Δεν είναι το πολύτιμο, αστραφτερό μέταλλο, ούτε το μαύρο χρυσάφι για το οποίο τόσο αίμα έχει χυθεί- δε συμπτύσσεται σε ράβδους χιλιάδων δολαρίων, ούτε αναβλύζει από τα έγκατα της γης ή των πελάγων. Τα πολυθρύλητα οικόπεδα ΑΟΖ του Ιονίου ουδεμία σχέση έχουν με το θέμα μας. Μόνο στην Άρτα και την Πρέβεζα πολλοί θα αντιλήφθηκαν το περιεχόμενο αυτού του ρεπορτάζ ήδη από τον τίτλο- ότι βγήκαμε στον Αμβρακικό να ψαρέψουμε γαρίδα, την περίφημη «γάμπαρη» του Αμβρακικού. Η ύπαρξή της στα νερά του κόλπου «θρέφει» χιλιάδες ανθρώπους και εκατοντάδες οικογένειες που ζούνε περιμετρικά αυτού του «ζεστού φιορδ»-που στα ελληνικά ονομάζεται «Αμβρακικός Κόλπος».
«Μόνο γαρίδα ψαρεύουμε», μου λέει ο 33χρονος Γιάννης Δήμος– μαζί με τον πατέρα του, Γρηγόρη είναι επαγγελματίες ψαράδες και αγρότες. Τους συναντώ στο λιμανάκι της Κορωνησίας, που είναι σίγουρα το πιο γραφικό ψαροχώρι σε ολόκληρο τον Αμβρακικό. Δέχονται να με πάρουν στο καΐκι τους για να ρίξουμε τα δίχτυα, με την ελπίδα να έχουμε «καλή ψαροσύνη», όπως λέει ο Γιάννης, εννοώντας να γεμίσουν τα δίχτυα με τον εξαιρετικό αυτό μεζέ.
Βγαίνοντας από το λιμανάκι, με την αυγουστιάτικη πανσέληνο μόλις να διαγράφεται πίσω από το χωριό και αντιδιαμετρικά του ορίζοντα έναν ήλιο που έμοιαζε να εκρήγνυται βραδυφλεγώς στο νερό βυθισμένος, σύσσωμος σχεδόν ο αλιευτικός στολίσκος του χωριού εξορμούσε ταυτόχρονα. Κάθε τέτοια ώρα, τα πριάρια, όπως λέγονται οι παραδοσιακές βάρκες των ψαράδων, ανάμικτα με μικρά καΐκια, αφήνουν στα δεξιά τους τον ηλεκτρικό φάρο στη «μπούκα» του λιμανιού και ανοίγονται στα βαθιά. Όπως απομακρυνόμαστε παρατηρώ τα πληρώματα των υπόλοιπων σκαφών- σε αρκετά βλέπω γυναίκες «καπετάνισσές» που διαχρονικά συνεχίζουν, από γενιά σε γενιά, να ωσμώνονται με τη θάλασσα στα πλαίσια μιας «υπόθεσης οικογενειακής». Άλλωστε η (ανθρώπινη) κοινότητα της Κορωνησίας- που ολοένα ξεμακραίνει υπό τον βόμβο της μηχανής, με τον καιρό «επάνω μας» και το καϊκάκι να χορεύει- είναι μια πολύ παλιά συγκέντρωση ανθρώπων, σε ένα μέρος που κάποτε ήταν νησί. Ο φιδωτός δρόμος πάνω στα βράχια που την ενώνει με την ξηρά είναι τεχνητός και πριν κατασκευαστεί (1970) οι κάτοικοι με τις βάρκες τους μετακινούνταν- είναι οι μοναδικοί (θαλασσινοί) νησιώτες της Ηπείρου.
Σταματάμε. Εδώ θα πέσουν τα δίχτυα. «Στην επιστροφή δεν θα ‘χουμε “πολύ θάλασσα” γιατί ο καιρός θα ‘ναι πίσω μας», μου λέει ο Γρηγόρης Δήμος. Πατέρας και γιος δουλεύουν επαγγελματικά στο ψάρεμα από το 2012, τότε ξεκίνησε να ασχολείται επαγγελματικά και ο γιος. Η συνεργασία τους είναι αρμονική- ο γιος στο τιμόνι και ο πατέρας στα δίχτυα, που απλώς ξετυλίγονταν μέσα από τα χέρια του στη θάλασσα. Το φως και τα χρώματα απ’ τη δύση του ήλιου έκαναν αυτό το ταπεινό αλιευτικό εργαλείο να φαίνεται αραχνούφαντο. Μπροστά μας άλλες βάρκες με δυάδες ανθρώπων να εκτελούν τις ίδιες, πανάρχαιες κινήσεις, με φόντο άλλοτε τον κόκκινο ήλιο, άλλοτε το σκληρό ορεινό ανάγλυφο των Τζουμέρκων, επιβλητικά ορατό παρά την μεγάλη απόσταση.
Οι ψαράδες μου λένε ότι θα τα σηκώσουνε σε περίπου μιάμιση ώρα- επιστρέφουν για λίγο στο λιμανάκι και γυρίζουν για να τα μαζέψουν. Έπειτα, πολλές φορές ρίχνουν άγκυρα και ξεψαρίζουν σε κάποιο από τα μικρά νησάκια που φαίνονται δεξιά μας. «Υπάρχουν φορές που και στον Αμβρακικό, ας φαίνεται πισίνα… ο καιρός χαλάει απότομα. Τυχαίνει να φύγεις με καλή θάλασσα και να μην μπορείς να βρεις το λιμάνι, ας είναι τόσο κοντά, από τη βροχή και τη θολούρα. Πας ψάχνοντας… Εμείς συχνά κάνουμε γύρους αυτά τα νησάκια και όπου βρούμε απάγγειο, ρίχνουμε άγκυρα.
Ξεψαρίζουμε, άντε να κοιμηθούμε και καμιά ώρα στην καμπίνα και βγαίνουμε πάλι για να ρίξουμε (δίχτυα). Πληρώνεται αυτή η αϋπνία; Είναι σαν φανταριλίκι…», μου λέει ο Γιάννης. Ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα και τα κτήματα (στον κάμπο της Άρτας). Τον ρωτάω αν είναι ικανοποιημένος από την εργασία του- «από το ψάρεμα όχι», μου απαντάει. «Έχει μεγάλο ρίσκο- τα δελφίνια και οι χελώνες, ακόμα και το πλαγκτόν όταν είναι αυξημένο, μπορεί να καταστρέψουν σε μια νύχτα επαγγελματικό εξοπλισμό χιλιάδων ευρώ. Οι ερασιτέχνες ψαράδες μεταχειρίζονται πρακτικές που καταστρέφουν το γόνο και τα μικρά ψάρια. Αν έβρισκα κάποια άλλη δουλειά, θα το άφηνα το ψάρεμα». Είναι πρακτικός, όπως καθένας στον επαγγελματικό του τομέα. Όταν των ρωτάω αν υπάρχουν ωραίες στιγμές μου απαντά καταφατικά- «ναι, όταν έχει πολύ ψαροσύνη», μου λέει. Αλήθεια, ποια καλύτερη ανταμοιβή από μια καλή ψαριά, από ένα καλό μεροκάματο, σε οποιαδήποτε δουλειά.
Επιστρέφοντας στο λιμάνι συναντώ στην προβλήτα τον Χρήστο Σίμο, γεωλόγο μηχανικό, πολύπλευρο γνώστη του Αμβρακικού και της αλιείας εντός του. «Η γαρίδα ανήκει στην κατηγορία των δεκαπόδων, τρώει όποιο οργανικό ιζηματοποιείται και καθιζάνει στη θάλασσα, κυρίως φυτοπλάγκτόν, ή ζώο- πλαγκτόν, είναι πτωματοφάγο ζώο. Η καλύτερη τροφή της είναι οι νεκρές μέδουσες- γαρίδες, καβούρια και χέλια είναι οι βασικότεροι «καθαριστές» του πυθμένα». Σύμφωνα με τον Χ.Σίμο η νοστιμιά της γαρίδας οφείλεται και στο αρκετά υψηλό ποσοστό τοξινών που περιέχει, για αυτό και παρότι εκλεκτός μεζές, δεν είναι για κάθε μέρα… Η γαρίδα του Αμβρακικού είναι ενδημική, εδώ γεννιέται και εδώ πεθαίνει, ή ψαρεύεται- σε αντίθεση με τα ψάρια του Αμβρακικού που χρησιμοποιούν τα νερά του κόλπου σαν εύφορο λιβάδι όπου τρέφονται, πριν επιστρέψουν στο Ιόνιο για να αναπαραχθούν.
Η γαρίδα γεννάει στα ζεστά νερά του Αμβρακικού- ο Ιούλιος είναι ο μήνας ωοτοκυίας της και για αυτό κ αθόλη τη διάρκειά του απαγορεύεται το ψάρεμά της. Αφαιρεί το κέλυφός της και απελευθερώνει- μόνο μία γαρίδα- περίπου 3.5 εκατομμύρια αυγά. Από όσα καταφέρει να αποθέσει στα φύκια περίπου 100 τελικά εκκολάπτονται. «Η γαρίδα είναι κανίβαλος», συμπληρώνει ο Χ.Σίμος, «η μια τρώει την άλλη, για όσο χρονικό διάστημα κάποια βρίσκεται απροστάτευτη από κέλυφος, είναι ευάλωτη και γίνεται συχνά βορρά της προστατευμένης. Για να προστατευτεί από τις επιθέσεις ή το κρύο, «αμμώνει» όπως λένε οι ψαράδες, κρύβεται στην άμμο δηλαδή. Άλλωστε η γαρίδα δεν κολυμπάει, ζει αποκλειστικά στο βυθό». Η ιδιαίτερη νοστιμιά αλλά και το μεγάλο μέγεθος που καθιστούν ξεχωριστή την γαρίδα του Αμβρακικού οφείλονται στο μεγάλο φορτίο πλαγκτόν που εντοπίζεται στα νερά του κόλπου, σχεδόν διπλάσιο ανά κυβικό μέτρο νερών από ότι στο Ιόνιο και το Αιγαίο. «Η γαρίδα εδώ τρέφεται καλά. Ο Αμβρακικός είναι λιβάδι για όλα τα ψάρια», μου λέει. «Και γιατί οι ψαράδες διαμαρτύρονται για μείωση των αλιευμάτων και εξαφάνιση κάποιων ειδών», τον ρωτάω.
«Αν λείπει ένα είδος από τον Αμβρακικό, λείπει και από το Ιόνιο», απαντάει. «Ο Αμβρακικός παραμένει μια καθαρή και πλούσια θάλασσα- αλλιώς δεν θα έρχονταν στα νερά του όλοι αυτοί οι πληθυσμοί των ψαριών για να τραφούν. Οι ψαράδες συγκρίνουν με δεδομένα παλαιότερων χρόνων, πριν συντελεστεί η υπεραλίευση όλων των θαλασσών του πλανήτη, όχι μόνο του Αμβρακικού. Πλέον δεν πετάς ένα διχτάκι και γεμίζεις ψάρια, πουθενά δε συμβαίνει αυτό».
Την επόμενη μέρα, στις 7 το πρωί στο ήσυχο λιμανάκι της Κορωνησίας, με παλιά λαϊκά από το ραδιοφωνάκι, τα ξαδέρφια Στέφανος και Σωτήρης Πατέντας, στα πενήντα τους χρόνια αμφότεροι, ξεψαρίζουν τον κόπο της αξημέρωτης νύχτας τους… Κρατάνε και οι δυο από οικογένεια ψαράδων, στην Άρτα το όνομα της οικογένειάς τους είναι ταυτισμένο με την Κορωνησία και το ψάρεμα. «Και οι πρόγονοί μου και ο παππούς μου, ψαράδες ήτανε. Η επαγγελματική μου άδεια είναι από τις παλιότερες σε όλη την περιοχή, την έχω από τον «πάππου» μου», μου λέει ο Στέφανος πάνω στο 9μετρο καϊκάκι, τον «Μάρσαλ». «Πως και το βάφτισες έτσι;», τον ρωτάω. «Από το Σχέδιο Μάρσαλ, ο παππούς μου που έβγαλε τότε την άδεια», μου λέει γελώντας. «Με το ψάρεμα ασχολούμαι από παιδί, βοηθώντας τον πατέρα μου και μετά τα 22 μου, επαγγελματικά. Άλλη δουλειά δεν έχω κάνει και ακόμα μόνο από τη θάλασσα ζω, δεν έχω άλλο βιοπορισμό».
«Οι ψαράδες ολοένα αυξάνονται- από το 2.000 οπότε κάποια επαγγέλματα “μπούκωσαν”, ειδικά μετά το 2010 και την κρίση, νέοι ψαράδες δραστηριοποιούνται συνεχώς, άνθρωποι που έκαναν τελείως διαφορετικά επαγγέλματα, κάποιοι με σπουδές, άλλοι που γύρισαν από την Αθήνα. Αγοράζουν σκάφη, εξοπλισμό, επενδύουν χρήματα και ξεκινούν…».
– Σου αρέσει η δουλειά σου;
– Ναι, είμαι αφεντικό του εαυτού μου, το πρόγραμμα το διαμορφώνω μαζί με τον συνεργάτη μου. Σωματικά δεν είναι πολύ κουραστικό το ψάρεμα, ψυχολογική είναι η πίεση γιατί «κυνηγάς» τα ψάρια και δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε χωράνε προβλέψεις.
Το μεροκάματο βγαίνει;
Βγαίνει, ναι. Αυτή η δουλειά με έχει υποστηρίξει να τα βγάλω πέρα με την κρίση, αξιοπρεπώς. Αν δουλεύεις και δεν αδιαφορείς, ένα μηνιάτικο, όπως αυτό ορίζεται σήμερα… θα βγει. Έχει πολύ ξενύχτι, με ελάχιστο ύπνο στο καμπινάκι, αλλά συνηθίζεται κι αυτό. Υπάρχουν νύχτες που πετάμε, ξεψαρίζουμε και ξαναρίχνουμε τα δίχτυα τρεις φορές σερί…
Τι ψαρεύετε; Μόνο γαρίδα;
Αν δεν υπήρχε η γαρίδα στον Αμβρακικό δε θα ‘χε μείνει ψαράς- είναι ο χρυσός του Αμβρακικού. Ακόμα και παλιότερα, όταν οι ποσότητες ήταν μεγαλύτερες και υπήρχαν αλιέυματα που πλέον εξαφανίστηκαν, όπως ο μπακαλιάρος και τα χελιδονόψαρα, οι ψαράδες της περιοχής στην γαρίδα στήριζαν την επιβίωσή τους. Κάποιες χρονιές που δεν υπήρχαν μεγάλες ποσότητες γιατί δεν είχε «πιάσει» (ευδοκιμήσει) ο γόνος, οι βάρκες έβγαιναν από τον Αμβρακικό και ψάρευαν κατά μήκος της ηπειρώτικης ακτογραμμής, από την Πρέβεζα μέχρι την Ηγουμενίτσα. Εκτός της γαρίδας ψαρεύουμε και γλώσες αλλά έχουμε μεγάλο πρόβλημα με τα δελφίνια που τις τρώνε από τα δίχτυα μας και τα ξεσκίζουνε. Είναι συμπαθέστατα αλλά υπάρχουν φορές που μας κάνουν πολύ μεγαλές ζημιές, σε σημείο να μην αξίζει ο κόπος και το ρίσκο που αναλαμβάνεις. Την γαρίδα δεν την προτιμούν, αυτό είναι άλλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα του ψαρέματός της.
«Το φόρτε του ψαρέματός της», συμπληρώνει ο ίδιος, «είναι από τα μέσα Απρίλη μέχρι και τα τέλη Ιουνίου. Πιάνουμε τότε γαρίδες έως και400 γραμμάρια το κομμάτι. Τον Ιούλιο σταματάμε και ξαναρχίζουμε τον Αύγουστο, μέχρι και τον Δεκέμβρη περίπου. Τότε η γαρίδα εξαφανίζεται γιατί για να προφυλαχθεί από το κρύο, «αμμώνει», μπαίνει σε ένα είδος χειμερίας νάρκης μέσα στην άμμο του πυθμένα. Πιάνουν τότε και δυνατοί νοτιάδες που σηκώνουν πάντα μεγάλα κύματα στον Αμβρακικό, είναι αδύνατο και για τις βάρκες να βγούνε».
Στον Αμβρακικό κυκλοφορούν μονίμως οι ίδιες πάνω- κάτω ιστορίες με μυθική χροιά «περί κάποιου ξένου επιστήμονα (του οποίου το όνομα κανείς εκάστοτε αφηγητής δεν θυμάται…) που ‘πε ότι ο Αμβρακικός μπορεί να ταίσει ψάρι όλη την Ευρώπη»… Ακόμα κι αν είναι υπερβολικές όσο οι διάφοροι αστικοί μύθοι, είναι αντιπροσωπευτικές των μεγάλων δυνατοτήτων του κόλπου στην αλιεία. Μια καλή ψαριά γαρίδας κυμαίνεται σήμερα στα 15- 20 κιλά- οι ποσότητες διατίθενται σε εμπόρους που τις διοχετεύουν στις κοντινές, τοπικές αγορές και σε ιδιοκτήτες ταβερνών έναντι 16 ευρώ/ κιλό. «Ο Αμβρακικός υπάρχουν μέρες που δίνει εκατοντάδες κιλά, ίσως και τόνους γαρίδας», λέει ο Στέφανος. «Είναι όμως μεγάλη η ζημιά της ληστρική αλιείας στην οποία αρκετοί επιδίδονται, με μεθόδους που καταστρέφουν κιόλας το γόνο- όπως τα «νταούλια», στεφάνια με πυκνή πλέξη που παραμένουν συνεχώς στο νερό και εγκλωβίζουν το γόνο, ή το «μπραγάνι», έναν σάκο που σηκώνει όλοκληρα τμήματα του βυθού».
Ο Στέφανος είναι από τους (πολλούς) ψαράδες εκείνους που αγαπούν πραγματικά τον Αμβρακικό και την ολότητα των πλασμάτων που τον αποτελούν- ακόμα κι εκείνα που δυνητικά μπορούν να τον ζημιώσουν. Όταν του απευθύνω την (κλασική) δημοσιογραφική ερώτηση «η πιο όμορφη ανάμνηση σου μετά από τόσα χρόνια σε αυτή την θάλασσα;», διαλέγει αντανακλαστικά την παρακάτω ιστορία…
«Πριν λίγα χρόνια προσπαθούσαμε μεσοπέλαγα επί μία ώρα να απελευθερώσουμε ένα δελφίνι από δίχτυα- είχε μπλέξει η ουρά του στη σημαδούρα και είχε πανικοβληθεί, είναι πολύ ευαίσθητα θηλαστικά τα δελφίνια, με ψυχή… Όσο προσπαθούσαμε να το βοηθήσουμε, μαζεύονταν γύρω μας όλο και περισσότερα, έφτασαν να είναι δεκάδες. Το τι έγινε όταν απελευθερώσαμε τον φίλο τους, δεν περιγράφεται- έκαναν σαν μικρά παιδιά, χαρούμενα, έπαιζαν, τινάζονταν έξω από το νερό κι έκαναν φιγούρες, «πέταγαν» δίπλα μας και σχεδόν μας ακουμπούσαν. Ήταν ο τρόπος τους να πούνε ευχαριστώ».
huffingtonpost