“Η ρητορική του προέδρου της Τουρκίας Ερντογάν, με οιαδήποτε εκδοχή, ακόμη και με την πιο καλόπιστη, δυστυχώς υπονομεύει αμέσως ή εμμέσως τόσο τη Συνθήκη της Λωζάνης όσο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας”.
Τα παραπάνω δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την αντιφώνησή του στην τελετή ανακήρυξής του σε επίτιμο δημότη Έδεσσας.
“Γιατί πρέπει να τονίσω -και το λέω καλόπιστα- ότι εμείς είμαστε εκείνοι, οι οποίοι στηρίξαμε και στηρίζουμε τη συνταγματική νομιμότητα στην Τουρκία, εμείς επιθυμούμε σχέσεις καλής γειτονίας. Εμείς, η Ελλάδα είναι η πόρτα και το παράθυρο της Τουρκίας προς την Ευρώπη” τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόσθεσε: “Το επιθυμούμε αλλά αυτο προϋποθέτει ότι σεβόμαστε και την ιστορία και το Διεθνές Δίκαιο. Και είναι γνωστό ότι η Συνθήκη της Λωζάνης οριστικά και αμετάκλητα έχει καθορίσει τα σύνορα όχι μόνο της Ελλάδας με την Τουρκία αλλά και της Ευρώπης με την Τουρκία γιατί μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ τα σύνορα της Ελλάδας είναι και σύνορα της ΕΕ, αφού κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο τα σύνορα της ΕΕ είναι τα σύνορα των κρατών – μελών”.
Η Τουρκία, υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος, “οφείλει να κατανοήσει, πρώτον, ότι η Συνθήκη της Λωζάνης είναι αναπόσπαστο τμήμα του διεθνούς δικαίου, δεύτερον, ότι πρέπει να γίνεται σε κάθε περίπτωση σεβαστή και να μην υπονομεύεται με κανένα υπονοούμενο. Θέλω, επιπλέον, να τονίσω ότι μέσα από αυτό τον σεβασμό τού διεθνούς δικαίου μπορεί να διεκδικήσει, αν θέλει, να αποτελεί δημοκρατικώς οργανωμένο μέλος της διεθνούς κοινότητας”.
Σαφές μήνυμα στα Σκόπια
“Η Μακεδονία ήταν, είναι και θα παραμείνει ελληνική” τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος κι έστειλε μήνυμα προς τα Σκόπια, ότι όσο προβάλλουν αλυτρωτικές διεκδικήσεις δεν πρόκειται να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση διότι παραβιάζουν το ίδιο το ευρωπαϊκό δίκαιο.
“Η διεκδίκηση ονομάτων, που σημαίνει αλυτρωτισμό, παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο, γι’ αυτό δεν υπάρχει περίπτωση ένταξης των γειτόνων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί δεν πληρούν ούτε καν τις προϋποθέσεις του θεσμικού κεκτημένου της ΕΕ. Το καθιστούμε σαφές γιατί επιθυμούμε την καλή γειτονία και τη φιλία. Αλλά αυτή περνάει μέσα από τον σεβασμό της Ιστορίας και των θεσμών της ίδιας της Ευρώπης” υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος, στην αντιφώνησή του κατά την τελετή ανακήρυξής του σε επίτιμο δημότη Έδεσσας.
Στην προσφώνησή του, ο δήμαρχος, Δημήτρης Γιάννου χαρακτήρισε μεγάλη τιμή για την Έδεσσα την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας στις εορταστικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της πόλης, το 1912, από τον τουρκικό ζυγό.
Ολόκληρη η αντιφώνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος χαρακτήρισε εξαιρετική τιμή την απονομή του τίτλου του επίτιμου δημότη Εδεσσας και αναφέρθηκε αναλυτικά στην ιστορία της πόλης, έχει ως εξής:
“Ο εξαιρετικά τιμητικός τίτλος του Επίτιμου Δημότη του Δήμου Έδεσσας, της Πόλης των νερών και της Ιστορίας, ο οποίος απονέμεται όχι βεβαίως στο πρόσωπό μου αλλά στον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, με συνοδεύει εφεξής ως βαρύ εθνικό χρέος υπηρέτησης, χωρίς κανένα συμβιβασμό, των παρακαταθηκών της Έδεσσας που αναβλύζουν από την δική της Εθνική Κληρονομιά. Ιδίως δε την Κληρονομιά που συνδέεται, όπως θα εξηγήσω εκτενέστερα, με το έπος του Μακεδονικού Αγώνα και της υπεράσπισης της Ελληνικότητας της Μακεδονίας μας.
Έδεσσα, η Πόλη των νερών, με τους δώδεκα καταρράκτες της να ρέουν ρωμαλέα και ακατάπαυστα όπως η Ιστορία της. Έξ ού και η φρυγική ρίζα του ονόματός της, «wedes», που σημαίνει «πύργος» ή «πόλη μέσα στο νερό» καθώς και η μεταγενέστερη παράλληλη ονομασία της «Βοδενά», από την σλαβική λέξη «voda», η οποία επίσης σημαίνει «νερό».
Πανάρχαια, αμιγώς Ελληνική πόλη, η Έδεσσα υπήρξε επίκεντρο της Μακεδονίας μας, σε τέτοιο βαθμό ώστε ως την ανακάλυψη των τάφων της Βεργίνας, το 1977, να ταυτίζεται με τις Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου, του Βασιλείου του Φιλίππου του Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύμφωνα μάλιστα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του έφερε από την Έδεσσα Μακεδόνες και τους εγκατέστησε στην πόλη Οσρόη, που έχτισε στην βορειοδυτική Μεσοποταμία πιθανόν το 331 π.Χ., καθ’ οδόν προς τα Γαυγάμηλα.
Η Έδεσσα, όπως αναφέρει ο Τίτος Λίβιος, άκμασε, πρωτίστως οικονομικώς κι εμπορικώς, κατά την ρωμαϊκή περίοδο, δοθέντος ότι ήταν και σημαντικός κόμβος της Εγνατίας Οδού. Σε τέτοιο δε βαθμό, ώστε από την εποχή του Αυγούστου ως το 250 μ.Χ. διέθετε δικό της νομισματοκοπείο, ένα από τα 9 που οι Ρωμαίοι είχαν δώσει την άδεια να λειτουργούν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
Για να έλθω σε μεταγενέστερους χρόνους, ήδη από τον 18ο αιώνα η Έδεσσα ζούσε την δική της μεγάλη, βαθειά Ελληνική, πνευματική παράδοση. Το 1782 ιδρύθηκε το πρώτο μεγάλο και πολύ γνωστό σχολείο της Έδεσσας, το «Ελληνομουσείον». Ενώ Εδεσσαίος ήταν ο επιφανής λόγιος, διαπρεπής εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και Καθηγητής της Ελληνικής Γλώσσας στο Παρίσι, ο Μηνάς Μηνωίδης. Σ’ αυτόν οφείλεται ουσιαστικώς η αναβίωση του Ολυμπιακού Πνεύματος και της Ολυμπιακής Ιδέας, κατ’ επέκταση δε των Ολυμπιακών Αγώνων, μ’ αφετηρία το 1858. Τότε εξέδωσε τον «Γυμναστικό» του Φλάβιου Φιλοστράτου, με μετάφραση στα γαλλικά, συμπεριλαμβάνοντας στον πρόλογο μια «διαμαρτυρία» με τίτλο «Λόγος περί της των Ολυμπιακών Αγώνων εν Ελλάδι συστάσεως», αφιερωμένη στον βαρόνο Σίνα. Κάπως έτσι ξεκίνησε, αρχικά στους κύκλους του Παρισιού, η συζήτηση περί αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, η οποία φαίνεται να ενέπνευσε τον Πιέρ ντε Κουμπερτέν που πήρε τελικώς και την καθοριστική σχετική πρωτοβουλία.
Όμως, η Έδεσσα παραμένει στην ψυχή των Ελλήνων και του Ελληνισμού κυρίως ως ιστορικό οχυρό υπεράσπισης της Ελληνικότητας της Μακεδονίας μας και της τελικής λυτρωτικής ένταξής της στον Εθνικό μας Κορμό. Και εξηγούμαι:
Α. Μεταξύ 1904-1908, η Έδεσσα βρίσκεται στο επίκεντρο του ένδοξου Μακεδονικού Αγώνα, με Ηγέτη τον Παύλο Μελά. Και είναι η ίδια η Ιστορία που την έταξε να εκπληρώνει αυτό το Εθνικό Καθήκον αφού, όπως επισήμανα, η Έδεσσα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την Μακεδονία του Φιλίππου του Β΄ και του Μεγάλου Αλέξανδρου, ήτοι την Μακεδονία ως αρχετυπικό κύτταρο του συνόλου του Ελληνισμού.
Β. Λίγο μετά την κήρυξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, την 5η Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός Στρατός, μετά την μεγαλειώδη νίκη του κατά τη μάχη του Σαρανταπόρου, προελαύνει και απελευθερώνει από τον τουρκικό ζυγό την Βέροια, τη Νάουσα και, την 18η Οκτωβρίου 1912, γιορτή του Πολιούχου της Αγίου Λουκά, την Έδεσσα.
Γ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σημερινή Επέτειος είναι και ημέρα υπεράσπισης της Ιστορίας που τεκμηριώνει, με αμάχητα τεκμήρια, την Ελληνικότητα της Μακεδονίας μας αλλά και, συνακόλουθα, αφετηρία αποστομωτικής απάντησης στους, διαρκώς ευτελιζόμενους διεθνώς, κιβδηλοποιούς και παραχαράκτες αυτής της Ιστορίας.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, Έλληνες της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης, που γλύτωσαν από την στυγερή Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα. Και είναι εκείνοι που συνέβαλαν καθοριστικώς στην μετέπειτα, ιδίως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ραγδαία οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της Έδεσσας. Σαν μουρμούρισμα της Ιστορίας μ’ ακολουθούν, ακόμη και σήμερα, οι αναμνήσεις της παιδικής κι εφηβικής μου ηλικίας από τις μαρτυρίες για την Έδεσσα, οι οποίες καταγράφονται, με μοναδική τρυφερότητα και υψηλό λογοτεχνικό τάλαντο, στα βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη που πέρασε τα γυμνασιακά του χρόνια στην Έδεσσα.
Κύριε Δήμαρχε,
Μ’ αυτές τις παρακαταθήκες Εθνικού Χρέους φεύγω από την Έδεσσα -με πρώτη, το τονίζω για πολλοστή φορά, εκείνη της υπεράσπισης της Ελληνικότητας της Μακεδονίας μας- ως Επίτιμος πλέον Δημότης της. Να είσθε βέβαιοι ότι θα πράξω ό,τι μου αναλογεί για ν’ αρθώ, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στο ύψος των περιστάσεων, και δη αυτές τις εξαιρετικά κρίσιμες ώρες για τον Τόπο μας και τον Λαό μας”.
Στην τελετή, την κυβέρνηση εκπροσώπησε η υφυπουργός Οικονομίας, Θεοδώρα Τζάκρη, τον πρόεδρο της Βουλής, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Σηφάκης, ενώ παραβρέθηκαν ο βουλευτής της ΝΔ, Γιώργος Καρασμάνης, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας και εκπρόσωποι των τοπικών αρχών.