“Οτι το πραγματικόν όνομα βουνοΰ, κώμης καί Μονής είναι Πύλαιον» βεβαιοΰται εκ της ΰπερκειμένης οχύρωσις αποτελούμενη εκ περιβόλου έκτεταμένου δι’ ισχυρών τειχών πλάτους 2,4 μ. υψουμένων έπί τοΰ χείλους τών πρό αυτού βαθειών χαραδρών ή ενισχυμένου δια τεχνητών κρημνών Ή επί τούτου είσοδος κείται κατά τήν νοτιοδυτικήν πλευραν, σώζεται δέ μέχρι σήμερον εις ύψος υπέρ τά 2 μέτρα ή βορεία παραστάς τοΰ πυλώνος διακρινόμενη έν τή αριστερά, πρό τής χαράδρας και παρά τόν απότομον βράχον, παρά τον όποιον και ή εις τον πυλώνα άγουσα όδός. Ή αυτή παραστάς διακρίνεται εν τη ένθα σημειοΰται και ή οπή, εις ήν είσήρχετο ό ασφαλιστικός μάνδαλος τής βόρειας φρουριακής πύλης.
Ό διακρινόμενος περίβολος έχρησιμευσεν ασφαλώς ώς τό τελευταίον καταφύγιον των αμυνομένων, ήτο δηλ. ή ακρόπολις μεγαλυτέρου φρουριακοΰ συγκροτήματος περιλαμβάνοντος ολόκληρον τόν νΰν κατοικημένον χώρον μετά τοΰ μικροΰ πέριξ υψιπέδου μέχρι τοΰ χείλους τής μεγάλης κατωφερείας. έφ’οΰ υψούτο ό έσωτερικός περίβολος. Ούτος δέ κατάρρευσας σϋν τη παρόδω τού χρόνου και ένεκα τού σαθροΰ έδάφους εσχημάτισεν διά τών θεμελίων του τό ύψίπεδον ΝΔ άποψις της Μονής.
Τοιαύτη υψίπεδα έκ των αυτών λόγων σχηματισθέντα σώζονται και άλλαχού ώς έν Βέροια και Έδέσση. Τόν έξωτερικόν περίβολον,ενίσχυεν ή φυσική τάφρος τοΰ Γρεβενίτικου ποταμού, όστις φέρων κατά την βάσιν τών ημικυκλικών η ελλειψοειδών λίαν κατωφερειών προπόδων τοΰ βουνού περιβάλλει τούτον σχεδόν ήμικυκλικώς άπό ΒΔ προς ΝΑ καί έκεΐθεν πρός ΝΔ .
Η είς τά καλϋτερον διατηρούμενα μέρη τών τειχών τούτων παρατηρούμενη τειχοδομία έχει εκτελεσθή κατά τό’Ιουστιάνειον σύστημα ήτοι τό δια παρεμβολή: 4·5 παραλλήλων σειρών εξ οπτοπλίνθων κατά ισοϋψείς αποστάσεις τής κοινής άργολιθοδομίας.
Τό σύστημα όμως τούτο γενικευθέν και χρησιμοποιηθέν και κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους μικράν θα παρείχε συμβολήν προς άπόδειξιν της υπό τοΰ Ιουστινιανού κτίσεως τού φρουρίου τούτου, αν μή άνέφερεν αυτό όνομαστί έν τώ καταλόγω τών φρουρίων ο ιστορικός ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ έν τω περί Κτισμάτων (Δ. 425) έργω αυτού γράφων «ανενεώθη δε, τάδε… “Απις, Πήλεον, Κώμη Πακούε Σκυδρέων πόλ:ιςς . Ευρώπη».
‘Αλλά καί τό χωρίον τούτο τοΰ Προκοπίου παρέχει αρκετός δυσκολίας.
Ό συγγραφεϋς δηλ. αναγραφών έν τώ κατάλογοι τα τοπιωνύμια τών ΰπό τού βασιλέως ανεγερθέντων φρουρίων, δεν ορίζει άκριβέστερον τάς χώρας ή τάς επαρχίας, έν αίς τά φρούρια ταύτα έχουσιν ίδρυθή, έκτος δέ τούτου τά πλείστα είλημμένα έκ τής Λατινικής ή οντα Λατινικά τοπωνύμια έκ κακής ή άστοχου μεταφοράς αυτών εϊς τήν Εληνικήν παραμένουσιν ασαφή καί δέν είναι δυνατόν νά ταυτισθώσιν.
Ούτως ο Προκόπιος τοποθετών την ( Σκυδρέων πόλιν ) και την Πούψαλον», αίτιες νομίζω, ότι δεν είναι άλλαι ή ή Σκύδρα καΐ ή Αψαλός της κεντρικής Μακεδονίας, είς την “Ηπειρον την νέαν, καθιστά άμφίβολον, άν πρόκειται περί άλλων συνονύμων πόλεων ή τοπωνυμίων κειμένων έν τή Ήπειρο) τή νέα ή περί τών τής Μακεδονίας.
Τό αυτό ποιεί και περί τοΰ φρουρίου «Ευρώπη», ήν τοποθετεί εις τήν πάλαιαν “Ηπειρον, έν ώ ή αυτή πόλι «Ευρώπη», νΰν Εϋρωπος, κειμένη έν Μακεδονία φέρει επίσης άκρόπολιν οχυρωμένην
Επομένως δέν είναι εύδιάκριτον, αν πρόκειται περί δύο διαφόρων, άλλα συνωνύμων πόλεων έν διαφόροις έπαρχίαις κειμένων ή περί μιας καί της αυτής πόλεως εσφαλμένως άλλαχοΰ αναγραφομένης. Τό αυτό λεκτέον και δια τό ήμέτερον Πήλεον – Πίλεον -Πύλαιον, όπερ ο Προκόπιος καταλήγει εν τοις έν Ήπείρω νέα άνανεωθείσι φρουρίοις, εν ώ κείται έν τη δυτικωτάτη Μακεδονία καί ώς ελέχθη ανωτέρω, έπί τών ανατολικών προβούντων της Πίνδου.
Ή δυσκολία αύτη νομίζω, ότι αίρεται, αν δεχθώμεν, ότι ή βορεία οροσειρά τής Πίνδου κατά τήν έποχήν τοΰ Ιουστινιανού ΰπήγετο διοικητιχώς εις τήν “Ηπειρον.
Δέν ήτο άλλως τε δυνατόν ό μέγας οΰτος βασιλεύς να παρίδη τήν φύσει οχυράν καί στρατηγικωτάτην θέσιν, τήν δεσπόζουσαν τής μοναδικής έκ Μακεδονίας προς “Ηπειρον ή αντιθέτως όδοϋ άνοχύρωτον, άφ’ ού αύτη αποτελεί τήν πραγματικήν Πΰλην, δι’ ης έπιχοινωνοϋσιν αί δύο έπαρχίαι, ε!ς δε καί οφείλει ασφαλώς τό εαυτής όνομα, άλλα τουναντίον ένισχύσας ταύτην δια φρουρίου κατέστησε « πύργοισι έρυμνοτάτην ».
Τό ήμέτερον τοπωνΰμιον δέν πρέπει ωσαύτως νά συγχέεται ώς δήθεν παρεφθαρμένος τύπος, μέ τό όνομα Πήλιον, πόλιν τή; Δασοαρατίδος (πιθανώς νΰν Πλιάσαν), ΔΕΜΙΤΣΑ Μακεδονία 9 II σ. 605 και κυρίως 636 έξ., εις ην προ της είς Άσίαν εκστρατείας έξεστράτευσεν ό Μ. Αλέξανδρος «Αλέξανδρος δε παρά χόν Έριγώνα ποταμόν πορευόμενος είς Πήλιον πόλιν έστέλλβτο» (ΑΡΡΙΑΝ Άναβ. 1·5), διότι ή πόλις αΰτη διετηρησεν έκτοτε μέχρι σήμερον άμετάβλητον. τό εαυτής όνομα, ό δέ Προκόπιος θά έγνώριζε την πόλιν ταύτην και τήν όρθήν γραφήν τοΰ ονόματος άτε γνωρίζων καλώς καί τό τοΰ όρους της Θεσσαλίας, δπερ αναγράφει δΐς.έν Δ’ 3-6 «τό όρος τό Πήλιον», «εξ όρους τοΰ Πηλίου»” επομένως ό Προκόπιος δέν ανέγραψε τό τοπωνΰμιον παρηλλαγμένον, άλλ’ έδήλωσε τό όνομα, όπερ προύτίθετο νά καταστήση γνωστόν «τό Πύλεον », όπερ νομίζω, δτι ουδέν άλλο φύσει και θέσει είναι ή τό ήμέτερον Πήλεον- Πύλαιον.
Κατά ταύτα ή μοναδική και δύσβατος στενωπός ή έκ τής δυτικωτάτης Μακεδονία; πρός τήν “Ηπειρον άγουσα οχυρωθείσα υπό τοΰ Ιουστινιανού έλαβε τό όνομα Πήλεον-Πύλαιον.
Τό όνομα τούτο ίσως έφερε και πρό τής όχιυρώσεως διετήρησε δέ αυτό ασφαλώς μέχρι τών δέν έχρησιμοποιήθη υπό τοΰ κατακιητοΰ, οί δέ πεδινοί συνοικισμοί οΰδεμίαν παρεΐχον άσφάλειαν είς τους κατοίκους, ήναγκάσθησαν ούτοι νά άποσυρθώσιν εκ τών χθαμαλωτέρων καί περισσότερον ευπρόσβλητων μερών και νά ζητήσωσιν άαφαλέστερον καταφύγιον ύπό τό ήρειπωμένον και δυσπρόσιτον κάστρον .
Επειδή δέ τό άρχικόν όνομα Πήλεον-Πύλαιον ειχεν ήδη άποβή άκατανόητονι ταυτίσαντες αυτό προς τό παραπλήσιον όνομα τοΰ ήρωος τής παραδόσεως μετέβαλον είς «Σπίλος-Σπύλος -Σπήλος ή Σπήλιος , Σπύλιος – Σπίλιος » καί δια τους άνωτέρω εκτεθέντος λόγους μετέτρεψαν εΐς«Σπήλαιον», όπερ είναι σήμερον καί τό έπίσημον όνομα τού συνοικισμού καί τού βουνού αντί τού ορθού «Πύλαιον».
Ή Ί. Μονή τοΰ Πυλαίου. Αύτη ανεγερθεϊσα μεταξύ τής ΒΑ είσοδου καί τού συν-οικισμού και έπί ορθογωνίου έλαφρώς πρός νότον αποκλίνοντος χώρου παρουσιάζει όψιν τετραγώνου περιβόλου, , ούτινος την μέν βόρεια καί δυτική καταλαμβάνουσι διάφορα κτίρια, έν οίς το ήγουμενείον, τά κελλία τών μοναχών, οί ξενώνες και αϊ άποθήκαι κάτω καί κατά τήν νοτιοδυτικήν γωνίαν κείται ή ημιυ-πόγειος κρύπτη τών κειμηλίων, έν τή νοτία πλευρά ύπάρχουσιν ήττονος σημασίας κτίρια, τήν δέ άνατολικήν κλείει απλούς μανδρότοιχος.
Εις τό μέσον τού περιβόλου τούτου άνηγέρθη τό καθολικόν τής Μονής. Ή Μονή είναι Σταυροπηγιακή ανήκουσα ποτέ διοικητικούς είς την Άρχιεπισκοπήν Άχριδών καί καθηγιάσθη έπ’ ονόματι τής Πανυπεράγνου Δεσποίνης Θεοτόκου καί Άειπαρθένου Μαρίας. Τον δέ χρόνον τής ανεγέρσεως και άνιστορίσεως τής Μονής γνωρίζομεν ακριβώς εκ τών έν τω καθολικω άναγεγραμμένων επιγραφών, όν αί δύο κτητορικαί, αί δέ λοιπαί πέντε ανάγονται είς τήν άνιστόρησιν.
Ή μία τών κτητορικών κειμένη εις τήν εξωτερικήν πλευράν τού νοτίου κλιτούς εχει έν μεταγραφή οΰτως «Ι.ΧΝ.Κ. Σταυροπήγιον Πατριαοχικόν άγιασθέν έπ’ονόματι τής Πανυπεραγνού Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας έν τή θεοσώστω και πολύ- εβάστου έπαρχίας Γρεβενών έν τώ ιδίω θελήματι του Μακιριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κλήμεντος Α’ Ίουσανιανής Άχριδών καϊ έκ θελήματος τού κατά τόπον αρχιερατεύοντος κυρίου κύρ Γαβριήλ εκ χωρίου Μηλιάς Μετοόβου έπί βασιλέως Σουλτάν Μουράτ ΖΡΜΑ άπύ κτίσεως ΑΧΛΓ άπό Χριστού. Κτίτορες Δημητρίου Ιερέως, Παχωμίου άπό Ιερομόναχου. Γαλαχτίου ιερομονάχου Παρθενίου τών Μοναχών, Δημητρίου Ιερέως Μαίου ΚΗ Ή δέ ετέρα ώς έξής Σταυροπήγιον Πάτριαρχικόν άγιασθέν έπ’ ονόματι τής Ύπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης έν τώ ίδίω θελήματι παρά κυρίου κυρ Μελετίου Μακαριωτάτον Άχριδών Πατριάρχου ΑΧΛΓ».
Ό συνήθης τύπος τών κτιτορικών επιγραφών είναι «άνηγέρθη έκ βάθρων καί άνεκαινίσθη άνηγέρθη έκ θεμελίων, άνηγέρθη έκ βάθρων θεμέλιον και άνοικοδοιιήθη. κ.τ.τ.»,άντί τούτων άμφότεραι αί έπιγραφαί ημών άρχονται διά τοϋ «Σταυροπή-γίου άγιασθέν» και θά ήδύνατό τις νά υπόθεση.ότι τό καθολικόν είχεν άνεγρθή παλαιότερον καί καθηγιάθη ώς Σταυροπήγιον τό 1633, άν μη εις την εξωτερικήν πλευράν τού νοτίου χώρου ήτο άναγεγραμμένον διά κεράμων τό αυτό έτος
Κατά την πρώτην έπιγραφήν τό σταυροπήγιον καθηγιάσθη επί βασιλείας Σουλτάν Μουράτ. Ό Μουράτ δέ ούτος δέκατος έβδομος έν τη σειρά τών Σουλτάνων γνωστός ΰπό τό όνομα Μουράτ Δ’ έβασίλευαε δέκα επτά ετη 1623 – 1640 (βλ. Α. ΒΑΠΟΡΙΔΟΥ Βιογραφική Ιστορία τών Σουλτάνων τής οθωμανικής αυτοκρατορίας τομ. Β’ σ. 55- 65. Κων/πολις 1885
Αί έπιγραφαί όμως παρέχουσι πράγματα εις τά αναφερόμενα ονόματα τών αρχιερέων. Ό κατά τόπους δηλ. άρχιερατεύων Γαβριήλ καταγόμενος έκ χωρίου Μηλιάς Μετσόβου είναι προφανώς ό αρχιεπίσκοπος Γρεβενών.’Υπό τό όνομα όμως τούτο ό μεν ‘Αμασείας “Ανθιμος έν τω χρονολογικώ καταλόγω τών πάλαι ποτέ Αρχιεπισκόπων Α’ Ίουοτινιανής Αχριδών(ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ετος Θ’ 1888-89 Σ 158 κέ. Κων/πολις) αναγράφει τόν Γαβριήλ ώς 54ον Άρχιεπίσχοπον Άχριδών 1585-1594 Ό δε Der Patrarechat von Axrida σ. 26, Leipeig 1902) τόν αυτόν ώς 42ΟΝ κατά σειράν τό 1551, ακολουθών τόν Golumbinski νομίζει όμως oτι είναι κατά σειράν νεώτερος. Ό Ιεράρχης ούτος είναι ό κατά Murawieff Verhaltinis Russlands zum Osten II σ. 167, 51. St..Petersburg 1858) μειαταβάς τό1586 είς Ρωσσίαν δι’ έπαιτείαν, και κατά τήν έπιστροφήν επισκεφθείς τόν Στέφανον Μπατόρυ, έλαβεν ΰποσχετιχήν επιστολήν προς τόν Σίξτον τόν Ε’. “Ετερον αναφέρει τό1593, άλλ’ υποθέτει, ότι είναι ό αυτός τώ 42ω . “Οθεν οι υπό τοϋ Ceizsr 1551,1586 και 1593 αναφερόμενοι είναι εν και τό αυτό πρόσωπον τοΰ Γαβριήλ 42ου κατά σειράν Αρχιεπισκόπου Άχριδών και ό αυτός όν ό Άμασείας “Ανθιμος ονομάζει 540ν.
Προσθέτω ενταύθα, ότι έν τή ημετέρα μονή σννήλθον τή προστάξει και έγκρίσει τοΰ Μακαριωτάτου Άχριδών Παρθενίου οι διά τήν πλήρωσιν τής χηρευούσης Μητροπόλεος Πελαγονίας ορισθέντες τρες Αρχιεπίσκοποι τό 1679. Τό υπόμνημα τής εκλογή;ς όπερ δημοσιεύει ό Gezler. σ. 46), έχει οϋτως: «+Τής α “Ιου•σχινιιινής Άχριδών καί πάσης Βουλγαρίας Παρθένιου + Τής άγιωτάτη; Μητροπόλεως Πελαγονίας άνευ προσιάτου έναπομεινάσης διά τε τοΰ έν αύτή προεδρεύοντος πρώην Άχριδών κυρίου Γρηγορίου οικειοθελώς παραιτησαμένου, ήμεΐς ουν οι έν τή αγιότατη αρχιεπισκοπή ταύτη Άχρίδος καί πάσης Βουλγαρία; διατελούντες αρχιερείς συνελθόντες καί τή προστάξει καί τη έγκρίσει τού μακαριωτάτου ήμών δεσποτου_κυρίου κυρίου Παρθενίου ένδον τοΰ ναοΰ τής Ύπεραγίας θεοτόκου είσελθοντες τής λεγομένης Σπηλαίου έν;Γρεβενά καϊ ψήφους χανονικάς ποιήσαντες, τό τις άρα είναι ο άξιος εις τό προστατεϋειν και ποιμένειν τά έκείσε λογιχά πρόβατα τοΰ κ ή. Ί. Χριστού, πρώτον μέν έθέμέθα τον θεοφιλέστατον έπίσκοπον Διβρών κύριον Μητροφάνην, έπειτα τόν πανιερώτατον Σισανίου κύριον Λεόντιον καϊ τρίτον έξελέξαμεν τόν όσιώτατον εν Ιερομόναχοις κύριον Γερμανόν, έξ ών ο πρώτος τών άλλων ευρέθη βέλτιστος καϊ άξιος τοΰ ποιμένειν τήν άνωθεν δια. ληφθείσαν άγίαν Μητρόπολιν.”Οθεν και διά το ασφαλές έγράφη τό παρόν υπόμνημα και κατεστρώθη έν τώ παρόντι θείω κώδηκι τής άγιοτάτης εκκλησίας Άχρίδος εις μνήμην άίδιον τών μεταγενεστέρων. Έν έτει σωτηρίω αχοθ, μηνός μεταγενεστέρων. Έν έ’τει σωτηρίψ αχοθ, μηνός
+ ό ποώην “Αχριδών Γρηγόριος
Σισανίου Λεόντιος
Καστοριάς Διονύσιος
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΑρχιτεκτονική
, Τό Καθολικόν τής ημετέρας Μονής είναι ό συνήθης αγιορείτικος τύπος εκκλησίας έχούσης την αψίδα εις τό μέσον τής ανατολικής πλενράς μετά κογχών κατά τό διακονικόν και την πρόθεσιν και δύο κατά τάς εκατέρωθεν μακράς πλευρά χορών. Ό τύπος ούτος ίσταται μεταξύ τών άρχιτεκτο- νικών μορφών τών καθολικών τών έν Μετεώροις Μονών τής Μεταμορφώσεως καί τού Βαρλαάμ καί αποτελεί διά τών αρχιτεκτονικών διαφορών παραλλαγήν τίνα, ής συνέχεια ή τον καθολικοΰ τής Μονής τού Άγ. Στεφάνου Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Βυζαντινά μνημεία τής Θεσπαλίας κατά τόν ΙΓ’ καί ΙΔ’ αί. καϊ έν ΕΠΕΤ. ΒΥΖ. ΣΠΟΥΔΩΝ τ. Θ 38 1 κέ. είχ. 13, 16 και 19»,
Φρονώ δε ότι ό τεχνίτης τού ημετέρου καθολικού έχει ύποστή άρκετήν έπίδρασιν έκ τών καθολικών τών Μετεώρων, άτινα μόλις όκτάωρον έντεΰθεν άπέχουσιν. Εις τό μέσον τής ανατολικής πλευράς πεντάπλενρος άψίς φέρει άνω και κάτω δύο σειράς τυφλών τόξων μετά διπλών πλαισίων και δίλοβον παράθυρον κατά τό μέσον τής κάτω σειράς τών τόξων όμοίας κατασκευής είναι και αί εκατέρωθεν τρίπλευροι κόγχαι έκατέρα τούτων φέρει εις τό μέσον επίσης τής κατωτέρας σειράς τών τυφλών τόξων ταπεινον .ταράθυρον. Τής αυτής κατασκευής είναι και οί εκατέρωθεν χοροί κόγχαι και χοροί έδραζόμενοι έπί ημικυκλικών ελαφρώς προεχόντων τοίχων είναι κατεσκευασμένοι δι’ ισοϋψών λίθων και μιας σειράς όπτοπλίνθων, αμφοτέρων διατεταγμένων εις παραλλήλους γράμμας συνέχεις και μή διακοπτόμενας διά παρεμβολή καθέτων όπτοπλίνθων ώς έν ταϊς έχκλησίαις τών Αθηνών Αγ. Θεοδώρων Καπνικαρέας, Νικόδημου, “Ομορφης Εκκλησιάς, Δαφνιού κ.λ.π. ή δια κεραμεικών διακοσμήσεων (.πρβ.ΑΝΔΡ.- ΞΥΓΟΠΟΥΛΟΥ Εΰρετηριον τών μνημείων τής Έλλάδος τεΰχ. εικ. 55, 56, 61, 73, 79. Αθήναι 1929 ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΥ τεύχ. Γ’ είκ. 172, 293, 294. Αθήναι1933. Τοΰ αυτού Βυζαντινά μνημεία τής Καστοριά Αθήναι 1939. DIEIL-Manuel D’art Byzantin S 724 kέ είκ. 365. 366. Ή λοιπή τοχοδομία αποτελείται έκ κοινής Άργολιθοδομιας
Αντί παραθύρων είς τάς μακράς πλευρά; φέρει στενά έπιμήκη ανοίγματα μετά πλαισίων εΰρυνόμενα εσωτερικώς ώς αί τυφεκήθραι .
Η μετάβασις από τών τοίχων εις την στέγην επίσης απλή. Ή κεράμωσις έγένετο διά πλακών έκ σχιστυλίθου λόγω τών ισχυρών ανέμων
Εις το μέσον της στέγης τής εκκλησίας ΰψούται ο πολυγωνικός μάλλον ταπεινός τρούλλος επιμελώς έχτισμένος δια τετραγώνων πλίνθοπεριβλήτων λίθων εκάστη τούτου πλευρά φέρει τυφλόν τόξον μετά διπλού άνω πλαισίου στηριζόμενου εις τον κιονίσκον έκάστης γωνίας είς δε τό μέσον τού τύμπανου τών τυφλών τόξων στεναί θυρίδες εναλλάξ. “Ομοιος τρίφυλλος κατά τι ταπεινότερος ύψούται όπισθεν τής έγχηρσίας στέγης τού νάρθηχος η λητής όμοίας κατασκευής πλην άνευ χρήσεως οπτοπλίνθων .
Ες τό μέσον τής δυτικής πλευρά; σημειούται έξωθεν καί άνωθεν τής εισόδου άετωμάτιον, οπερ καλύπτεται υπό τής στέγης τής νεωτέρας προς δυσμάς προσθήκη τού έξωνάρθηκος .
Διά τής μεικτής τοιχοδομίας ό τεχνίτης επέτυχε νά έξάρη τα κυρία σημεία τής εκκλησίας, κόγχας και χορούς, και χαρακτήρισας τον τρούλλον ώς τό κυριώτατον μέρος έποίκιλλεν αυτόν διά πλούσιας χρήσεως όπτοπλίνθων. Ρομβοειδή τίνα άνωθεν τοΰ διλόβου της αψίδας παραθύρον σχήματα καί ό κάτωθεν του άετού τής ανατολικής πλευράς σταυρός αποτελούσι την μόνην κεραμεικήν διαχόσμησιν. ‘Η δέ χρησιμοποίησις τών ποικίλων έν τώ αυτώ κτιρίω οίκοδομικών τρόπων φρονώ, ότι εκφράζει μέν τήν προσπάθειαν τού τεχνίτου προς μίμησιν τοιχοδομίας παλαιοτέρων μνημείων, δεικνύει όμως εν ταύτω καΐ την τάσιν τής μεταβάσεως από τής συνθέτου τοιχοδομίας εις τήν άπλην άργολιθοδομίαν, ήτις μετ’ ολίγον επικρατεί καί γενικεύεται.
Έν δέ τώ εσωτερικώ δύο ισχυροί τετράγωνοι πεσσοί προς ανατολάς καί δύο όμοιοι προς δυσμάς μετά των τεσσάρων κιόνων, έφ’ ών στηρίζεται ο τρούλλος υποβαστάζουσι το όλον συγκρότημα τής στέγης καί παρέχουσι την μορφήν βασιλικής μετά τρούλλου και χορών. “Η δέ στέγη σχηματιζόμενη διά οριζοντίων και εγκάρσιων καμάρων φέρει κατά τας τέσσαρας γωνίας ήμισφαιρικάς στέγας, ών έν τοίς συσχρονοίς καθολοκοίς τών αττικών Μονών Άσωμάτωνν Πετράκη, Καρέα, Άστερίου βλ.ΟΡΛΑΝΔΟΥ. ευρετήριο εΐκ. 158, 208, 223) έν Κϊlisee τζαμί Κωνσταντινουπόλεως (DIEHL ε.α είκ. 194) κλπ. έν ω έν τω νεωτέρω καθολικού τής Μονής τοΰ ‘Αγ. Στεφάνου τών Μετεώρων τά μέν πρός ανατολάς ημισφαίρια διανοιγέντα μετεσχηματίσθησαν εις στενούς ραδινούς τρουλλίσκους, παραλείπονται δέ τά κατά τάς γωνία; τής δυτικής πλευράς (πρβ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ έ.ά. είκ. 18 καί 19). Ό δέ νάρθηκας διά τών δύο εκατέρωθεν αμφοτέρων τών θυρών ισχυρώς προεχουσών δίκην πεσσών παραστάδων, έφ’ών εδράζεται ό τρούλλος, σχηματίζει εις τό μέσον ευρύχωρον οίονεί διάδρομον, από τής έςωτερικής θύρας προς τήν έκκληαίαν μετά δύο εκατέρωθεν σχεδόν τριγώνων διαμερισμάτων
Ό κυρίως ναός χωρίζεται από της άψίδος της προθέσεως καί του διακονικού δια ξυλογλύπτου τέμπλου λαμπράς τέχνης μετά βημοθύρων θαυμάσιας διακοσμήσεως.
Ζωγραφική. Τό έσωτεριχόν τού καθολικού είναι κατάγραφον: αί τοιχογραφίαι όμως καλυπτόμεναι ύπό τού ρύπου των καπνών είναι δυσδιάκριτοι. Επειδή δέ τό φώς καί έν πλήρει μεσημβρία είναι άμυδρόν, έλειπον δέ καί τά τεχνικά μέσα, δέν ήτο δυνατόν νά ληφθώσιν άπεικονίσεις. Τήν ελλειψιν ταύτην άναπληρούσιν αϊ επί των δίκην αντερεισμάτων τετραγώνων ξύλινων δοκών τών μεταξύ τών κιόνων και τών πεσσών χρώματι άναγεγραμμέναι έπιγραφαί δηλωτικοί τοΰ τρόπου καί τοΰ χρόνου τής άνιστορήσεως εχουσαι οϋτως «Άνιστορήθη ή θεία τρούλα και οι δύο χοροί έως της κολώνες καί υπάρχει ξόδος τοΰ μακαρίτου κύρ Παχωιιίου ιερομόναχου και πρώην καθηγουμένου και κτίτορος αχμ
Έτερα: Άνιστορήθη τό θείον καί Ιερόν θυσιαστήριον δι’ εξόδων τοΰ Πανοσιωτάτου έν Ίερομονάχοις [κύρ Γαλακτίον] έ’τος ζρμΘ. από Χρίστου αχμ και ετελειώθη έν μηνί Σεπτέμβριο) ΚΣΤ ».
Τρίτη: Διά συνδρομής και κόπων Γαλακτίου “Ιερομόναχου και Καθηγουμένου Χειρ Νικολάου Ζωγράφου και “Ιωάννου
Τετάρτη: «Ώ Θεοτόκε Παρθένε χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ό κύριος μετά Σοΰ Ευλογημένη σύ έν γυναιξί και ευλογημένος ό καρπός τής κοιλίας σου Πάναγνε.Διά συνδρομής τού Πανοσιωτάτου καθηγουμένου Χριστόφορου “Ιερομόναχου έκ χωρίου Κοσματέους. Ίστορήθη άπό τους χορούς και κάτωθεν ίσως τήν θύραν Έτελειώθη μηνί Αύγουστου ζρξςτ
Πέμπτη: «Άνιστορήθη ό θείος καί πάνσεπτος ούτος ναός τής Πανυπερευλογημένης ενδόξου δεσπίνης ημών Θεοτόκου καί άειπαρθένου Μαρίας διά συνδρομής, κόπου και εξόδου τού Πονοσιωτάτου καθηγουμένου Χριστόφορου”Ιερομόναχου έπ’ έτους , ΖΡΞΣΤ’ καί άπό Χριστού ΑΧΝΗ’ και έτελειώθη έν μηνί Αύγούστω Διά χειρός καμού τού αμαρτωλού Μηχάλη Ζωγράφου έκ χώρας ….ας και Ηλία Ζωγράφου έκ χώρας Βουρβουτσικού
“Εκ τών άνωτέρω επιγραφών ή πρώτη, δευτέρα και.τετάρτη είναι αναθηματικαί τών διά τήν άνιστόρησιν δαπανησάντων καθηγουμένων Παχωμίου. Γαλακτίου και Χριστόφορου, Ιερομόναχων. Τήν δευτέραν συνεπλήρωοα διά τού κύρ_Γαλακτίου», διότι ούτος είναι ό έτερος τών Ιερομόναχων μεταξύ τών κτιτόρων καί φαίνεται, ότι διεδέχθη έν τή ήγουμενεία τόν Παχώμιον άλλως τε ο αυτός αναφέρεται και υπό τών ίστορησάντων μέρος τού Καθολικού ζωγράφων, Νικολάου και “Ιωάννου. Ή δέ τρίτη και ή πέμπτη άνεγράφησαν ΰπό τών ζωγράφων τού δευτέρου και τού τρίτου τμήματος τής άνιστορήσεως. Έκ τού λεκτικού όμως τής πρώτης επιγραφής φαίνεται, ότι έκτός τών αναφερομένων ζωγράφων είργάσθησαν καί άλλοι ζωγράφοι, άγνωστον πόσοι, διά τήν άνιοτόρησιν τής τρούλας και τών χορών
Κατά ταύτα τό μεν Καθολικόν άνηγέρθη τό 1633 ή δέ ή άνιστόρησις ήρξατο τό1640 ήτοι μετά έπταετίαν διά χρημάτων, όπερ κατέλιπεν « υπάρχει ξόδος » ό πρώην καθηγούμενος και κτίτωρ Παχώμιος, όστς είχεν ήδη αποθάνει. Τήν άνιστόρησιν έξηχολούθησε μετά εν έτος ήτοι τό 1641 ό διάδοχος του Παχωμίου Γαλάκτιος διά τών ζωγράφων Νικολάου και Ίωάννου εργασθέντων μέχρι τής 25 Σεπτεμβρίου τού αυτού έτους και άνιστορησάντων τό θυσιαστήριον. Ό δέ καθηγούμενος καί Ιερομόναχος Χριστόφορος έκ Κοσματέων τών Γρεβενών έδαπάνησε τό 1658 διά τήν άποπεράτωσιν τής άνιστορήσεως τού υπολοίπου τού Καθολικού χρησιμοποιήσας τους ζωγράφους Μιχάλην καί Ήλίαν, οίτινες έτελείωσαν τό έργον τήν10 Αυγούστου 1648
Ή δέ τεχνοτροπία, ήν άκολουθούσιν οί ζωγράφοι ούτοι, έξ όσων ήδυνήθην νά παρατηρήσω, είναι ή γνωστή Μακεδονική.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
1) Κώδιξ χαρτώος «Τριώδιον» φφ. 278 ακέφαλος κολοβός άρχεται «προβλέπει ο άβακούμ.. » τελειώνει «πότης ούτος δέ τι εάν θε» Στάχωσις ξυλίνη έπενδεδυμένη διά βύρσης μετά ρομβοειδών γραμμών και φύλλων έν κύκλοις έμπιέστων ράχις έφθαρμένη 13ο» αιώνος.
2) Κώδιξ χαρτώος άπό φ. 1 έως φφ. 100 Συναξάριον. Άπό φφ. 160 εως φφ. 181 περγα-μηνή «Λόγοι Γεωργίου Άκροπυλίτου» άπό φφ. 181 έως φ. 188 σπάραγμα έτέρου χαρτώου κώδιχος• φφ. 188 περιέχει σημειώσεις άπό φ. 190 μέχρι φ. 196 περγαμηνή με τον τίτλον τών αγίων τεσσαράχοντα μαρτύρων τών έν σεβαστεία τή πόλει μαοτυρησάντων. Άπό φ. 190 μέχρις φφ. 195 απόσπασμα έξ έτέρου χαρτώου χώδιχος έφθαρμένου και τυλφοβρώτου. Έν τω φ. 196 καχότεχνος μιχρογραφία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, κάτωθεν ταύτης « Λόγοι 15 Ιωάννου του Χρυσοστόμου». Μέχρι φφ. 200 σπάραγμα έξ έτερου κώδιχος περγαμηνού. Στερείται σταχώσεως διατήρησις μετριωιάτη.
3)Κώδιξ χαρτώος ψαλτήριον διαστ. 0,21 Χ 0,14, φύλλο 108, στάχωσις ξύλινη, ελλιπής τά εμπροσθεν. Άρχεται «άκουσον θύγατερ και ίδε και κλίνε τό ούς σου». Λήγει «δόξα σοι ό θεός ημών δόξα σοι κα πάλιν έρώ δόξα σοι». Έν φφ. 6, 9, 11, 15, 17, 18, 23, 24, 33, 34, 44, 45, 47, 53, 56, 57, 63, 65, 69, 99 και 105 σημειώσεις έν τη ωα έτερα χειρί έν φ. 56 διά πράσινης μελάνης. Έν φφ. 33, 75 και 97 έπίτιτλοι οιονεί καλλιτεχνικοί ποικιλόχρωμοι. Αρχικά κεφαλαία γράμματα ερυθρά μελάνη τά μεγαλύτερα δίχρωμα η τρίχρωμα έν φφ. 101 προσθήκη Ιδία χειρί καί μελάνη. Κατά τήν κάτω γωνίαν μυόβρωτον. Διατήρησις άρκετά καλή 18°» αιώνος.
4)”Ομοιος. Νομοκάνων, Στάχωσις ξυλίνη ελλιπής τά έμπροσθεν φύλλα 90, ακέφαλος, κολοβός, άρχεται «όνομα προστίθησι χροίζι ώς έκούσιον φόνον» λήγει «διδάσκαλος ουκ έπεχρ. ‘| ναυτα και έτερου πλοίου». Φύλλον 82 άπεσπασμένον, Διατήρησις καλή.Ή κάτω γωνία {φθαρμένη έν πάσι τοις φύλλοις 18ου αιώνος.
5) “Ομοιος Τριώδιον. Άστάχωτος, ακέφαλος, κολοβός φφ. 62. Άρχεται «του παντελώς ου μή άναστη είς αυτήν». Λήγει «και κεφαλήν σύν τοις πάσι και τοις έντοσθιδίοις και καταλάψετε» αί λοιποί σειραι έσχισμέναι. Φφ. 1,2» άπεσπασμένα, έν φ. 3 σημειώσεις άλλη χειρί έν φ. 6 ή κάτω ωα συμπεπληρωμένη δι’ ετέρου προσκεχολλημένου χάρτου. Τό φ. 7 άπεσπασμένον. Τά φφ. 18 και 22 έσχισμένα τό πλείστον. Τό φ. 23 ελλείπει. Τό φ. 24 κατά τήν άνω δεξιάν γωνίαν έσχισμένον. Τό φ. 20 άπό του δεξιού μέσου τής ώας τά κάτω ουμπεπληρωμένον. Τά φφ. 23 27 κατά τήν άριστεράν ώαν ενισχυμένα προσθήκη χάρτου. “Ομοίως τό φ. 28 άπό του μέσου και κάτω. Αί επτά πρώται σειραί άποπεπλυμέναι λήγει «μετά φόβου θεού και αληθείας» Έπονται προσθήχαι έτέραις χερσίν. Τά φφ. 30-35 κα’ι 37 50 ενισχυμένα κατά τήν άριστεράν ωαν. Τά φφ, 54-62 ενισχυμένα κατα τήν κάτω ωαν. Άπό φφ. 29 μέχρι τέλους ηλλοιωμένος έκ διαβροχής 18ου αιώνος.
6) “Ομοιος χαρτώος, πλήρης, έν φακέλλω χαρτώο νεώτατος φφ. 117 έπένδυσις κνανώ φύλλω. Το κείμενον έν περιθωρίοις άρχεται «τω Πανιερωτάτω μηχροπολίτη άγίφ Ναζαρέτ κυρίω κυρίω νεοφύτω».Έν φ. 3 έπίτιτλον άτεχνον δυσι χρώμασι πεποιημένον κάτωθεν τούτου εγκώμια Θεοτόκου εως φφ. 34. Αρχικά κεφάλαια γράμματα έρυθρφ μελάνη και τό πλείστον του φ. 34. Τα λοιπά φύλλα άγραφα. Διατήρησις άριστη.
7) “Ομοιος, Νομοκάνων στάχωσις χάρτινη μετά βνρσίνης επενδύσεως φφ. 225. Ακέφαλος άρχεται «μετά δε ώς τανθρω.» λήγει «Τέλος του παρόντος νομίμου παρά μοναχού Λαυρέντιος ποτέ θέτου και πρωτοσύγγελος Ιεροσολύμων 1683 Σεπιεβρίω ιζ’». Τά φφ. 7 και 9 άγραφα ομοίως τό πλείστον του φφ. 8, έν ω χρονικόν άπό του 1756-1781. Έν φ. 10 έπίτιτλον πολύχρωμον κάτωθεν τούτου ό τίτλος «ώς ποτέ ξένοι χαίρονται ιδείν πατρίδα. Έν φφ. 11 νεώχεραι σημειώσεις άναφερόμεναι είς συμβάντα έν τω μοναστηρίω τω 1754 και 1756 Έν φ 12 έπίτιτλον, ου κάτωθεν πίναξ τών περιεχομένων του κωδικός νομοκάνων. Τό φ. 26 κατά το ήμισυ και ιό φφ. 26 ολόκληρον άγραφον. Έν φ. 27 έπίτιτλον τούτου κάτωθεν «αρχή συν θεώ του παρόντος νομοκάνων». Τό
φφ. 106 άγραφον, περιέχει μόνον την λέξιν «θάλασσαν». Τό ήμισυ του φ. 218 και τά φφ.218, 223, 224 και 225 καθ’ ολοκληρίαν άγραφα.Έν φφ. 224 και φφ. 225 διάφοροι σημειώσει; μεχά τής σφραγίδος τής Μονής 17 ου αιώνος.
8)Νομοχάνων όμοιος* σχάχωσις ξυλίνη μειά βυρσίνης έφθαομένης έπε\δύσεως φφ. 73. Ακέφαλος κολοβός Άοχεται « .. των προσώπου και λοιδόρησας τόν πλησίον », λήγει « φροσύνην θύων». Τό φφ. 73 έφθαρμένον κάτω. Έφθαρμένος χαι τιλφόβρωτος 18 ου αιώνος.
9) Νομοκάνων όμοιος στάχωσις ξυλίνη μετά βυρσίνη; έφθ<•ρμένΐ|ς επενδύσεως- ακέφαλος χαΐ κολοβός. Άρχεται «χα’ι περ’ι… τών Αγαθών προς τους δούλους», λήγει «επιτίμα ουδέ ό άνα…»-φφ. 133. Τιλφόβρωιος έφθαρμένος• 17ον ί\ 18″” αίώνο;.
Σάκης Πέτρου
Star-fm.gr: Δείτε και εδώ