ 4132, σ. 814: Δασύλλιο Γρεβενῶν, συλλ.
1002________________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ πλουσιότατο λαογραφικὸ ὑλικὸ ποὺ καταγράψαμε στὸ Πολυνέρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1986, ὅπου οἱ πληροφορητὲς μιλοῦσαν πλέον μὲ ἄνεση καὶ χωρὶς φόβο γιὰ τὴ ζωοκλοπὴ καὶ τὰ κατορθώματα τῶν συγχωριανῶν τους ζωοκλεφτῶν, ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζοῦσαν ἀκόμη τότε.32
Στὸ κλέψιμο [ζώων κυρίως] τὸ Πολυνέρι ἦταν τὸ πρῶτο χωριό. Ἅμα δὲν ἔκλεβες, δὲν παντρεύουσαν. Κλέβαμε, ἐπειδὴ εἶναι ὀρεινὸ καὶ φτωχὸ τὸ χωριό, ἀπὸ ἀνέχεια δηλαδή. Εἶναι παλιὰ παράδοση ἡ ζωοκλοπὴ στὸ χωριό. Ἀλλὰ τώρα, ἅμα θέλεις, πᾶμε νὰ μποῦμε σ᾽ ὅποιο στάβλο, νὰ δεῖς. Κανένας δὲν ἔχει κλειδαριά! … Δὲν κλέβει πιὰ κανένας … Παλιότερα ποὺ κλέβανε, ἔκλεβε καὶ ὁ ἕνας χωριανὸς ἕναν ἄλλο χωριανό, ἀλλὰ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔκλεβαν ἀπὸ μακρινὰ χωριά … Τοὺς λέγαμε κλέφτες [ἐνν. ζωοκλέφτες]. Ἀλλὰ ὑπῆρχαν καὶ οἱ πραγματικοὶ κλέφτες [ἐνν. ληστές, ποὺ συνήθως τοὺς ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς ζωοκλέφτες μὲ τὴ λέξη «καπεταναραῖοι»], ὅπως ὁ Γκασαβέλης, ὁ Τζόλας, ὁ Τσιντάρης, ὁ Ψαλίδας κ. ἄ. Δὲν ἤξεραν χωριὸ αὐτοὶ [δηλ. λήστευαν ἀδιακρίτως] … Καλίγωναν [ἐνν. οἱ ἀλογοσύρτες-ζωοκλέφτες τοῦ Πολυνερίου] τὰ ζῶα ἀνάποδα [ἐνν. αὐτὰ ποὺ ἔκλεβαν, γιὰ νὰ μὴ μπορέσουν νὰ τὰ πιάσουν νὰ τὰ ἀνακαλύψουν οἱ ἰδιοκτῆτες τους, ποὺ], δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τόν «ντορό» [ἐνν. τὸ ἴχνος τῶν πατημάτων] τῶν ζώων … Οἱ κλέφτες ἐδῶ κλέβαν ζῶα [ἰδίως μεγάλα-φορτηγὰ ζῶα], ἀλλὰ πιάναν καὶ
Παν. Καμηλάκης, 1979). Στὸ Δασύλλιο κ.ἀ. «ἔκαναν ἀφορισμὸ γιὰ τοὺς ζωοκλέφτες, ποὺ ἔκαναν μεγάλες κλοπές» εἰς βάρος τῶν Δασυλλιωτῶν (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 405: Δασύλλιο). Ἂς σημειωθεῖ ὅτι καὶ φόνοι καὶ ἄλλα ἐγκλήματα εἶχαν συμβεῖ ἐξαιτίας τῆς ζωοκλοπῆς. Ἐπίσης, στὴν Τουρκοκρατία κλεφταρματολοὶ ποὺ ἔβγαιναν στὰ βουνὰ κατὰ τῶν Τούρκων, ὄπως καὶ ληστὲς ἀργότερα, ἀναγκάζονταν νὰ κλέψουν καὶ ζῶα γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 167: Σπήλαιο).
- Μόλις ἐμφανίστηκε τὸ ἀντάρτικο κατὰ τὴν Κατοχή, ἡ ζωοκλοπὴ περιορίστηκε δραστικά, οὐσιαστικὰ σταμάτησε στὴν περιοχή, ὅπως καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ Δυτ. Μακεδονία: «Τοὺς κλέφτες τοὺς ἔστηναν στὰ ἕξη μέτρα οἱ ἀντάρτες καί, ντάν, τοὺς σκότωναν. Ἀπὸ τὸ 1942 ἄρχισε τὸ κυνήγι τῆς ζωοκλοπῆς κλπ. ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες καὶ οἱ ἐκτελέσεις τῶν ζωοκλεφτῶν κι ἔτσι κόπηκε σιγά-σιγὰ τὸ κλέψιμο. Οἱ ἀντάρτες ἔκαναν μιὰ ἀνάκριση καὶ μετὰ ἐκτελοῦσαν τὸν κλέφτη. Ἔτσι, μὲ τὸν φόβο τῆς ἐκτελέσεως, ἀφοῦ σκότωσαν μερικοὺς κλέφτες, οἱ ὑπόλοιποι μαζεύτηκαν καὶ σταμάτησαν σύντομα τὶς κλοπές. Τώρα καὶ ἀρκετὰ χρόνια, μεταπολεμικά, δὲν ὑπάρχει καθόλου ζωοκλοπὴ κλπ. ἐδῶ στὸ Πολυνέρι καὶ τὰ ἄλλα Κοπατσαροχώρια, οὔτε στὰ γειτονικὰ Βλαχοχώρια τῶν Γρεβενῶν. Τὸ καλοκαίρι βοσκοῦν καὶ μόναχα τὰ κοπάδια ἐδῶ, χωρὶς τὸν βοσκό. Τ᾽ ἄλλα τὰ χρόνια, πρὶν τὸν πόλεμο τοῦ 1940, τὰ φύλαγες τὰ πρόβατα καὶ μὲ τὸ ὅπλο ἀκόμη καὶ πάλι σοῦ τὄπαιρναν τὸ ζῶο δίχως νὰ τὸ καταλάβεις», ὅπως μᾶς ἐξομολογήθηκε παλαιὸς Πολυνε-ρίτης (ΚΛ, χφ 4433, σ. 267-269: Πολυνέρι Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 315-316, 318-320, 321 (Πολυνέρι, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ________________________________ 1003
πλούσιους τσελνικάδες. [Συνήθως ὅμως] οἱ κλέφτες ποὺ ἔκλεβαν ζῶα, δὲν λήστευαν ἀνθρώπους κι αὐτοὶ πάλι ποὺ λήστευαν, δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ κλέψιμο ζώων [ζωοκλοπή]. Κάθε εἶδος κλεφτῶν εἶχε τὴν εἰδικότητά του.
Οἱ ἀλογοσύρτες τὰ ζῶα τὰ πουλοῦσαν ἢ τὰ ἀντάλλασσαν στὴν Ἀλβανία (ὄχι τὰ μικρὰ ζῶα). Μέχρι τὴν Πελοπόννησο πήγαιναν καὶ τὰ πουλοῦσαν. Στὰ παζάρια συνήθως δὲν ἔβγαιναν οἱ κλέφτες νὰ πουλήσουν ζῶα· ἦταν ἐπικίνδυνο νὰ τὸ κάμουν οἱ ἴδιοι.33
Μόνο μποροῦσαν νὰ τὰ δώσουν τὰ ζῶα σὲ ἄλλους [τρίτους], ποὺ τὰ ἔβγαζαν αὐτοὶ στὸ παζάρ᾽. Ἔφκιαναν ψεύτικα χαρτιὰ γι᾽ αὐτὰ τὰ ζῶα … οἱ κλέφτες … Εἶχαν «δική» τους σφραγίδα τῆς κοινότητας κι ἔφκιαναν ψεύτικα πιστοποιητικὰ κυριότητος τῶν ζώων, πλαστά … Καὶ πρὸς τὴ Θεσσαλία τὰ πήγαιναν καὶ τὰ πουλοῦσαν, ἀφοῦ ξεχείμαζαν ἐκεῖ … Κλέβαν καμιὰ φορὰ πρόβατα πολλὰ μαζί, κοπάδια, 30 ἀπὸ ἐδῶ, 30-50 ἀπὸ ᾽κεῖ, ποὺ τὰ πήγαιναν καὶ τὰ πουλοῦσαν ἀλλοῦ μὲ μεσάζοντες. Καμιὰ φορὰ κρατοῦσαν πρόβατα ἀπὸ τὰ κλεμμένα, γιὰ νὰ κάμουν δικό τους κοπάδι … [Ἂν ἔκλεβαν πολλὰ πρόβατα μαζεμένα] τὰ πή-γιαναν ἀπάν᾽ κατὰ τὴ Γράμμουστα. Τὰ ἔδουναν, ἔβγαζαν ἄλλα οἱ Ἀρβανίτες ἀπὸ ᾽κεῖ [κλεμμένα ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ἀλβανία] καὶ τ᾽ ἀντάλλασσαν καὶ φαίνονταν σὰν ἀγοραστὲς ὕστερα. Δὲν τσ᾽ ἔπιανε κανένας, ντίπ. … Δὲν ἔμπαιναν οἱ δικοί μας στὴν Ἀλβανία, συνήθως τὰ ἔφερναν οἱ Ἀρβανίτες [στὸ ἑλλην. ἔδαφος, στὴ Γράμμουστα Καστοριᾶς] … Αὐτὴ ἡ συνεργασία στὴ ζωοκλοπὴ μεταξὺ ζωοκλεπτῶν τῆς περιφέρειας Γρεβενῶν κλπ. καὶ τῆς περιοχῆς Ἀργυροκάστρου [Ἑλλήνων Βορειοηπειρωτῶν, ὄχι Τουρκαλβανῶν κλπ.] γινόταν μέχρι τὸ 1940 καὶ τὴν Κατοχή. Μετά, μὲ τὸ Ἀντάρτικο, σταμάτησε ἡ ζωοκλοπή, κόπ᾽καν ὅλα, ʻβοσκοῦσε ὁ λύκος τὴν προβατίναʼ. Ἡ ζωοκλοπὴ ἐδῶ στὸ χωριὸ ὑπῆρχε ἀπὸ πάππο πρὸς πάππο μέχρι τὴν Κατοχή. Ἐδῶ στὸ χωριό μας σκότωσε τρεῖς ὁ ΕΛΑΣ [γιὰ ζωοκλοπή] … ὁ πρῶτος ΕΛΑΣ στὴν Κατοχή.34
Καὶ στὰ Χάσια σταμάτησε ἡ ζωοκλοπή, ὅταν ἄρχισε τὸ Ἀντάρτικο στὴν Κατοχή.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 324. Στό «Παζαρόπουλο», τὴν ἐμποροπανήγυρη τῆς Κόνιτσας, «καμιὰ φορὰ πά’αινε κα᾽ένας [ἐλάχιστοι] ἀλογοσύρτης, γιὰ νὰ πουλήσει κανένα ζῶο ἐκεῖ» (ΚΛ, χφ 4433, σ. 600: Ἁλατόπετρα Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 324-331, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖ τὴν πληροφορία γιὰ τὴν ἐκτέλεση τριῶν ζωοκλεπτῶν ὁ Καραμανές, Ὀργάνωση τοῦ χώρου, τεχνικὲς καὶ τοπικὴ ταυτότητα στὰ Κοπατσαροχώρια τῶν Γρεβενῶν, σ. 337. Βλ. καὶ ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 588.
1004__________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
Ὑπῆρχαν καὶ ποικίλοι ἄλλοι τρόποι γιὰ τὴν πραγματοποίηση μιᾶς ζωο-κλοπῆς, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀπόκρυψη τῶν κλεμμένων ζώων ἢ τοῦ κρέατός τους, ὅταν τὰ ἔσφαζαν γιὰ δική τους κατανάλωση καὶ ὄχι γιὰ πώληση. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι καὶ τὰ μέσα ζωοκλοπῆς (γοῦρνες, δηλ. χαντάκια, «θηλιές»35 μὲ σχοινί, σύρμα κλπ. στὰ στενὰ περάσματα, «πεδίκλωμα», δηλ. δέσιμο προβάτου ἀπὸ τὰ πόδια, στρίψιμο τοῦ λαιμοῦ καὶ σπάσιμο τοῦ καρυδιοῦ τῶν γιδιῶν,36 τάισμα τῶν τσοπανόσκυλων τοῦ κοπαδιοῦ μὲ κόκκαλα ἀπὸ κρέας κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιχείρησης ἀπὸ τοὺς ὑποψήφιους ζωοκλέφτες,37 κλοπὴ τὴν ὥρα ποὺ ὁ βοσκὸς «σκαρίζει» τὸ κοπάδι38 ἢ ὅταν αὐτὸς κοιμᾶται39 τὴ νύχτα προπαντός, ἀκόμη καὶ μὲ βίαιο τρόπο, ὅπως μὲ ξυλαδαρμὸ ἢ δέσιμο τοῦ βοσκοῦ40 κ.ἄ.) δείχνουν τὴν ἐξυπνάδα καὶ ἐφευρετικότητα, τὸ πολυμήχανο τῶν ζωοκλεφτῶν, ἰδίως ὅταν αὐτοὶ ἦσαν «ἐπαγγελματίες» τοῦ εἴδους.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 348-349, ὅπου τονίζεται ὅτι τὴ μέθοδο μὲ τὶς θηλιὲς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Κρανιῶτες ζωοκλέφτες, ὄχι ὅμως οἱ Πολυνερίτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χάσει ζῶα ἀπὸ τοὺς Κρανιῶτες μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 347-348.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 349, ὅπου σημειώνεται ὅτι ἡ ρίψη κοκκάλων ἦταν συνηθισμένη μέθοδος τῶν Πολυνεριτῶν ζωοκλεφτῶν.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 346-347, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι τὰ περισσότερα ζῶα, πρόβατα προπαντὸς ποὺ συνήθως δὲν βελάζουν, κλέβονταν τὴν ὥρα τοῦ σκάρου, ἰδιαίτερα, ὅταν τὸ κοπάδι δὲν διέθετε δυνατὰ τσοπανόσκυλα. Καὶ οἱ μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, ἰδίως οἱ Πολυνερίτες, ὅταν ἔβρισκαν εὐκαιρία, ἔκλεβαν κατὰ τὸν σκάρο κλπ. Βλ. καὶ σ. 350-351.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 349-350, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι κατὰ τὴν ἐπιχείρηση ζωοκλοπῆς ἀπὸ κοπάδι κάθε ζωοκλέφτης θὰ ἔκλεβε συνήθως ἕνα ζῶο. Ἔκλεβαν ἐπίσης τὴν ἡμέρα, κυρίως ὅταν τὸ μεσημέρι κοιμᾶται ὁ τσοπᾶνος κατὰ τὸν στάλο τοῦ κοπαδιοῦ, ἀλλὰ μὲ μεγάλη ἐπιφύλαξη (στὸ ἴδιο, σ. 351-352).
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π, σ. 345-346, ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ ἀντίστροφα περιστατικά, κατὰ τὰ ὁποῖα Πολυνερίτες κτηνοτρόφοι ἔδεσαν Κρανιῶτες ζωοκλέφτες. Καὶ οἱ τελευταῖοι, ὅταν ἔβρισκαν ἕναν ἀδύναμο ἢ ἡλικιωμένο κτηνοτρόφο, τὸν ἔδεναν, γιὰ νὰ τοῦ πάρουν τὰ ζῶα. Βλ. καὶ στὸ ἴδιο, σ. 352 γιὰ αἰφνιδιασμὸ και ξυλοδαρμὸ τσοπάνου ‒ὁ ὁποῖος φορῶντας τὴν κάπα του δὲν ἔχει καλὴ ὁρατότητα‒ ἀπὸ ζωοκλέφτες· ἐνῶ ἕνας τὸν χτυπάει, οἱ ὑπόλοιποι ἁρπάζουν ζῶα ἀπὸ τὸ κοπάδι. Ἐπίσης, στὸ ἴδιο, σ. 353, γίνεται λόγος γιὰ ζωοκλοπὲς Πολυνεριτῶν καὶ στὶς περιοχὲς τῆς Θεσσαλίας, ὅπου ξεχείμα-ζαν. Τὴν ἐκτεταμένη αὐτὴ ζωοκλοπὴ τόσο στὰ ξεκαλοκαιριὰ τῶν Γρεβενῶν ὅσο καὶ στὰ χειμαδιὰ τῆς Θεσσαλίας (Ἐλασσόνα, Τύρναβο, Λάρισα) οἱ Πολυνερίτες τὴ δικαιολογοῦσαν μὲ τὶς φράσεις: «Κλέβαν παντοῦ. Πῶς θὰ ζήσεις; Δὲν μποροῦσες νὰ ζήσεις ἀλλοιῶς!».
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ_______________________________ 1005
Γιὰ τὴν ἀπόκρυψη αἰγοπροβάτων ποὺ ἔκλεβαν ἀπὸ κοπάδι, ἀρχικὰ ἔκοβαν τὸ σημάδι ἰδιοκτησίας ποὺ εἶχε κάθε κοπάδι στὰ αὐτιὰ τῶν ζώων του. Ἔτσι χαλοῦσαν τὸ σημάδι.41
Ἂν εἶχαν τὰ ζῶα σημάδι ʻσχίζαʼ [ἐνν. σχίσιμο], ἔκοβαν τὴ μισὴ σχίζα κι ἐγινόταν ἔτσι ʻσκάλαʼ, ὅπως τοὔλεγαν, τάχα ὅτι εἶναι δ᾽κό τους σ᾽μάδ᾽ ἡ σκάλα. Ὅταν ἔκλεβαν δύο ζωοκλέφτες μία προβατίνα γιὰ νὰ τὴν φᾶνε, ὁ ἕνας τὴν ἔγδερνε κι ὁ ἄλλος τὴν εἶχε συγχρόνως στὸν ὦμο καὶ βάδιζαν νὰ μὴν τσοὶ πιάσουν. Τόσο ἐπιτήδειοι ἦταν! Καὶ στὸ γδάρσιμο τῶν ζώων, τάκα-τάκα [ἐνν. ἦταν πολὺ γρήγοροι].
Τρόποι ἀπόκρυψης τοῦ κρέατος κλεμμένου ζώου ποὺ ἔσφαζαν: τοποθέτησή του στή «σαρμάντζα» (κούνια), ἰδίως σὲ περιπτώσεις ἀστυνομικῆς ἔρευνας σὲ σπίτια ζωοκλεπτῶν γιὰ ἀνακάλυψη τῶν κλοπιμαίων,42 στὸ μπουχαρί (καπνοδόχο) τοῦ τζακιοῦ, στοὺς τοίχους, δηλ. στὶς ὀπὲς τῶν ξύλινων συρτῶν, μὲ τοὺς ὁποίους ἀμπάρωναν ἐσωτερικὰ τὰ σπίτια, μεταφορὰ καὶ ἀπόκρυψή του σὲ ἄλλο σπίτι κλπ. 43
Ἡ μεγάλη ἔξαρση τῆς ζωοκλοπῆς, ἰδίως τὴν εἰκοσαετία ἀπὸ τὸ 1923-24 ὣς τὸ 1940-42 στὰ Κοπατσαροχώρια, εἶχε ὡς συνέπεια τὴ δημιουργία Ὑπο-διοικήσεως Χωροφυλακῆς τῆς περιοχῆς στὸ Πολυνέρι, ἡ ὁποία συνέχισε τὴ λειτουργία της καὶ μεταπολεμικά.44 Ἀπὸ τὸν φόβο τῶν νυκτερινῶν ζωοκλο-
- ΚΛ, χφ 4433, σ. 327-328 (Πολυνέρι, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
- Διασώζονται μέχρι σήμερα πολλὲς ἀνεκδοτολογικὲς διηγήσεις, ὄχι μόνο στὰ Γρεβενά, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές, ποὺ ἀναφέρονται σὲ πραγματικὰ περιστατικὰ ἀπόκρυψης κρέατος κλεμμένου ζώου προπαντὸς σὲ κούνιες βρεφῶν, ποὺ τὶς κουνοῦν στὴ διάρκεια τῆς ἀστυνομικῆς ἔρευνας, διότι δῆθεν κοίμιζαν βρέφος. Μὲ τὶς διηγήσεις αὐτὲς συνδέεται καὶ ἡ παροιμία: «‒ Νὰ κλέψεις ξέρεις; ‒ Ξέρω. ‒ Νὰ κρύψεις ξέρεις; ‒ Ὄχι. ‒ Ἔ, τότε δὲν ξέρεις νὰ κλέψεις!». Βλ. ἐνδεικτικὰ ΚΛ, χφ 4433, σ. 485-487 (Πολυνέρι, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986). Γιὰ διήγηση κλοπῆς γαϊδάρου καὶ λαθραίου καπνοῦ ἀπὸ τὴ Λάρισα βλ. ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 512-513.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 329-331.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 329. Σύμφωνα μὲ τὴ Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἑγκυκλοπαιδεία 20 (1932) 496, τὸ Πολυνέρι προπολεμικὰ εἶχε ἀστυνομικὸ τμῆμα, ταχυδρομικὸ καὶ τηλεφωνικὸ γραφεῖο καὶ δημοτικὸ σχολεῖο, καθὼς καὶ 594 κατοίκους. Ὑποδιοίκηση Χωροφυλακῆς, μὲ διοικητὴ καὶ 22 χωροφύλακες, ἕδρευε στὸ Πολυνέρι καὶ στὴν Κατοχὴ (Χρ. Δ. Βῆτ-τος, Τὰ Γρεβενὰ στὴν Κατοχὴ καὶ στὸ ἀντάρτικο: ἱστορικὴ μελέτη δεκαετίας 1940-1950, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 197-198). Φαίνεται ὅτι ἀρχικὰ ὁ Σταθμὸς Χωροφυλακῆς εἶχε ἱδρυθεῖ τὸ 1917 στὴν Καλλονὴ Γρεβενῶν, φιλήσυχο μαστοροχώρι, ἀπὸ ὅπου λίγο ἀργότερα, ἀναβαθμισμένος σὲ ἀστυνομικὸ τμῆμα, μεταφέρθηκε στὸ Πολυνέρι, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν κέντρο ζωοκλοπῆς καὶ «ληστοπαραγωγῆς» γιὰ εὐκολότερη παρακολούθη-
1006__________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
πῶν, ποὺ ἦταν καὶ οἱ συνηθέστερες, οἱ ἡμινομάδες καὶ νομάδες κτηνοτρόφοι τῶν μετακινούμενων κοπαδιῶν ἦταν ἀναγκασμένοι κατὰ τὴν πορεία τους νὰ μετροῦν κάθε πρωῒ τὰ ζῶά τους, πρὶν συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὰ χειμαδιὰ τῆς Θεσσαλίας ἢ τὰ ξεκαλοκαιριὰ τῆς Δυτ. Μακεδονίας45
Σὲ κλεφτοχώρια μὲ ἐκτεταμένα καὶ πολυάριθμα δίκτυα ζωοκλεπτῶν, ὅπως τὸ Πολυνέρι, ἔτρωγαν προπολεμικὰ κρέας σχεδὸν πάντα κλεμμένο. Δικό τους ζῶο ἔσφαζαν, συνήθως ἕνα, μόνο στὸ τοπικὸ πανηγύρι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ καὶ τότε θὰ ἔκλεβαν μέχρι καὶ 5-10 γιδο-πρόβατα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔσφαζαν ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἑορταστῶν ποὺ ὑπολόγιζαν ὅτι θὰ κάθιζαν στὸ τραπέζι46
Χωρὶς νὰ εἶναι τόσο ἐκτεταμένη, ὅπως στὰ Κοπατσαροχώρια, ἡ ζωο-κλοπὴ δὲν ἦταν ἀσυνήθιστο φαινόμενο καὶ στὰ Βλαχοχώρια τῶν Γρεβενῶν (Σαμαρίνα, Περιβόλι, Ἀβδέλλα, Σμίξη καὶ Κρανιά),47 κατεξοχὴν κτηνοτρο-
ση τῶν ζωοκλεπτῶν καὶ τῶν ληστῶν καθὼς καὶ τὴν ἐξουδετέρωσή τους (Χρ. Φ. Τζη-μουράκας, Καλλονὴ Γρεβενῶν: ἱστορία-λαογραφία, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 43-44). Καὶ σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει ἀστυνομικὸς σταθμός. Φαίνεται ὅτι λειτούργησαν καὶ μεταβατικὰ δικαστήρια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση στὸ Πολυνέρι (Καραγιάννης, Κουπα-τσαροχώρια Γρεβενῶν, σ. 131).
- ΚΛ, χφ 4433, σ. 342 (Πολυνέρι Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 352-353: Πολυνέρι. Κατὰ τὸ πανηγύρι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τὸ Πάσχα, ἐπειδὴ ἔσφαζαν καὶ δικά τους ζῶα, ἔκλεβαν περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔκλεβαν τὸν ὑπόλοιπο χρόνο. Ἀκόμη καὶ οἱ μεγάλοι τσελιγκάδες τῆς περιοχῆς Πολυνερίου ἔκλεβαν γιδοπρόβατα, συχνὰ μάλιστα ἀπὸ μικρότερους κτηνοτρόφους, γιὰ νὰ καταναλώσουν κρέας (στὸ ἴδιο, σ. 353). Σπάνια οἱ τσελιγκάδες ἔτρωγαν κρέας ἀπὸ τὸ κοπάδι τους. «Ἦταν καθιερωμένο τὸ κλέψιμο. Ὁ ἕνας τσέλιγκας ἔκλεβε τὸν ἄλλο … Δὲν γινόταν διαφορετικά. Ἂν σὲ ἔκλεβαν καὶ δὲν ἔκλεβες κι ἐσύ, θὰ ἦταν εἰς βάρος σου … Ἔτσι ἔτρωγαν σχεδὸν κάθε μέρα κρέας, κλεμένα κρέατα» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 194, 352: Πολυνέρι). Ὑπῆρχε ἡ πρόληψη, τουλάχιστον στὴν περιοχὴ τῶν Χασίων, ὅτι «δὲν κλέβουν αὐγὰ καὶ ἅλας ἀπὸ τὸν τσέλιγκα, γιατὶ τρώει ὁ λύκος τὰ πρόβατά του» (Κ Γ. Πιπίλας, Σύμμεικτα γλωσσικὰ καὶ λαογραφικὰ Δεσκάτης Γρεβενῶν, [Δημαρχία Δεσκάτης], Δεσκάτη, Σεπτέμβριος 1971, σ. 35), ἐνῶ, ἀντίθετα, ἔκλεβαν ζῶα ἀπὸ τὸ κοπάδι του.
- Παλιὸ τραγούδι τῆς περιοχῆς Περιβολίου (στὰ βλάχικα) ἀναφέρεται ὅτι κλέβουν πρόβατα οἱ τσοπάνηδες στὸ προβατολίβαδο Τίζα τοῦ παραπάνω χωριοῦ (Γ. Ντόντος ‒ Γ. Παπαθανασίου, Τὸ Περιβόλι, ἡ ἀετοφωλιὰ τῆς Πίνδου. Λαογραφικὴ περιγραφὴ τῆς κω-μοπόλεως Περιβολίου, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 34), ὅπου τονίζεται ὅτι ὁ ἱκανὸς ζωοκλέ-φτης ἔπαιρνε ὡς γυναίκα τὸ καλύτερο κορίτσι τοῦ χωριοῦ ἢ ἔκλεβε ἀπὸ ἄλλα χωριὰ τὸ ὀμορφότερο. Γνωρίζοντας τὴν τέχνη τῆς κλεψιᾶς, οἱ κτηνοτρόφοι εἶχαν μεγαλύτερες δυνατότητες στὴν προφύλαξη καὶ ἀσφάλιση τῶν δικῶν τους κοπαδιῶν. – Πάντως σὲ Βλαχοχώρια, ὅπως ἡ Σμίξη, «ἀξιόποινο ἀδίκημα, ποὺ γινόταν μερικὲς φορές, ἦταν κυρίως ἡ κλεψιὰ καμιᾶς προβατίνας, ἀρνιοῦ, ζυγουριοῦ κλπ.» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ.
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ__________________________ 1007
φικὰ χωριά. Συνήθως ὅμως οἱ κάτοικοι τῶν Βλαχοχωριῶν τῶν Γρεβενῶν μὲ τὰ μεγάλα μετακινούμενα κοπάδια τῆς ἡμινομαδικῆς κτηνοτροφίας ἦταν θύματα καὶ ὄχι θύτες φαινομένων ζωοκλοπῆς. Αὐτὸ τοὺς ὑποχρέωνε, ὅπως καὶ ἡ γενικότερη ἀνασφάλεια παλαιότερα, καθὼς καὶ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, νὰ ὁπλοφοροῦν48 Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ περιπτώσεις ζωοκτονιῶν ὡς ἐκδίκηση σὲ διαφωνίες χωριῶν γιὰ τὰ μεταξύ τους σύνορα, οἱ ὁποῖες ἦταν συχνὲς παλαιότερα49
Οἱ ἑλληνόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοι τῶν Γρεβενῶν καθὼς καὶ τῆς ἐπαρχίας Βοΐου τοῦ νομοῦ Κοζάνης (πρὶν ἀπὸ τὸ 1924), οἱ λεγόμενοι Βαλα-άδες, φαίνεται ὅτι δὲν εἶχαν σημαντικὴ συμμετοχὴ σὲ πράξεις ζωοκλοπῆς. Ὁρισμένα μόνο χωριά τους, κυρίως τὰ ἀμιγῶς μουσουλμανικὰ Κιβωτὸς (τέ-
611-612: Σμίξη Γρεβενῶν). Ἡ καλύτερη οἰκονομικὴ κατάσταση τῶν Βλαχοχωριῶν τῶν Γρεβενῶν σὲ σχέση μὲ τὰ φτωχότερα Κοπατσαροχώρια προφανῶς συντελοῦσε στὴ μικρότερη ἀνάπτυξη τοῦ φαινομένου τῆς ζωοκλοπῆς μεταξὺ τῶν κατοίκων τῶν πρώτων χωριῶν. Ὅμως καὶ στὰ Βλαχοχώρια «ἡ ζωοκλοπὴ ἦταν καὶ μιὰ ἀνάγκη τότε. Ἂν δὲν ἤσουν παλλικάρι γιὰ νὰ κλέψης, δὲν μποροῦσες νὰ κρατήσης δικό σου βιό (κοπάδι), γιατὶ σὲ ἔκλεβαν οἱ ἄλλοι. Ἔτσι, μόνο μὲ τὴ ζωοκλοπή, ποὺ ἦταν ἐδῶ (στὰ Βλαχοχώρια) κυρίως μέχρι τὸ 1900 καὶ λίγο μετά, θὰ ἀναπλήρωνες τὰ χαμένα ζῶα. Ἔχουν πιαστεῖ ζωοκλέφτες καὶ μὲ 100 ζῶα κλεμένα. Τὸ χωριό μας εἶχε μόνο μικροὺς ζωοκλέφτες. Ληστές, οὔτε ληστάρχους, δὲν εἶχε» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 651-652: Σμίξη). – Καὶ στὴ Σαμαρίνα ἔκλεβαν προπολεμικά, λίγοι ὅμως, ποὺ ἦταν φτωχοί. Ἀντίθετα, «οἱ πλούσιοι Βλάχοι κτηνοτρόφοι (τσελιγκάδες) ὄχι μόνο δὲν ἔκλεβαν, ἀλλὰ τοὺς χαράτσωναν οἱ κλέφτες, ποὺ ὅταν δὲν τοὺς πλήρωναν τὸ χαράτσι, πά’αιναν στὰ πρόβατα καὶ τὰ πελεκοῦσαν [ἔσφαζαν ἐν ψυχρῷ] ὅλα. Ὁ Λόλας, ὁ κλέφτης ἀπ᾽ τοὺς Φιλιππαίους, ἔκοψε 250 πρόβατα τοῦ Χατζημπίρου, ἀρχιτσέλιγκα ἀπ᾽ τὴ Σαμαρίνα, γιατὶ δὲν τὸν ἔστειλε τὸ χαράτσ᾽ ποὺ τὸν εἶπε, κάπου 50 λίρες» (ΚΛ, χφ 4433, σ. 269: Πολυνέρι Γρεβενῶν, συλλ. Παν. Καμηλάκης, 1986).
- Ἰδιαίτερα οἱ κάτοικοι τοῦ Περιβολίου, γνωστοὶ στὴ γύρω περιοχὴ γιὰ τὸν δυναμισμὸ καὶ τὴ ζωηρότητα τοῦ χαρακτήρα τους, εἶχαν ‒καὶ ἔχουν μέχρι σήμερα‒ ἀδυναμία στὰ ὅπλα. Ὅλοι οἱ ἄνδρες ἔπρεπε νὰ ἔχουν τὸ δικό τους ὅπλο, γιὰ νὰ διασφαλίσουν οἱ μὲν κτηνοτρόφοι τὰ κοπάδια τους ἀπὸ τοὺς ζωοκλέφτες καὶ τὰ ἀγρίμια, οἱ δέ «κιρατζῆδες» (ἀγωγιάτες), γιὰ νὰ προστατεύσουν τὰ καραβάνια τους κατὰ τὶς μετακινήσεις τους. Παλαιότερα μάλιστα οἱ ἄρχοντες, καὶ προπαντὸς οἱ «ἀζάδες» (κοινοτικοὶ σύμβουλοι), μαζὶ μὲ τὴν ἐπίσημη φορεσιά τους ἔφεραν καὶ ἕνα ὅπλο (Σαράντης, Τὸ χωριὸ Περιβόλι Γρεβενῶν, σ. 59).
- Ἀναφέρουμε ὡς χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὅτι τὸ 1791, ὅπως σημειώνεται σὲ φιρμάνι τοῦ σουλτάνου Σελὴμ Γ΄, «οἱ Χριστιανοὶ τοῦ χωρίου Βωβοῦσα [Ζαγορίου, ποὺ συνορεύει μὲ τὸ Περιβόλι] … ἐπεμβαίνουσιν αὐθαιρέτως εἰς τὸ βακούφιον [Περιβόλι] καὶ ἀπέκτειναν ἐνενήκοντα δύο πρόβατά των καὶ ἠτήσαντο τὴν ἔκδοσιν σεπτοῦ μου διατάγματος, ἀπευθυνομένου πρὸς σὲ τὸν μνησθέντα Διοικητὴν Ἰωαννίνων …» (Σαράντης, Τὸ χωριὸ Περιβόλι Γρεβενῶν, σ. 149).
1008________________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
ως Κρίφτσι) καὶ Κάστρο, ἀλλὰ καὶ τὰ μικτὰ Ἅγιος Γεώργιος (τ. Τσούρχλι) καὶ Κοκκινιά (τ. Σούμπινο), εἶχαν ἀναπτύξει δραστηριότητα ὡς ληστὲς προπαντὸς ἀλλὰ καὶ ὡς ζωοκλέφτες, οἱ ὁποῖοι λήστευαν τοὺς ἐμπόρους τῶν ἑλληνικῶν χωριῶν καὶ ἄλλους καὶ ἔκλεβαν μικρὰ καὶ μεγάλα ζῶα.50
Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας (ὣς τὸ 1912, ἀλλὰ καὶ λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση) ἰδιαίτερη παρουσία σὲ πράξεις ζωοκλοπῆς καὶ ληστείας ἀκόμη περισσότερο‒ ὄχι μόνο στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴ Δυτ. Μακεδονία, εἶχαν Ἀλβανοὶ ζωοκλέφτες καὶ ληστές. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ἀναφέρουμε ὅτι στὸ γειτονικὸ πρὸς τὴν ἐπαρχία Γρεβενῶν χωριὸ Δίλοφο (Λιμπόχοβο) Βοΐου51
«τὸ 1879 Σεπτέμβριον ἦλθεν ἕνας δερβέναγας Ἀλβανὸς Ἀμπετίνας· ἐμάζευεν ὅπου τὸν ἄρεζεν τραγιὰ καὶ κριάρια καταδυναστι-κῶς· ἐξυλοκόπησεν καὶ τὸν Νικόλ. Ἀναγνώστου καὶ ἔλαβε δέκα λίρας πρόστιμον, ἄνευ αἰτίας· τοιαύτη ἐποχὴ ἦτον τί ὑπόφερναν τὰ χωριά μας! Ἔδειραν καὶ τὸν Ἰωάννην Καραβαγγέλην, τζομπά-νον, καὶ τὸν πῆραν καὶ αὐτὸν λίρας ἑπτά (ἀρ. 7)».
- Ἀναστασιάδης, «Οἱ Βαλαάδες καὶ οἱ Μικρασιάτες πρόσφυγες τοῦ ν. Γρεβενῶν», σ. 449. Οἰ ἄτακτες ὁμάδες Βαλαάδων τῶν παραπάνω χωριῶν, ποὺ λήστευαν τὰ χριστιανικὰ χωριὰ καὶ ἅρπαζαν κυρίως ζῶα, λέγονταν «Κατσάκηδες», μεγάλη μάστιγα γιὰ τὴν περιοχὴ τότε (Ἀδαμίδης, Τὰ Ἀηδόνια καὶ τὸ Δασάκι νομοῦ Γρεβενῶν, σ. 99-100). Στὶς περιοχὲς Κοζάνης καὶ Γρεβενῶν κυκλοφοροῦσαν πολλὰ ἀνέκδοτα γιὰ τοὺς Βαλαάδες, ὅπως ὅτι ἦταν δειλοὶ καὶ ἀνίκανοι νὰ ἀντιμετωπίσουν φαινόμενα ἀνομίας εἰς βάρος τους, ἰδίως τὴ ληστεία καὶ τὴ ζωοκλοπή. Βλ. σχετικὰ Κ. Π. Μπέντας, Ἀνέκδοτα Βαλαάδων Ἀνασελίτσης (νῦν Βοΐου) καὶ Γρεβενῶν-Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1956, σ. 13-14, ἀρ. 4, καὶ Παπανικολάου, Λαογραφικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, σ. 133-137, ὅπου καὶ γιὰ τὸν χαρακτήρα τους, ἔθιμα καὶ σχετικὰ μὲ αὐτοὺς ἀνέκδοτα. Ἄγριοι καὶ ληστρικοὶ θεωροῦ-νταν καὶ οἱ Βαλαάδες τῆς Πηγαδίτσας, τοὺς ὁποίους στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. κυνηγοῦ-σαν καὶ τρομοκρατοῦσαν οἱ Περιβολιῶτες ὁπλαρχηγοὶ Ζ. Βράκας καὶ Ντ. Σαράντης (Σαράντης, Τὸ χωριὸ Περιβόλι Γρεβενῶν, σ. 120). Γιὰ τούς Βαλαάδες γενικότερα, τὰ (61 συνολικά) χωριά τους στὶς περιοχὲς Γρεβενῶν (19 χωριά), Βοΐου (34 χωριά) καὶ Καστοριᾶς (8 χωριά), τὴν καταγωγή, τὴν ἐξάπλωσή τους καὶ τὸ πότε καὶ πῶς ἐξισλαμίστηκαν βλ. τὴ λεπτομερῆ μελέτη Μιχ Α. Καλινδέρης, «Συμβολὴ εἰς τὴν μελέτην τοῦ θέματος τῶν Βαλλαάδων», Μακεδονικὰ 17 (1977) 315-364. Βλ. καὶ Ἀπ. Βακαλόπου-λος, Ἱστορία τῆς Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 317-327, ὅπου σημειώνεται (σ. 322) ὅτι «ἦσαν φιλήσυχοι, πάρα πολὺ φιλόξενοι καὶ ἀγαποῦσαν κάθε τι ὡραῖο σὰν Ἕλληνες», καὶ τὶς σημαντικὲς πληροφορίες καθὼς καὶ βιβλιογραφία γιὰ τοὺς Βαλαάδες, ποὺ παραθέτει ὁ Στίλπων Κυριακίδης ὡς κατακλείδα στὸ Κ. Τσούρκας, «Τραγούδια Βαλαάδων», Μακεδονικὰ 2 (1941-1952) 463-471.
- Γιάν. Τσάρας, «Τὸ ἀνέκδοτο ἡμερολόγιο τοῦ παπα-Νικόλα Κουκόλη ἀπ᾿ τὸ Λιμπόχοβο τῆς Δυτ. Μακεδονίας (1817-1926)», Μακεδονικὰ 8 (1968) 274-275.
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ__________________________ 1009
Διαπιστώνουμε καὶ ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο αὐτὸ ὅτι Ἀλβανοὶ δερβεναγάδες, ἐπικεφαλῆς κατὰ τὰ ἄλλα ἔνοπλων σωμάτων, ποὺ φρόντιζαν τὴν ἀσφάλεια τῶν δημοσίων δρόμων καὶ προπαντὸς τῶν ὀρεινῶν περασμάτων (δερβενίων), ἐπιδίδονταν συγχρόνως καὶ σὲ πράξεις ζωοκλοπῆς καὶ ληστείας.
Τελειώνοντας αὐτὴ τὴ συνοπτικὴ παρουσίαση τῆς ζωοκλοπῆς στὴν ἐπαρχία (-νομό) Γρεβενῶν, θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε τὴ θετικὴ ἀντιμετώπισή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες ἀγροτικὲς περιοχές, ὅπως ἡ Κρήτη, ἡ Νάξος52 καὶ ἀλλοῦ, ἀπὸ τὴν τοπικὴ κοινωνία τῶν χωριῶν. Ἡ θετική της γενικὰ εἰκόνα ἀντικατοπτρίζεται κυρίως στὸ γεγονὸς ὅτι στὶς περιόδους ἔξαρσης προπαντὸς τοῦ φαινομένου, τὸν νέο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ζωοκλέφτης, τὸν περιφρονοῦσαν ὅλοι σχεδὸν οἱ χωριανοὶ καὶ οἱ νέες κοπέλες δὲν τὸν ἤθελαν γιὰ σύζυγό τους.53 Ἔτσι, ἡ ζωοκλοπὴ συνδέεται, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες ποιμενικὲς κοινωνίες, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀνδρικῆς τιμῆς καὶ τοῦ ἀνδρισμοῦ γενικότερα. Σὲ πολὺ φτωχὰ ὀρεινὰ κτηνοτροφικὰ χωριά, προπαντὸς τῶν Χασίων καὶ στὰ Κοπατσαροχώρια τῶν Γρεβενῶν, ἡ ζωοκλοπὴ ὑπῆρξε παλαιότερα, καὶ προφανῶς γιὰ αἰῶνες, καὶ μέσον ἐπιβίωσης. Στὸ Πολυνέρι, γιὰ παράδειγμα, ἔλεγαν γιὰ ὑποψήφιο γαμπρὸ ποὺ δὲν ἦταν ζωοκλέφτης: «Νὰ πάω νὰ δώσω τὸ κορίτσ᾽ [σ᾽ αὐτόν], νὰ πεθάν᾽ [ἀπὸ τὴν πεῖνα];»· ἐνῶ γιὰ ζωοκλέφτη ὑποψήφιο γαμπρὸ ἔλεγαν: «Ὄντα πρέπ᾽, εἶναι παλληκάρι, θὰ πάει νὰ κλέψ᾽, θὰ ζήσ᾽ τὴν οἰκογένειά τ᾽ [ἐνν. νὰ μὴν πεινάσει]».54 Ἡ μεγάλη φτώχεια καὶ ὁ ὑποσιτισμὸς σημαντικοῦ μέρους τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ τῶν Γρεβενῶν παλαιότερα καὶ μέχρι τὸ 1960 περίπου, ἰδίως ὀρεινῶν καὶ ἄγονων χωριῶν, ὑπῆρξε παράγοντας ποὺ ἐπέτεινε τὸ φαινόμενο τῆς ζωοκλοπῆς στὴν
- Στὴ Νάξο ἡ ζωοκλοπὴ θεωροῦνταν ἀρετὴ καὶ ἡ ἱκανότητα γιὰ κλοπὴ λεβεντιὰ καὶ παλ-ληκαροσύνη· Γ. Δ. Ζευγώλης, «Ποιμενικὰ τῆς ὀρεινῆς Νάξου», Λαογραφία 15 (1953) 104· ὁ ἴδιος, «Τὰ γεγονότα τοῦ 1917 στ᾽ Ἀπεράθου τῆς Νάξου», Κυκλαδικὰ Θέματα 2/7 (1985-86) 28.
- Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», σ. 251, καὶ ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 17: Πολύ -νέρι.
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 488, ὅπου ὁ Πολυνερίτης πληροφορητὴς τονίζει μὲ περηφάνεια, ὅτι τώρα πλέον στὸ χωριό του δὲν κλέβουν οὔτε τὸ παραμικρὸ ἀντικείμενο σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλα χωριὰ σήμερα. Συμπληρώνει ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ κτηνοτρόφοι τοῦ χωριοῦ ἀφήνουν κάθε καλοκαίρι τὰ πρόβατα χωρὶς τούς «τσομπαναραίους». Οἱ τελευταῖοι κοιμοῦνται πλέον τὰ καλοκαίρια στὰ σπίτια τους. Σύμφωνα ὅμως μὲ μαρτυρίες ἀπὸ ἄλλα χωριὰ τῶν Γρεβενῶν, ποὺ εἶχαν μικρὴ ἢ ἐλάχιστη ἐπίδοση στὴ ζωοκλοπή, ὅπως τὸ Σπήλαιο, ἡ Καλλονὴ κ.ἄ., ὁ ζωοκλέφτης δὲν ἦταν προτιμητέος ὡς γαμπρὸς (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 167: Σπήλαιο).
1010__________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
περιοχή.55 Σὲ αὐτὸ συντελοῦσε ἐπιπλέον καὶ ὁ ἔντονα κτηνοτροφικὸς χαρακτήρας της, μὲ τὰ πολυάριθμα κοπάδια καὶ τὶς ἑκατοντάδες χιλιάδες μικρῶν καὶ μεγάλων ζώων ποὺ ἐκτρέφονταν.
Κατὰ τὶς περιόδους ἔξαρσης τῆς ζωοκλοπῆς, ἰδίως στὸν Μεσοπόλεμο καὶ εἰδικότερα στὴ δεκαετία 1920-30, ἐξαιτίας της σημειώθηκε μείωση τῆς κτηνοτροφίας στὴν περιοχή. Ἀκόμη καὶ στὸ ἴδιο τὸ Πολυνέρι, ἐπίκεντρο τῆς ζωοκλοπῆς καὶ τῆς ληστείας56 τότε στὴν περιοχή, τὰ τσελιγκάτα του ἄρχισαν νὰ μειώνονται ἀπὸ τὸ 1920 ὣς τὸ 1930. Μέχρι τὸ 1925 ὑπῆρχαν πολλοὶ σημαντικοὶ τσελιγκάδες στὸ χωριό, ἄκμαζε ἡ κτηνοτροφία καὶ τὸ Πολυνέρι ἦταν σχετικὰ πλούσιο.57 Μετὰ τὸ 1925 μὲ τὴ μείωση τῆς κτηνοτροφίας λόγω τῆς ζωοκλοπῆς καὶ τῆς ληστείας, ἄρχισε καὶ ἡ παρακμὴ τοῦ χωριοῦ.58
Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ εἰδικότερα στὴν ὁρολογία, λέξεις, φράσεις κλπ. ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ ζωοκλοπή, οὔτε στὶς λεπτομέρειες ὀργάνωσης59 τῶν ζωοκλεφτῶν, στοὺς μηχανισμοὺς ἀναζήτησης καὶ ἐξακρίβωσης τῶν κλοπιμαίων ζώων,60 περιορισμοῦ61 τῆς ζωοκλοπῆς καὶ τιμωρίας62 τῶν ζωο-
- Βλ. καὶ παραπάνω, σημ. 13 καὶ
- Καὶ ἄλλα Κοπατσαροχώρια εἶχαν μεγάλη ἐπίδοση ὄχι μόνον στὴ ζωοκλοπὴ ἀλλὰ καὶ στὴ ληστεία, ὅπως τὸ Πρόσβορο στὴ δεκαετία 1920-30 (βλ. ἐφημ. Μακεδονικὸν Βῆμα, Κοζάνη, ἔτ. Β΄, 1931-32, φ. 172 [=202], 9.8.1931, σ. 3)
- Παλαιότερα οἱ πιὸ εὔρωστοι οἰκονομικὰ Πολυνερίτες ἦταν οἱ κτηνοτρόφοι. Γι᾽ αὐτὸ καί «τοὺς προτιμοῦσαν (ὡς γαμπρούς) ὅλα τὰ κορίτσια. Μετὰ προτιμοῦσαν τοὺς γεωργοὺς καὶ τελευταίους τοὺς μαστόρους [κτίστες]» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 17: Πολυνέρι).
- ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 63, 226-227: Πολυνέρι.
- «Οἱ ζωοκλέφτες εἶχαν φίλους, ποὺ τοὺς βοηθοῦσαν, ὅταν κατέβαιναν στὰ χωριά, Ἐπίσης, ὅταν ἕνας δὲν χώνευε κάποιον ποὺ εἶχε χρήματα, τὸ ἔλεγε σὲ ζωοκλέφτη, ποὺ πήγαινε καὶ τοῦ τὰ ἔπαιρνε» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 10: Ζιάκας Γρεβενῶν). «Οἱ ζωοκλέφτες συνεργάζονταν καὶ ἀλληλοβοηθοῦνταν στὶς ἐπιχειρήσεις τους, ὅπως ἀλληλοβοηθοῦνταν καὶ οἱ κτηνοτρόφοι σὲ τέτοιους κινδύνους» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 652: Σμίξη).
- Πάντως, οἱ κτηνοτρόφοι τῆς περιοχῆς Γρεβενῶν ὡς στοιχεῖο προστασίας τοῦ ζωϊκοῦ τους κεφαλαίου δὲν εἶχαν τόσο τὴν ἀναζήτηση καὶ ἀνεύρεση τῶν κλεμένων ζώων τους, ὅσο τὸ νὰ κλέψουν καὶ οἱ ἴδιοι προπαντὸς ἀπὸ τὰ κοπάδια ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὑπο-πτεύονταν (βλ. καὶ παραπάνω, ὅπως στὴ σημ. 17). Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν εἶχαν, φαίνεται, ἐκτεταμένα δίκτυα πληροφορητῶν γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τῶν ζωοκλεπτῶν, ὅπως εἶχαν, γιὰ παράδειγμα, οἱ κτηνοτρόφοι τῆς Κρήτης. Βλ. σχετικὰ Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις γιὰ τὴν ζωοκλοπὴ στὴν Κρήτη», σ. 255-256.
- Λόγω τῆς μεγάλης ἔξαρσης τῆς ζωοκλοπῆς στὴν Ἑλλάδα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. καὶ ἰδίως στὸν Μεσοπόλεμο, ἐλήφθησαν τότε δραστικὰ μέτρα περιορισμοῦ της ἀπὸ τὸ κράτος, ἀπὸ τὴν κυβέρνηση Ἐλ. Βενιζέλου (1928-1932), ποὺ τὰ μέτρα της ἔφεραν ἕναν πρῶτο περιορισμὸ τῆς ζωοκλοπῆς, ἡ ὁποία περιορίστηκε ἀποφασιστικότερα ἀπὸ τὸ 1936 ἀπὸ τὸν Ι. Μεταξᾶ προπαντὸς στὴν περιοχὴ τῆς Δυτ. Μακεδονίας. Στὴ συνέχεια
Η ΖΩΟΚΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ_______________________________ 1011
κλεπτῶν (ἐκκλησία, ἀφορισμὸς κλπ.).63 Πρέπει πάντως νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ σχέση μὲ ἄλλες περιοχὲς μὲ παράδοση στὴ ζωοκλοπή, ὅπως ἡ Κρήτη, οἱ
κατὰ τὴν Κατοχὴ τὰ αὐστηρὰ μέτρα τοῦ ΕΛΑΣ, γιὰ τὴ ζωοκλοπὴ καὶ τὴ σκληρὴ τιμωρία ἀκόμη καὶ ἁπλῶν κλεφτοκοτάδων, περιόρισαν περαιτέρω, μέχρις ἐξαφανίσεως, τὴ ζωοκλοπὴ στὴν περιοχή. Γιὰ τὴ δραστικὴ καταστολὴ τῆς ζωοκλοπῆς, ἡ ὁποία ὣς τὸ 1943-44 διατηροῦνταν στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν, ἀπὸ τὶς ὀργανώσεις τῆς Ἀντίστασης, ποὺ ἀπειλοῦσαν τοὺς ζωοκλέφτες μὲ θάνατο, βλ. ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 166: Σπήλαιο Γρεβενῶν, ὅπου άναφέρεται ὅτι οἱ παθόντες συνήθως (καὶ ἐπὶ Τουρκοκρατίας) δὲν πήγαιναν στὰ δικαστήρια, ἀλλὰ ἀνταπέδιδαν τὴν κλοπή. Ὅσοι δὲν ἀκολουθοῦσαν τὴ μεθοδο τῶν ἀντιποίνων καὶ δὲν ἔκλεβαν, προσπαθοῦσαν μὲ τσοπανόσκυλα, τσοπάνηδες κλπ. νὰ προστατεύσουν τὰ ζῶα τους. Βλ. καὶ παραπάνω, σημ. 31.
- Συνηθισμένος παλαιὸς τρόπος τιμωρίας τῶν ζωοκλεπτῶν ἦταν ἡ διαπόμπευση: «Ὅποιον ζωοκλέφτη ἔπιαναν, τοῦ φοροῦσαν στὸν ὦμο τὸ δέρμα τοῦ κλεμένου ζώου καὶ τὸν γύριζαν νὰ τὸν δῆ τὸ χωριὸ καὶ ἔτσι τὸν ξεφτέλιζαν …» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 612: Σμίξη Γρεβενῶν). Συγκεκριμένα περιστατικὰ διαπόμπευσης ζωοκλεφτῶν στὴ Σμίξη ἀναφέρονται μᾶλλον γιὰ τὰ πρὸ τοῦ 1900 χρόνια, ὁπότε περιέφεραν τοὺς ζωοκλέφτες στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ καὶ μέχρι τὴν ἐκκλησία. «Ἂν ὁ ζωοκλέφτης ποὺ πιανόταν δὲν εἶχε σφάξει τὸ ζῶο (ἢ τὰ ζῶα) ποὺ εἶχε κλέψει, δὲν τοῦ ἔβαζαν τὸ δέρμα στὸ λαιμὸ κλπ., ἀλλὰ θὰ τοῦ ἔπαιρναν ζῶα σὲ διπλάσιο ἀριθμὸ ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκλεψε» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 651: Σμίξη). Στὴ γειτονικὴ Ἀβδέλλα τὸν ζωοκλέφτη ποὺ συνελάμβαναν «τὸν ἀνάγκαζαν νὰ ἐπιστρέψη ὅσα [1-2 πρόβατα] εἶχε πάρει. Ἦταν σὲ κοινὴ περιφρόνηση. Δὲν τὸν ἀφόριζαν. Ἐπειδὴ εἶχαν ὅλοι πρόβατα, ἤξεραν ὅτι ὅποιος κλέψει, θὰ τοῦ κλέψουν κι αὐτοῦ σ᾽ ἀντίποινα. Ἔτσι, ὅταν ἕνας βοσκὸς ἔβλεπε ὅτι τοῦ λείπουν πρόβατα, χωρὶς νὰ πῆ τίποτα ἢ νὰ κάνη φασαρία, ἐπήγαινε ἀπὸ τὸ πιὸ κοντινὸ κοπάδι, ποὺ ἔβοσκε στὴν περιοχὴ ποὺ εἶχε τὸ δικό του, κι ἔκλεβε ὅσα τοῦ ἔλειπαν, γιατὶ ἀπὸ τὸ κοπάδι αὐτὸ θὰ ἦταν οἱ βοσκοὶ ποὺ τὸν ἔκλεψαν» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 791: Ἀβδέλλα). Στὸν Ζιάκα «τοὺς ζωοκλέφτες τοὺς τιμωροῦσαν οἱ καπεταναῖοι [προφανῶς ληστές] τοῦ χωριοῦ. Ὁ κλέφτης θὰ ἔδινε ἀπὸ 1-5 ζῶα γιὰ κάθε ἕνα ποὺ θὰ ἔκλεβε, ἰδίως ἂν ἔκλεβε ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ εἶχε 4-5 ζῶα [οἰκόσιτα]. Ἂν ἔκλεβαν ἀπὸ τσέλιγκα, θὰ ἔδιναν γιὰ ἕνα ζῶο δύο τουλάχιστον. Ἀρχικὰ ὁ μουχτάρης [πρόεδρος τοῦ χωριοῦ] κλπ. [καὶ οἱ λοιποὶ προύχοντες] ἔκανε τὸν συμβιβασμό [μεταξὺ ζωοκλεφτῶν καὶ παθόντων] καί, ἂν δὲν τὸ κατάφερνε, κατέφευγαν οἱ παθόντες στοὺς καπεταναίους» (ΚΛ, χφ 4132, ὅ.π., σ. 14: Ζιάκας).
- Στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν φαίνεται ὅτι οἱ ζωοκλέφτες δὲν ὁρκίζονταν σὲ εἰκόνες ἁγίων στὶς ἐκκλησίες, γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀθωότητά τους σὲ περιπτώσεις ποὺ θεωροῦνταν ὕποπτοι γιὰ ζωοκλοπή, ὅπως συνέβαινε στὴν Κρήτη (Καμηλάκης, «Λαογραφικὲς ἐπισημάνσεις», σ. 257-261), ἢ γιὰ νὰ ἀποφύγουν δύο βοσκοί [ζωοκλέφτες] νὰ κλέψει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ ἕνα ἢ γιὰ δύο χρόνια, ὅπως συνέβαινε στὴ Νάξο (Ζευγώλης, «Ποιμενικὰ τῆς ὀρεινῆς Νάξου», σ. 104, ὅπου τονίζεται ὅτι «ὅταν ἀμώσουν [ἐνν. ὁρκιστοῦν] οἱ βοσκοί, σέβονται τὸν ὅρκο τους»). Προσεύχονταν ὅμως σὲ εἰκόνες, γιὰ νὰ εἶναι ἐπιτυχὴς ἡ ζωοκλοπή, π.χ στὸ Πολυνέρι ἐπισκέπτονταν τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς καὶ προσεύχονταν: «ʻἌχ, ρὲ Παναΐτσα μ᾽, βοήθα με νὰ κλέψω ἀπόψε κι αὔριο θὰ σὲ δώσω τὸ τομάριʼ. Πήγαιναν, ἔκλεβαν, ἔπαιρναν μιὰ, δυό, τρεῖς (προβατίνες κλπ.), τὶς παῖρναν, τὶς τρῶγαν. Τὴν ἄλλ᾽ν ἡμέρα περνοῦσαν ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Παρασκευὴ καὶ λέγανε: ʻἜ, βρὲ Παναΐτσα μ᾽, τί τὸ θέλ᾽ς ἐσὺ τὸ τομάρ᾽; Σάμπως ἔχεις τὰ παιδιὰ νὰ φυλά-
1012________________________________________ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ
κτηνοτρόφοι τῶν Γρεβενῶν δὲν εἶχαν δημιουργήσει ἀνάλογα ἐκτεταμένα δίκτυα πληροφορητῶν (μὲ κουμπαριὲς κλπ.) γιὰ ἀναζήτηση καὶ ἀνεύρεση τῶν ζώων ποὺ τοὺς πῆραν οἱ ζωοκλέπτες. Ἡ ἀντίδρασή τους συνίστατο κυρίως στὸ πῶς θὰ κλέψουν καὶ αὐτοὶ ἀνάλογο ἢ καὶ μεγαλύτερο ἀριθμὸ ζώων ἀπὸ τὸ κοπάδι ἐκείνου, τὸν ὁποῖο κυρίως ὑποπτεύονταν.
Τέλος, ἂς σημειωθεῖ ὅτι σημαντικὴ ἦταν ἡ συμβολὴ τῆς ζωοκλοπῆς καὶ στὴν περιοχὴ Γρεβενῶν στὴν ἀπόκτηση συμβολικοῦ κεφαλαίου. Οἱ πολυάριθμες διηγήσεις,64 συχνὰ εὐτράπελες,65 τὰ ποικίλα ἀνέκδοτα, τὰ τραγούδια κλπ. γιὰ τὴ ζωοκλοπὴ μᾶς τὴν παρουσιάζουν ὄχι ἁπλῶς ὡς σπουδαῖο, ἀλλὰ σχεδὸν ὡς κυρίαρχο θεσμὸ στὴ λαϊκὴ ἰδεολογία τῶν ὀρεινῶν ἀγροτοποιμε-νικῶν πληθυσμῶν καὶ τοὺς ζωοκλέφτες ὡς ἀληθινοὺς ἥρωες, σύμβολα παλ-ληκαριᾶς καὶ ἀνδρισμοῦ, ὅπως προαναφέραμε.
ξειςʼ λέει. ʻἊς τὸ πάρω!ʼ καὶ ἔτσι τὸ παῖρναν καὶ τὸ τομάρι» (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 511-512. Βλ. σχετικὰ καὶ Καραγιάννης, Κουπατσαροχώρια Γρεβενῶν, σ. 133-136).
- Σχετικὴ διήγηση βλ. ἐνδεικτικὰ στὸ Μότσιος, Μιὰ ἀναδρομὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία δημιουργίας καὶ ἀνάπτυξης τοῦ χωριοῦ Δεσπότης, σ. 71-74: «Καὶ τὸ κλέψιμο βγῆκε ἀπὸ τὸν παράδεισο».
- Τέτοιες εὐτράπελες διηγήσεις καταγράψαμε κυρίως στὸ Πολυνέρι (ΚΛ, χφ 4433, ὅ.π., σ. 485-487, 511-515). Βλ. καὶ Καραγιάννης, Κουπατσαροχώρια Γρεβενῶν, σ. 138-139, ὅπου ἀνάλογες διηγήσεις ἐπίσης ἀπὸ τὸ Πολυνέρι.