FRANKFURT AM MAIN, GERMANY - OCTOBER 29: The headquarters of German bank Deutsche Bank pictured on October 29, 2015 in Frankfurt, Germany. Deutsche Bank announced at a press conference earlier in the day that the company recorded its biggest three-month loss ever of EUR 6 billion and will embark on a cost-cutting effort that will include withdrawing from 10 countries and reducing its full-time global labor force from the current 103,000 down to 77,000 over coming years.(Photo by Thomas Lohnes/Getty Images)

Εάν η έναρξη του έτους προκάλεσε απλά πονοκέφαλο στα χρηματιστήρια του κόσμου, ήταν καταστροφικό για τις μετοχές των τραπεζών, γράφει ο Economist και αναλύει γιατί οι ευρωπαϊκές τράπεζες προκαλούν τρόμο στους επενδυτές τους.


Οι μετοχές στην Αμερική έχουν πέσει 19%, αναφέρει. Αλλού ωστόσο η πτώση ήταν πολύ πιο απότομη. Οι μετοχές των ιαπωνικών τραπεζών έχουν πέσει κατά 36% από την 1η Ιανουαρίου, των ιταλικών κατά 31% και των ελληνικών κατά το -τρομακτικό- ποσοστό του 60% (δείτε διάγραμμα). Η πτώση που καταγράφηκε συνολικά στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο (κατά 24%) τον έφερε στα επίπεδα του καλοκαιριού του 2012, τότε που η Ευρωζώνη φαινόταν να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, μέχρι ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι υποσχεθεί ότι θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για να τη σώσει.

Το πρόβλημα δεν συναντάται μόνο στις μικρές τράπεζες, αλλά και στις μεγάλες. Έχει επηρεάσει μεγαθήρια της Ευρωζώνης, εντός της ζώνης του ευρώ, όπως η Société Générale και η Deutsche Bank -δύο τράπεζες που είδαν τις μετοχές τους να πέφτουν κατά 10% μέσα σε διάστημα λίγων ωρών αυτή την εβδομάδα- αλλά και γίγαντες εκτός Ευρωζώνης όπως η Barclays (με έδρα τη Βρετανία) και η Credit Suisse (Ελβετία).

Μάταιες προσπάθειες

Η προφανής αδυναμία των ευρωπαϊκών τραπεζών (σ.σ. να ανακάμψουν) είναι ιδιαιτέρως απογοητευτική, αναφέρει ο Economist, δεδομένων όλων των προσπαθειών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια της κρίσης για να ισχυροποιηθούν, τόσο μέσω άντλησης κεφαλαίων όσο και μέσω αυστηριοποίησης των κανονισμών. Οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες έχουν εκδώσει από το 2007 -όταν ξεκίνησε η παγκόσμια οικονομική κρίση- και το 2014 όταν η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη της εποπτείας τους, μετοχές αξίας πάνω από 250 δισ. ευρώ (280 δισ. ευρώ). Και πριν η ΕΚΤ αναλάβει την εποπτεία τους, «χτένισε» τα βιβλία 130 από τις σημαντικότερες τράπεζες της Ευρωζώνης και βρήκε μόνο λίγες ελλείψεις σε κεφάλαια.

Κάποια από τα πρόσφατα προβλήματα των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών προέρχονται από τις ευρύτερες ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία, ανησυχία που επηρέασαν επίσης την αξία των μετοχών και αλλού. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης είναι η μια απειλή. Ένας άλλος λόγος είναι ότι τα αρνητικά επιτόκια που επιδιώκουν οι κεντρικές τράπεζες, στην προσπάθειά τους για αναζωογονήσουν τις οικονομίες τους, υπονομεύουν τα κέρδη των τραπεζών. Οι επενδυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν δυσφορούν μόνο για την «ανιαρή» ανάπτυξη αλλά και για μια πιθανή κίνηση της ΕΚΤ τον Μάρτιο προς ακόμη πιο αρνητικά επίπεδα. Στις 11 Φεβρουαρίου η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας μείωσε το βασικό της επιτόκιο από -0,35% στο -0,5%, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν οι μετοχές των σουηδικών τραπεζών.

Πολλές τράπεζες, λίγες κερδοφόρες

Ωστόσο τα προβλήματα των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών έχουν βαθύτερα αίτια. Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι στην Ευρώπη υπάρχουν πάρα πολλές τράπεζες και ότι πολλές δεν είναι αρκετά κερδοφόρες, επειδή στηρίζονται σε λανθασμένη επιχειρηματικά μοντέλα. Οι ευρωπαϊκές επενδυτικές τράπεζες δεν διαθέτουν ισχυρές εγχώριες κεφαλαιαγορές, όπως οι αμερικανοί ανταγωνιστές τους που έχουν το προβάδισμα. Η Deutsche Bank, για παράδειγμα, έχει μόλις τώρα αποφασίσει να αλλάξει την στρατηγική της στη επενδυτική της τράπεζα, ευρισκόμενη ενώπιον ενός λιγότερο φιλόξενου περιβάλλοντος από άποψη κανονισμών, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Ο κίνδυνος της Ιταλίας

Στα παραπάνω προστίθενται και οι ακόμη πιο χαμηλές αποδόσεις των μικρότερων τραπεζών εντός των εθνικών αγορών. Παρά το γεγονός ότι φέτος η μείωση των τιμών ήταν πιο απότομη στην Ελλάδα, αυτό κυρίως έχει να κάνει με την πολιτική ένταση για την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου της χώρας. Οι τράπεζες όμως που προκαλούν «φρέσκες» ανησυχίες είναι οι Ιταλικές. Μια πολύ συγκεκριμένη ανησυχία είναι η δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας (και παλαιότερη στον κόσμο), Monte dei Paschi di Siena, η οποία βρίσκεται εδώ και καιρό στην εντατική, με την τιμή της μετοχής της να έχει πέσει κατά 56% το τρέχον έτος. Τα δεινά της έχουν να κάνουν με την κακή διακυβέρνηση, ένα πρόβλημα που μαστίζει τις ιταλικές τράπεζες, με πολλές από αυτές να αποτελούν ιδιοκτησία τοπικών, και συνδεδεμένων με την πολιτική, ιδρυμάτων.

Μια πιο γενική ανησυχία είναι ότι το σύνολο του τραπεζικού τομέα της Ιταλίας επιβαρύνεται με τα επισφαλή δάνεια που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ της Ιταλίας έχει αυξηθεί από την αρχή του 2015, εξακολουθεί να είναι περίπου 9 % χαμηλότερα από το πικ του στην προ κρίσης εποχή, το 2008. Αυτό έχει βλάψει τις ιταλικές επιχειρήσεις -και τα πάθη τους έχουν μετακυλήσει στις τράπεζες που δάνεισαν σε αυτές τις επιχειρήσεις. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σε 360 δισ. ευρώ (το 18% του συνόλου), εκ των οποίων τα 200 δισ. ευρώ χαρακτηρίζονται ιδιαιτέρως προβληματικά.

Δεν υπάρχει τίποτα νέο σχετικά με το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ιταλίας: εάν η διόρθωση διατηρηθεί, θα αρχίσουν τελικά να μειώνονται. Επιπλέον, πάνω από το ήμισυ των πιο προβληματικών δανείων καλύπτονται από τις σχετικές διατάξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο λογαριασμός είναι πιο διαχειρίσιμος, σε περίπου 90 δισ. ευρώ, αντί των 200 δισ. ευρώ. Αυτό που έχει αλλάξει φέτος είναι η νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση για την διαχείριση των προβληματικών τραπεζών, η οποία μεταθέτει το βάρος για τη διάσωσή τους από τους φορολογούμενους στους πιστωτές, με το bail in όταν προκύπτουν μεγάλες απώλειες. Αυτός ο νέος κανονισμός, που τέθηκε πλήρως σε ισχύ το τρέχον έτος (και ορισμένες χώρες τον εφάρμοσαν από το το 2015), προβλέπει ότι ομολογιούχοι και καταθέτες με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ μπορεί να πληγούν εάν χρειαστεί να εκκαθαριστεί η τράπεζα.

Τα τραπεζικά ομόλογα σε γενικές γραμμές κατέχονται από θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι μπορούν να προστατευθούν, αλλά στην Ιταλία τα περίπου 200 δισ. ευρώ βρίσκονται στα χέρια μικροομολογιούχων, οι οποίοι μέχρι το 2011 δελεάζονταν να επενδύσουν στις τράπεζες, μέσω ευνοϊκής φορολογικής μεταχείριση. Αυτά τα ομόλογα θα είναι ευάλωτα στην περίπτωση που οι τράπεζες ξεμείνουν από κεφάλαια μετά από ένα μεγάλο κούρεμα χρέους τους.

Αυτός ο κίνδυνος αναδείχθηκε ιδιαίτερα στα τέλη του περασμένου έτους, όταν τέσσερις μικρές τράπεζες διασώθηκαν βιαστικά για να αποφευχθούν οι αυστηρότερες διατάξεις του bail-in του θα ίσχυαν το τρέχον έτος. Αυτό παγίδευσε τους μικροομολογιούχων που κατέχουν μικρό μέρος του χρέους, που θα μπορούσαν να είχαν υποστεί bail-in υπό το προηγούμενο καθεστώς. Μία αυτοκτονία. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας, Ignazio Visco, είπε ότι ήταν προτιμότερη μια λιγότερο απότομη μετάβαση στο νέο καθεστώς του bail-in.

Οι αυστηροί κανόνες έχουν επίσης περιορίσει την ικανότητα της ιταλικής κυβέρνησης του Matteo Renzi να ηρεμήσει τα πράγματα μέσω του διαχωρισμού των επισφαλών δανείων από το τραπεζικό σύστημα. Αντί της κρατικής υποστήριξης μιας «κακής τράπεζας» για την απομάκρυνση των επισφαλών αυτών δανείων, ο κ. Renzi αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια «ασθενική» προσέγγιση στην οποία η κυβέρνηση θα εγγυηθεί τα λιγότερα επισφαλή δάνεια (senior tranches). Οι επενδυτές όμως αμφισβήτησαν την αποτελεσματικότητα αυτού του σχεδίου, εάν κρίνουμε από τις επιδόσεις των ιταλικών τραπεζικών μετοχών.

Η απογοήτευση από τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς στην προσπάθεια της Ιταλίας να διευθετήσει το θέμα των τραπεζών της, είναι ο ένας λόγος που ο κ. Renzi επιτέθηκε στον γερμανική τρόπο λειτουργίας της Ευρωζώνης. Αυτή η πολιτική ένταση προστίθεται στον πανικό που επικρατεί για τις ιταλικές τράπεζες. Οι τραπεζικές μετοχές της Πορτογαλίας έχουν επίσης υποχωρήσει, εν μέρει λόγω της απόφασης της νέας αριστερής κυβέρνησης συνασπισμού, να επιβάλει μεγάλες απώλειες σε ορισμένες ανώτερα τραπεζικά ομόλογα στα τέλη του περασμένου έτους, που θορύβησε τους διεθνείς επενδυτές. Στην προσπάθεια να μεταφέρει ο κίνδυνος μιας κατάρρευσης των τραπεζών από τους φορολογούμενους στους πιστωτές, όσοι χαράζουν την πολιτική της Ευρώπης μπορεί να σκέφτηκαν ότι θα αποπολιτικοποιήσουν τις τράπεζες. Στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, ωστόσο, η πολιτική δεν είναι ποτέ περιφερική.

 

 

huffingtonpost

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.