Μπροστά από το σπίτι της Σάντρα Αβίλα Μπελτράν υπάρχουν αναμμένα κεριά στη μνήμη του πρώτου συζύγου της (τον γάζωσαν σφαίρες), του δεύτερου (τον μαχαίρωσαν στην καρδιά) και του αδελφού της, που βασανίστηκε μέχρι θανάτου.
Είναι μία ισχυρή ένδειξη της ζωής που έχει κάνει και η ίδια. Και οι τρεις τους δολοφονήθηκαν στον πόλεμο των ναρκωτικών, στο Μεξικό. Η Αβίλα έζησε, δούλεψε και αγαπήθηκε στα υψηλότερα κλιμάκια των καρτέλ, από τη δεκαετία του ’70. Στο αποκορύφωμα της καριέρας της, κυκλοφορούσε με βαλίτσες γεμάτες εκατομμύρια δολάρια.
Εγινε γνωστή ως «Η βασίλισσα του Ειρηνικού», καθώς οργάνωνε έναν στόλο από αλιευτικά σκάφη, φορτωμένα με 10 τόνους κοκαΐνης το καθένα, την οποία μετέφεραν στις ΗΠΑ. Μετά από επτά χρόνια στη φυλακή για ξέπλυμα χρήματος- τα δύο από αυτά σε απομόνωση- η Αβίλα είναι πλέον ελεύθερη και έδωσε συνέντευξη στον Guardian, την πρώτη μετά από σχεδόν μία δεκαετία.
Ιδιωτικά τζετ, μυστικές πλαστικές επεμβάσεις για να κρύψει την ταυτότητά της, δολοφονικές ανταλλαγές πυροβολισμών σε VIP πάρτι και τεράστιες δωροδοκίες σε Μεξικανούς κρατικούς αξιωματούχους. Αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία της ζωής της στις προηγούμενες δεκαετίες. «Το μεγαλύτερο ποσό δωροδοκίας που έχω ακούσει ποτέ ήταν 100 εκατ. δολάρια σε Μεξικανό πρόεδρο. Ενα εκατομμύριο δεν είναι τίποτα. Κάποτε είδα πολιτικό να κοιτάζει στην τσάντα για να καταλάβει αν περιείχε αυτό το ποσό», αναφέρει χαρακτηριστικά η Αβίλα. Οσο για το αν νιώθει τύψεις, απαντά αρνητικά, παρότι ο πόλεμος των ναρκωτικών εκτιμάται ότι έχει στοιχίσει 100.000 ζωές στο Μεξικό την τελευταία δεκαετία.
«Βασίλισσα» από μικρή
Η Αβίλα γεννήθηκε στο «βασίλειο» των ναρκωτικών και μεγάλωσε στην πολυτέλεια. Εκανε κατ’ οίκον μαθήματα, έμαθε χορό και πιάνο, ταξίδευε συχνά στην Disneyland. Ο πατέρας της, Αλφόνσο Αβίλα Κιντέρο σχετιζόταν με τον ιδρυτή του καρτέλ της Γκουανταλαχάρα. Η οικογένειά της ήταν απίστευτα πλούσια. Πέρασε τόσες ώρες μετρώντας χρήματα, που σαν παιδί μπορούσε να περάσει το χέρι της μέσα από μία δεσμίδα χαρτονομισμάτων και να υπολογίσει πόσα είναι.
Αν και οι παιδικοί της φίλοι σύντομα ανέβηκαν τις ηγετικές βαθμίδες του καρτέλ της Σιναλόα, εκείνη εξερεύνησε άλλες διαδρομές, παρακολουθώντας μαθήματα δημοσιογραφίας. Ομως, τρία χρόνια αργότερα, ένας ζηλιάρης σύντροφος της απήγαγε. Ηταν κάποιος με στενές σχέσεις με τα καρτέλ. Μέσα σε μερικούς μήνες, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και τα όνειρά της να γίνει ρεπόρτερ.
Αντί για αυτό, πέρασε στον υπόκοσμο. Οδηγούσε τολμηρά, ήταν εξαιρετική ιππέας και σκοπεύτρια, αλλά και πολύ καλή στο φλερτ. «Θυμάμαι έναν μνηστήρα που αγόρασε ένα αυτοκίνητο για εμένα και το άφησε έξω από το σπίτι με λουλούδια και ένα σημείωμα που έγραφε ”ξόδεψε τα χρήματα σε ένα ταξίδι που θέλεις”. Μέσα στον φάκελο είχε βάλει 100.000 δολάρια», λέει. Μέχρι τα 21 της, είχε αρχίσει ήδη να έχει ιδιωτικές συναντήσεις με τον βαρόνο των ναρκωτικών Αμάντο Καρίλιο Φουέντες.
Αποδείχθηκε ότι μάθαινε γρήγορα και άρχισε να ανεβαίνει τις βαθμίδες στο καρτέλ. Ομως επιμένει ότι ποτέ δεν έχει κάνει χρήση κοκαΐνης. «Αν το κάνεις, οι άνδρες νομίζουν ότι είσαι μία ακόμη γυναίκα της μιας χρήσης και δεν σε σέβονται», εξηγεί.
Μία γυναίκα στα καρτέλ
Οι γυναίκες σε αυτό τον κόσμο, λέει η Αβίλα, κακοποιούνται και οι άνδρες τις παρατάνε όσο εύκολα ένα παιδί σταματά να παίζει με μία κούκλα. Οι βαρόνοι των ναρκωτικών είχαν χαρέμια με ακόμη και δέκα γυναίκες, τις οποίες αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενα και ποτέ σαν άνθρωπο.
Εκείνη ήταν αποφασισμένη να κερδίσει τον σεβασμό. Δεν ήθελε απλά να την καλούν στα πάρτι. Ηταν αποφασισμένη να γίνει η βασίλισσα της κοκαΐνης. Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, τα κατάφερε.
Εγινε φίλη του Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκουζμάν, του βαρόνου ναρκωτικών που πλέον είναι στη φυλακή, έβγαινε με τον ηγέτη του καρτέλ της Σιναλόα, διοικούσε ένα στόλο 30 αυτοκινήτων, κέρδιζε διαγωνισμούς σκοποβολής κόντρα στον πρώτο σωματοφύλακα του Ραφαέλ Κάρο Κιντέρο, του ιδρυτή του καρτέλ της Γκουανταλαχάρα.
Και η ζωή στην πολυτέλεια συνεχίστηκε. Στα 15α γενέθλια του γιου της, του χάρισε ένα Hummer και άρχισε να του δίνει χαρτζιλίκι 40.000 δολαρίων κάθε λίγους μήνες. Κυκλοφορούσε με ένα χρυσό περιδέραιο, με 83 ρουμπίνια, 228 διαμάντια και 189 ζαφείρια. Αλλά τριγύρω της δολοφονούνταν άνθρωποι.
Οταν έγινε τραγούδι
Το 2002, η τύχη της άλλαξε. Απήγαγαν τον γιο της και έδωσε 1,5 εκατ. δολάρια για λύτρα. Ομως, η αστυνομία άρχισε να σφίγγει τον κλοιό. Εγινε καταζητούμενη και για χρόνια ζούσε σαν φυγάς. «Ηταν δύσκολο», λέει για εκείνη την περίοδο, κατά την οποία άλλαζε συνέχεια σπίτια, χρώμα μαλλιών, ακόμη και τη φωνή της.
Περίπου την ίδια εποχή, το συγκρότημα Los Tucanes de Tijuana έγραψε ένα τραγούδι για εκείνη. Οι στίχοι του διηγούνταν πώς μία φορά η Αβίλα έφτασε αργά σε μυστικό πάρτι γενεθλίων. Εκεί βρίσκονταν βαρόνοι ναρκωτικών, πολιτικοί και διοικητές αστυνομίας και μπορούσε να φτάσει κανείς μόνο με εναέρια μέσα.
Με 200 σωματοφύλακες να έχουν το χέρι στη σκανδάλη, η Αβίλα βγήκε από το ελικόπτερο με καπέλο και γυαλιά ηλίου, ένα καλάσνικοφ στο χέρι, χωρίς μακιγιάζ και κοσμήματα. Την συνόδευσαν αμέσως στο τραπέζι του Γκουζμάν. Το τραγούδι έγινε επιτυχία, αλλά η Αβίλα ήταν έξαλλη γιατί την είχε ξεσκεπάσει μία μπάντα. Η πολύτιμη ανωνυμία της είχε διαλυθεί και η κακοτυχία της συνεχίστηκε.
Μήνες αργότερα, εκείνη και ο σύντροφός της έπεσαν σε ενέδρα. Δύο ένοπλοι γάζωσαν το αυτοκίνητό τους με σφαίρες. Εκείνη έπεσε κάτω και σκέφτηκε ότι θα πεθάνει. Αλλά θυμήθηκε τον δολοφονημένο αδελφό της και το πένθος της μητέρας της. «Αποφάσισα να ανοίξω την πόρτα και να τρέξω. Σκέφτηκα ότι είχα μεγαλύτερες πιθανότητες να επιζήσω αν έβγαινα από το αυτοκίνητο. Αυτό έγινε. Άρχισα να τρέχω, έφτασα στο πεζοδρόμιο και κρύφτηκα. Εβλεπα να με ψάχνουν και έσκυψα. Μετά άκουσα τις σειρήνες και ο ένοπλος που με πλησίαζε έφυγε. Ο Τζόελ ήταν στον δρόμο, νεκρός», διηγείται.
Την έσωσε μία αυτόπτης μάρτυρας που την πήρε στο σπίτι της, της έδωσε άλλα ρούχα. «Μου είπε να τους πω ότι είμαι ανιψιά της. Μου έδωσε 50 πέσος, γιατί τα είχα όλα στο αυτοκίνητο και διέφυγα με ταξί».
Τα επόμενα τρία χρόνια παρέμεινε φυγάς. Γνώρισε τον επόμενο έρωτά της, τον Χουάν Ντιέγκο Εσπινόζα, έναν νεαρό Κολομβιανό έμπορο ναρκωτικών. Συνελήφθησαν αμφότεροι στις 27 Σεπτεμβρίου του 2007. Εκείνη τη φορά η Αβίλα δεν προσπάθησε να το σκάσει. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν με συνέλαβαν και είπαν το όνομά μου… Ηταν μία ανακούφιση», λέει.
Πολυτέλεια στη φυλακή
Για το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας ήταν στη φυλακή, αλλά και εκεί ζούσε με στιλ. Οι δικοί της επισκέπτες συνοδεύονταν στο κελί της, όπου είχε τρεις καμαριέρες για να τους προσφέρουν φαγητό, αλκοόλ και τσιγάρα.
Ο Χοσέ Γεράρδο Μεχία, ο πρώτος δημοσιογράφος που της πήρε συνέντευξη στη φυλακή, την περιέγραψε ως μία κρατούμενη με ψηλοτάκουνα, κοσμήματα και φρουρούς που λειτουργούσαν με τον αέρα διπλωματών οι οποίοι ανακοινώνουν την άφιξη του πρέσβη. Και βέβαια συνέχισε να περιποιείται τον εαυτό της, έστω και με εναλλακτικούς τρόπους. «Χρησιμοποιούσαμε το ρολό από το χαρτί υγείας για να κάνουμε μπούκλες στα μαλλιά, βάφαμε τις γκρίζες ρίζες με μάσκαρα και αϊλάινερ, για λοσιόν προσώπου χρησιμοποιούσαμε κρέμα για αιμορροΐδες», περιγράφει.
Εμαθε να ζει και στην απομόνωση, όπου φανταζόταν ότι ήταν ανταποκρίτρια, που έγραφε και μετέδιδε νέα. Ακούγοντας το ραδιόφωνο στο κελί της «κάλυψε» δημοσιογραφικά τις εκλογές στη Βενεζουέλα και τις δύο προεκλογικές καμπάνιες του Μπαράκ Ομπάμα.
Ελεύθερη από τον Φεβρουάριο
Αποφυλακίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο και σταδιακά ανακτά τις επαφές της. Μία ομάδα δικηγόρων αγωνίζονται για να ανακτήσει 15 σπίτια, 30 σπορ αυτοκίνητα και περίπου 300 κοσμήματα.
Πλέον, στα 56 της, είναι υπερήφανη που διατηρεί τις παλιές σχέσεις της, αλλά δεν φαίνεται διατεθειμένη να παίξει πάλι αυτό το παιχνίδι. Προτιμά να καλύψει τη χαμένη δεκαετία με τον γιο της. Αλλά χαμογελά γιατί ο κόσμος στον δρόμο την αποκαλεί ακόμη βασίλισσα.