galatis

Ο Γιάννης Γαλάτης μίλησε στην εφημερίδα Espresso και στονΑλκίνοο Μπουνιά και αποκάλυψε για πρώτη φορά πως έχει μια κόρη.Μιλώντας για τον γιο του είπε: “Ναι τον Αίολο, που ζει με τη μητέρα του, με την οποία έχουμε χωρίσει. Κι αυτός με τη σειρά του έχει κάνει δυο αγόρια, τον Ίωνα και τον Νικία” και προχώρησε στην αποκάλυψη:

“Όμως θα σου αποκαλύψω κάτι: έχω και μια κόρη εκτός γάμου, για την οποία μιλάω πρώτη φορά δημόσια. Την απέκτησα με την Εύα, μια Σουηδέζα, η οποία ήταν μανεκέν μου, μια καλλονή, παλιά διαφήμιζε τα τσιγάρα Παπαστράτος. Ζούσα μαζί της τρία τέσσερα χρόνια και αποκτήσαμε την Κατερίνα – έχει το όνομα της μάνας μου – η οποία σήμερα είναι 50 χρονών. Το κρατούσα μυστικό, γιατί αν μάθαινε η μάνα μου ότι είχα ένα μπασταρδάκι – όπως έλεγαν τότε τα εξώγαμα παιδιά – θα πέθαινε! Μάλιστα κάποτε το είχε γράψει ένα περιοδικό και το διέψευσα. Τώρα το παραδέχομαι πρώτη φορά!”.

Και μάλιστα είπε πως έχει να τη δει 15 χρόνια:

“Έχω να τη δω 15 χρόνια. Ερχόταν στη Μύκονο με τη μητέρα της, καθόταν λίγο, έπαιρναν τα χρήματα που τους έδινα και μετά πήγαινες στις Ινδίες να γίνουν …γκουρού”.

Πού γεννήθηκες;
Σε μια βάρκα… Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 η μητέρα μου έφυγε από τη Μύκονο με προορισμό την Αθήνα για να με γεννήσει, αλλά το καράβι δεν μπορούσε να προσεγγίσει το λιμάνι του Πειραιά και άραξε στον Ασπρόπυργο.

Γεννήθηκα σε μια βάρκα που έβγαζε τη μάνα μου στη στεριά. Εγώ είμαι ο μικρότερος της οικογένειας.

Εχω τέσσερις αδελφές και τέσσερις αδελφούς και η σχέση μου με όλους ήταν πολύ καλή, ιδιαίτερα με τις αδελφές μου, τη Φραγκίσκη και την Αναστασία, τις οποίες αποκαλούσα μαμάδες, γιατί αυτές με μεγάλωσαν και με στήριξαν στη συνέχεια στη δουλειά μου.

Ποια ήταν η σχέση σου με τη μητέρα σου;
Για τη μητέρα μου, την Κατερίνα, που με έφερε στον κόσμο στα πενήντα της και ήταν η αρχόντισσα του νησιού, έχω να πω τα καλύτερα.

Μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ηταν για όλους μας και προπάντων για μένα η «μάνα κουράγιο».

Είχε μεγάλο θράσος και τιμήθηκε με μετάλλια και επαίνους, γιατί στην Κατοχή πήρε μέρος στην Αντίσταση μαζί με τη θρυλική Λέλα Καραγιάννη.

Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μόδα;
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής, και τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη Μύκονο.

Oταν έγινα 16 χρόνων, είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να πάω στο νησί, να γίνω πλούσιος και διάσημος, και εκείνη μου απάντησε: «Αν σου ‘στριψε, να σε πάω στον γιατρό».

Πράγματι, πήγα στο νησί κι αυτό που έκανα αρχικά ήταν να μαζεύω βότσαλα και παλιά ξύλα και να τα ζωγραφίζω. Επειδή ντρεπόμουν να τα πουλήσω, τα έδινα σε μια φίλη, τη Νίκη Γαλούνη, και τα πουλούσε εκείνη για μένα. Παράλληλα, για να βγάλω τα προς το ζην, εργαζόμουν ως ταμίας στο εστιατόριο του Μαδούπα, αλλά έκανα κι άλλες δουλειές, όπως να μαζεύω χόρτα και να τα δίνω σε μια γριούλα να τα πουλάει και να μοιράζομαι μαζί της τα κέρδη.

Επίσης, επειδή μιλούσα αγγλικά και γαλλικά, έστελνα τους περιηγητές -έτσι έλεγαν τότε τους τουρίστες- να κάνουν βόλτες με ένα συγκεκριμένο καΐκι, του οποίου ο βαρκάρης μού έδινε χαρτζιλίκι. Ακόμη, είχα 15 παιδάκια και τους μάθαινα γαλλικά.

Πότε έκανες την πρώτη σου κολεξιόν;
Με τα πρώτα χρήματα που πήρα έκανα την παρθενική μου κολεξιόν στο ξενοδοχείο «Λητώ», η οποία έγινε ανάρπαστη. Το μαγαζί μου ήταν μια αποθηκούλα, όπου σε μια βαρκούλα είχα απλώσει τις δημιουργίες μου.

Ηταν το καλοκαίρι του 1958 και θα πρέπει να πω ότι η μεγάλη κυρία της δημοσιογραφίας, η Ελένη Βλάχου, μου έκανε την τιμή να γράψει στο περιοδικό «Εικόνες» ένα άρθρο που με εξυμνούσε. «Η σειρά των “τζάμπερ”, που έδειξε ο Γαλάτης, θα μπορούσε να βρει θέση στις σελίδες του πλέον απαιτητικού ξένου περιοδικού μόδας. Από χονδρές πλέξεις σε ζωηρά χρώματα με μεγάλους τολμηρούς γιακάδες και περίεργη κόψη, συνδύαζαν το πρωτότυπο με το πρακτικό και έγιναν ανάρπαστα από τους ξένους» έγραψε, μεταξύ άλλων.

Τι μοντέλα χρησιμοποιούσες τότε;
Τότε υπήρχε μια Σχολή Καλών Τεχνών του Ζορζ Πετκό και από εκεί έπαιρνα μοντέλα. Χρησιμοποιούσα ακόμη, και κόρες αριστοκρατικών οικογενειών που ήταν καλλονές, τις λεγόμενες ατθίδες των Αθηνών.

Μετά βγήκαν τα διάσημα μοντέλα, η Εφη Μελά και η Αντουανέτα Ροντοπούλου, και τις πήρα σε μια από τις πρώτες επιδείξεις μου -η πασαρέλα έγινε μες στη θάλασσα, μεταξύ Πλατύ Γιαλού και Ψαρούς-, με τη συμβολή του σκηνοθέτη Βασίλη Μάρου.

Στα πρώτα σου βήματα πώς διαφήμιζες τη δουλειά σου;
Οι κράχτες μου ήταν ένα ορφανό γλαράκι, που το μεγάλωσα και το φώναζα «Ελα», αλλά και ένα χελωνάκι, το οποίο είχα βρει στη θάλασσα και το κρατούσα σε μια λιμνούλα έξω από το σπίτι μου. Είμαι πολύ καλός δέκτης με τα ζώα. Μετά πήρα και τον γνωστό πελεκάνο, τον Πέτρο, ο οποίος εμφανίστηκε το 1959-1960 στο νησί και τον αγαπούσαμε όλοι.

Λένε ότι είσαι από τους πρώτους που διαφήμισαν τη Μύκονο στα πέρατα της Γης.
Η αλήθεια είναι ότι όσοι έρχονταν στη Μύκονο -καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και άνθρωποι με οικονομική επιφάνεια- τους έπειθα να αγοράσουν σπίτι ή οικόπεδο στο νησί. Ετσι έπεισα την Ξένια Καλογεροπούλου και τον Ευάγγελο Τερζόπουλο και αγόρασαν κτήματα εδώ. Τους καλόπιανα να κάνουν αγορές για να βοηθήσουμε τη Μύκονο, που τότε ήταν ένα φτωχό ξερονήσι. Επίσης, με τις κολεξιόν που παρουσίαζα στο εξωτερικό -Βερολίνο, Λονδίνο και Νέα Υόρκη- διαφήμιζα πάρα πολύ το νησί.

Οι συλλογές μου ήταν εμπνευσμένες από την Ελλάδα και είχαν πάντα ελληνικά ονόματα, όπως «Μύκονος», «Θεές του Ολύμπου», «Αίολος», «Φρύνη». Το θεωρούσα προδοσία κατά της χώρας μου να πηγαίνω στο Παρίσι και στο Λονδίνο για να φέρνω τις νέες τάσεις της μόδας. Εγώ είχα τη δική μου, την ελληνική μόδα, και την προωθούσα παντού με μεγάλη ανταπόκριση.

Εκτός από τη μόδα και τη ζωγραφική, ασχολήθηκες με τον χορό και το τραγούδι.
Κι αυτό το έκανα για να διαφημίσω τη Μύκονο αλλά και την Ελλάδα.

Στο παρελθόν λάνσαρα έναν δικό μου χορό, που τον ονόμασα «Ο χορός του Απόλλωνα», ενώ κυκλοφόρησε και το τραγούδι μου «Καλημέρα, Ασπρονήσι», το οποίο έχει γίνει ο ύμνος της νεολαίας μας και αρέσει πολύ και στους ξένους.

Μάλιστα, κάποια νέα παιδιά, που μαθαίνουν την ιστορία μου, μου λένε πως θα έπρεπε να με είχαν κάνει άγαλμα στο νησί κι εγώ τους απαντάω: «Μα, είμαι ένα ζωντανό άγαλμα» και γελάμε.

Εχεις γνωρίσει θρύλους της διεθνούς showbiz -και όχι μόνο- που πάτησαν το πόδι τους στη Μύκονο. Μίλησέ μας γι’ αυτούς.
Ποιον και τι να πρωτοθυμηθώ! Μόλις μάθαινα ότι κάποιος διάσημος ερχόταν στο νησί, τον καλούσα για να του κάνω πάρτι. Θυμάμαι την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία μαζί με τον Εντι Φίσερ είχε έρθει με το κότερο του Νομικού, το «Νorth Wind». Πήγα να την καλέσω με μια βάρκα, αλλά η θάλασσα ήταν ταραγμένη και παραλίγο να πνιγούμε.

Ευτυχώς που έφτασε ένα κρις κραφτ από το κότερο και μας έσωσε. Τι να πω για τον αγαπημένο Γεχούντι Μενουχίν, που είχε σπίτι στη Λαγκαδιά και όταν έπαιζε βιολί, μαζεύονταν όλα τα αηδόνια. Με κάλεσε σε κονσέρτο που έδινε στα ανάκτορα στην Ισπανία και τον απόλαυσα με το στόμα ανοιχτό.

Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει η επιβλητική Ρίτα Χέιγουορθ, αλλά και η «θλιμμένη πριγκίπισσα», η Σοράγια, που έκανα προς τιμήν της ένα «τιρκουάζ πάρτι», καθώς και η Φιόνα Φον Τίσεν, στην οποία παραχώρησα μια δική μου αίθουσα στη Μύκονο για φιλανθρωπική εκδήλωση.

Οι πιο ωραίες αναμνήσεις που έχω είναι με την Τζούλι Κρίστι, την γκαρνταρόμπα της οποίας έραψα προτού γυρίσει το «Δόκτωρ Ζιβάγκο», αλλά και με τη «θεά της Μυκόνου», την Τζιν Σίμπεργκ, η οποία είχε δικό της σπίτι στους Μύλους και, δυστυχώς, αυτοκτόνησε.

Από τους διάσημους Ελληνες που πέρασαν από τη Μύκονο τι θυμάσαι;
Διατηρώ τις καλύτερες αναμνήσεις από τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία γύριζε ξυπόλητη με μια κιθάρα στο νησί και τραγουδούσε για την παρέα της, όπου ανήκε και η καλή της φίλη Μαίρη Μπενάκη. Μάλιστα, εγώ τότε ήμουνα 16 χρόνων και η Μελίνα τα βράδια με πήγαινε στο σπίτι μου, γιατί φοβόμουν να περάσω τα στενά της Χώρας.

Με βοήθησε πάρα πολύ -όπως και ο Ζυλ και ο Τζο Ντασσέν-, γιατί ήταν η πρώτη μου πελάτισσα. Εχω να πω, επίσης, τα καλύτερα και για μια άλλη «δική μας» διεθνή προσωπικότητα, την Ειρήνη Παππά, τα ρούχα της οποίας σχεδίασα για το φιλμ «Steps». Σε αυτήν, όμως, που θέλω να σταθώ ιδιαίτερα είναι η Σοφία Βέμπο -για μένα η Εντίθ Πιαφ της Ελλάδας και πιο δυνατή ακόμη-, η οποία ερχόταν στη Μύκονο με την αδελφή της και τις φιλοξενούσα στο σπίτι μου.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, σε ένα πάρτι που είχε κάνει στο εστιατόριο του Αντονίνι και πέταγε λίρες, πλησίασε τον γιο του Αλέξανδρο και τον άκουσα να του λέει για μένα: «Βλέπεις; Αυτά είναι τα αυτοδημιούργητα παιδιά που προοδεύουν».

Τέλος, δεν θα ξεχάσω πόσο με βοήθησε ο Γιάννης Λάτσης, ο οποίος με τα κότερα έφερνε στη Μύκονο τους πρίγκιπες από τη Σαουδική Αραβία, την πριγκίπισσα της Ιταλίας Ολίβια ντε Χάβιλαντ και τόσους άλλους διασήμους, τους οποίους στη συνέχεια γνώρισα κι εγώ από κοντά.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο ατού σου στην επικοινωνία με τον κόσμο;
Το χαμόγελο το οποίο προσφέρω στον κόσμο και δεν μου κοστίζει τίποτα. Χαίρομαι που όλοι όσοι επισκέπτονται τη Μύκονο -Ελληνες αλλά και πολλοί ξένοι- έρχονται να με δουν και να φωτογραφηθούν μαζί μου.

Κι αυτό δεν συμβαίνει λόγω της ιδιότητάς μου ως σχεδιαστή ή για τα τραγούδια μου, αλλά γιατί τους αρέσω ως άνθρωπος. Ερχονται και με αγγίζουν για να πάρουν ενέργεια από εμένα. Για να καταλάβεις, είχα πάει στην Τήνο και περίμενε όλος ο κόσμος έξω από το μοναστήρι της Παναγίας για να φωτογραφηθεί μαζί μου. Και μου λέει ο παπάς με χιούμορ: «Δεν φεύγεις; Θα… θυμώσει η Παναγία»!

Γιατί απέκτησες τόσα σπίτια σε Μύκονο και Αθήνα;
Καταρχάς, θα πρέπει να σου πω ότι όλα τα σπίτια μου τα αγαπάω, είναι σαν παιδιά μου. Το ότι βρέθηκα με τόσα ακίνητα δεν το έκανα ούτε από ματαιοδοξία ούτε από επίδειξη. Ηθελα να σώσω τη μυκονιάτικη παράδοσή μας. Με το να παίρνω παλιά σπίτια στο νησί και να τα αναπαλαιώνω συνέβαλα στη διάσωση της αυθεντικής αρχιτεκτονικής του νησιού.

Ολοι με έπαιρναν για τρελό, όταν με έβλεπαν να πρωτοχτίζω τα ασύμμετρα και κακοχτισμένα για το γούστο τους σπίτια. Τα έφτιαξα για να διατηρήσω την παράδοση των παππούδων μας και να πάω κόντρα στην ισοπεδωτική μοντερνοποίηση των νεόπλουτων, οι οποίοι έφτιαχναν βίλες «εκτρώματα».

Επίσης, σε δύο πανέμορφες περιοχές της Μυκόνου, στο ακρωτήρι της Ψαρούς και σε εκείνο του Αγίου Στεφάνου, έχτισα τα ξωκλήσια της Αγίας Αικατερίνης και της Γαλάζιας Παναγιάς, αντίστοιχα, προκειμένου στις θέσεις τους να μη γίνουν ξενοδοχεία.

Πόσο ΕΝΦΙΑ πληρώνεις;
Γύρω στα 50.000 ευρώ και, όπως καταλαβαίνεις, προσπαθώ να σώσω όλα αυτά τα σπίτια-διατηρητέα μνημεία με… νύχια και με δόντια.

Γιατί δεν παραχωρείς ένα από αυτά ώστε να γίνει μουσείο με παραδοσιακά εκθέματα στη Μύκονο;
Μα, το έκανα και το μεγάλο μου παράπονο είναι ότι δεν βρήκα υποστήριξη από κανέναν αρμόδιο φορέα. Μιλάω για το καλύτερο σπίτι στην Ανω Μερά, το οποίο χάρισα και το έκανα μουσείο.

Πρωτολειτούργησε το 1981 -μάλιστα το εγκαινίασε η Βάσω Παπανδρέου-, αλλά τα τελευταία 20 χρόνια είναι κλειστό και ερειπωμένο, γιατί η Πολιτεία δεν ενδιαφέρεται να αναστηλωθεί και να ανοίξει ξανά.
Μέσα είχα βάλει κοσμήματα, υφαντά και έπιπλα της Μυκόνου, όλα τους παλιά, καθώς και τα συλλεκτικά φορέματα τα οποία έχω κάνει για τις διάσημες σταρ. Δυστυχώς, ουδείς προφήτης στον τόπο του…

Γιατί συνήθως οι σχεδιαστές μόδας στη χώρα μας έχουν περίεργο τέλος ή ιδιαίτερη ζωή;
Λυπάμαι πάρα πολύ που έφυγαν άδικα ο Πολατώφ και ο Μιχάλης Ασλάνης. Αλλά και για τον Λάκη Γαβαλά, ο οποίος μπήκε στη φυλακή. Αλλοι σχεδιαστές, πάλι, τα παράτησαν. Πάντως, εγώ ποτέ δεν καβάλησα το καλάμι και η ζωή μου είχε μέτρο κι όρια. Δεν έκανα ποτέ αυτό που λέμε «μεγάλη ζωή». Και πιστεύω ότι η οικογένεια σε συγκρατεί. Οταν είσαι με την οικογένειά σου, δεν φοβάσαι τίποτα.

Εσένα ποιος σε συγκράτησε;
Ολα τα αδέλφια -και τα οκτώ- μού είχαν λατρεία. Κι εγώ μετά τους ανταπέδωσα αυτή την όμορφη σχέση, τους έδωσα τη θέση που τους άξιζε στην ωραία ζωή που έζησα.

Εχεις κάνει έναν γάμο και έχεις έναν γιο.
Ναι, τον Αίολο, που ζει με τη μητέρα του, με την οποία έχουμε χωρίσει. Κι αυτός με τη σειρά του έχει κάνει δύο αγόρια, τον Ιωνα και τον Νικία. Ομως, θα σου αποκαλύψω κάτι: έχω και μια κόρη εκτός γάμου, για την οποία μιλάω πρώτη φορά δημόσια.

Την απέκτησα με την Εύα, μια Σουηδέζα, η οποία ήταν μανεκέν μου, μια καλλονή, παλιά διαφήμιζε τα τσιγάρα Παπαστράτος. Ζούσα μαζί της τρία τέσσερα χρόνια και αποκτήσαμε την Κατερίνα -έχει το όνομα της μάνας μου-, η οποία σήμερα είναι 50 χρόνων.

Το κρατούσα μυστικό, γιατί, αν μάθαινε η μάνα μου ότι είχα ένα μπασταρδάκι -όπως έλεγαν τότε τα εξώγαμα παιδιά-, θα πέθαινε!

Μάλιστα, κάποτε το είχε γράψει ένα περιοδικό και το διέψευσα. Τώρα το παραδέχομαι πρώτη φορά!

Από πότε έχεις να δεις την… κρυμμένη κόρη σου;
Εδώ και 15 χρόνια. Ερχόταν στη Μύκονο με τη μητέρα της, κάθονταν λίγο, έπαιρναν τα χρήματα που τους έδινα και μετά πηγαίναν στις Ινδίες να γίνουν… γκουρού.

Απ’ ό,τι ξέρω, εδώ και πολλά χρόνια έχεις έναν στενό συνεργάτη, τον Νίκο, που είναι το δεξί σου χέρι.
Ναι, τον έχω μαζί μου εδώ και 46 χρόνια και έχω βαφτίσει τον γιο του -τον λένε Μάριο- και την κόρη του, η οποία έχει πάρει το όνομα της μητέρας μου και το επίθετό μου. Λέγεται Κατερίνα Γαλάτη.

Εχω ακούσει ότι κάποτε είχες δεσμό με μια ξένη ζάπλουτη γυναίκα. Είναι αλήθεια;
Ναι, με την Γκρέις, μια εκατομμυριούχο Αμερικάνα από το Νέο Μεξικό, η οποία ζούσε μαζί μου στη Μύκονο για 15 χρόνια. Πριν από δέκα χρόνια έφυγε από τη ζωή.

Την κληρονόμησες;
Οχι, γιατί δεν δέχτηκα. Εγώ ήθελα τα δικά μου λεφτά, τα δουλεμένα. Τα χρήματα για τα οποία δεν έχεις δουλέψει είναι καταραμένα. Οσοι κληρονομούν περιουσίες τις κάνουνε λίμπα, γιατί δεν έχουν ιδρώσει οι ίδιοι για να τις δημιουργήσουν.

H Γκρέις είχε πάρει ένα ωραίο κότερο και πηγαίναμε ταξίδια στα νησιά. Δηλαδή μέχρις εκεί ήταν η προσφορά της σε εμένα. Αλλωστε, είχα κι εγώ τα δικά μου να ξοδεύω.

Θα ήθελα να κάνεις μια σύγκριση της τότε Μυκόνου με τη σημερινή.
Τότε ήταν ένα θεϊκό νησί, τώρα είναι ένα γλεντονήσι. Πριν από 25-30 χρόνια τα μεσάνυχτα έκλειναν τα πάντα, η ΔΕΗ έσβηνε ακόμη και τα φώτα. Τότε ήταν το κέντρο συνάντησης της αθηναϊκής αριστοκρατίας -και όχι μόνο- και σήμερα είναι πλέον ένα τεράστιο κοσμοπολίτικο κέντρο, πλημμυρισμένο από λογιών λογιών τουρίστες και… γουρούνες.

Από τρία μαγαζιά που ήμασταν τότε -Γαλάτης, Θανοπούλου και Σαλάχας- σήμερα είναι 3.000 και πάρα πολλά ξενοδοχεία. Τώρα η πίτα έχει μοιραστεί σε αμέτρητα κομμάτια. Ο σημερινός δήμαρχος κάνει πολλά έργα, αλλά τι να πρωτοπρολάβει. Είναι ένα χάος!

Ποιο είναι το μυστικό της… αιώνιας ζωντάνιας σου;
Νομίζω ότι είμαι ακόμη παιδί και γι’ αυτό δεν το βάζω κάτω. Μου αρέσει να δημιουργώ και η δημιουργία δεν σε αφήνει να γεράσεις!

Ενας τις προάλλες, που ήθελε να μου κάνει πλάκα, με ρώτησε πόσο χρόνων είμαι κι εγώ του την έφερα. «Εμένα το πρόβλημά μου είναι πως θέλω να γεράσω και δεν μπορώ. Πες μου εσύ τι κάνεις κι έγινες σαν μαϊμού» του απάντησα. Επεσε πολύ γέλιο.

espressonews

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.