862 μ.Χ και στον κόσμο έρχεται μια υπέροχη ύπαρξη. Η κορούλα του πατρίκιου Κωνσταντίνου και της Άννας, που κατοικούν στη Βασιλεύουσα πόλη, την Κωνσταντινούπολη.
Είχαν χρόνια που δεν έκαναν παιδί, αλλά, ευλαβέστατοι και άνθρωποι της προσευχής καθώς ήταν και οι δυο, εισακούστηκαν από το Θεό.
Έτσι γεννήθηκε η μικρή Θεοφανώ.
Δεν πρόλαβαν όμως οι γονείς της να χαρούν τον ερχομό της και η μητέρα της από δυστοκία πεθαίνει.
Ευτυχώς που μια άλλη γυναίκα του αρχοντικού σπιτιού τους γίνεται τροφός της, ακριβή παραμάνα, και αφοσιωμένη στη μνήμη της μητέρας της.
Η Θεοφανώ ήταν προικισμένη με πολλές χάρες. Σωματικές, ψυχικές, διανοητικές.
Ο Κωνσταντίνος τής εξασφάλισε, καθώς μεγάλωνε, άριστη παιδεία μ΄έναν ευλαβή και σοφό δάσκαλο. Κι αυτή ρουφούσε ό,τι της δίδασκε ο δάσκαλός της, μα ιδιαίτερα ό,τι είχε σχέση με το Χριστό.
Έφτασε σιγά σιγά σε ηλικία για γάμο.
Στον αυτοκρατορικό θρόνο της Βασιλεύουσας βρίσκεται ο Βασίλειος ο Μακεδόνας.
Σύζυγός του, δεύτερη, η Ευδοκία.
Από τα τρία τους παιδιά πρωτότοκος είναι ο Λέων, που η ιστορία θα του προσδώσει τον τίτλο ”ο σοφός’,’ και ο οποίος είναι ο διάδοχος του θρόνου.
Είναι καιρός να παντρευτεί όμως και αυτό το διάστημα προβληματίζονται οι γονείς του ποια νύφη να του επιλέξουν.
Και δεν άργησαν να τη βρουν. Η πανέμορφη και ενάρετη, συνετή και πανέξυπνη Θεοφανώ ήταν αυτή που έκανε για Αυγούστα…
Ο Λέων διαμαρτύρεται στον αυτοκράτορα: όχι, πατέρα, τη Ζωή συμπαθώ…
Ούτε καταδέχεται να το ψάξει ο Βασίλειος. Κι ο γιος αναγκάζεται να υποταχθεί.
Έτσι ορίστηκε και έγινε ο γάμος του Λέοντα με τη Θεοφανώ, χωρίς εκείνος να τη θέλει και χωρίς αυτή να το ξέρει…
Ωστόσο η μεγαλοπρέπεια ήταν θαυμαστή. Αυτοκρατορική.
Όλοι καλοτύχιζαν τη Θεοφανώ. Η ίδια όμως από την ώρα του γάμου ένιωσε ένα πλάκωμα στην ψυχή, γιατί της έλειπε συναισθηματικά ο Λέων της.
Το ένστικτό της την πληροφορούσε ότι ο γάμος της άρχιζε δυσοίωνα. ΄
Πήγε κιόλας να απελπιστεί, αλλά το πρόλαβε με τη σκέψη ότι θα το συζητούσε με τον πνευματικό της. Ήταν το μόνο πια αξιόπιστο στήριγμα που της είχε μείνει στη ζωή.
Ο πνευματικός της γέροντας Ευσέβιος, μια οσιακή αγία μορφή, όταν τον συναντάει, την ενθαρρύνει : να του είσαι περιποιητική, υπάκουη, να τον αγαπάς, Θεοφανώ. Ο χρόνος θα φέρει και οικογένεια…και τότε όλα μπορεί να αλλάξουν. Και πάνω απ΄όλα την προσευχή σου. Ο Θεός μακάρι να μη σου επιτρέψει το σταυρό που βλέπω να σου ετοιμάζει…
Κι η Θεοφανώ προσπαθούσε να διώξει κάθε ανησυχία και να προσφέρει τον εαυτό της στον άντρα της.
Ο Λέων από την άλλη της ενέκρινε ό,τι του ζητούσε, αλλά κρατούσε τη θέρμη της καρδιάς του για τη Ζωή, την κόρη ενός αυλικού στο παλάτι.
Το διαπίστωνε η ευαίσθητη και ευγενέστατη Θεοφανώ κι ήταν πολλές οι φορές που πάνω στο λόγο ο Λέων αντί για το δικό της όνομα πρόφερε εκείνης και μετά προσπαθούσε να διαλύσει την ”παρεξήγηση”.
Μια χαρά όμως σε λίγο έρχεται να δώσει ελπίδα. ¨Η Θεοφανώ φέρει στα σπλάχνα της μωρό.
Και σε λίγους μήνες γεννιέται ένα χαριτωμένο κοριτσάκι.
Ο Βασίλειος και η Ευδοκία πανηγυρίζουν. Ο Λέων καμαρώνει. Χαίρεται. Κι η Θεοφανώ συγκινείται βαθιά και παίρνει ανάσα.
Να όμως που και τώρα κάτι ήρθε να σκιάσει τη χαρά της.
Όταν έσκυψε ο Λέων να δώσει το πρώτο πατρικό και τόσο τρυφερό φιλί στην κορούλα του, έκανε μια κίνηση να σκύψει και στη Θεοφανώ, που έφερε στον κόσμο αυτή τη χαριτωμένη ύπαρξη, μα κάτι τον συγκράτησε. ..
Το πρόσεξε η Θεοφανώ και πληγώθηκε.
Καθημερινά πλήθαιναν και πάλι τα σημάδια ότι ο Λέων συναισθηματικά δεν της ανήκει. Συναισθηματικά την πρόδιδε.
Αλλά, αν και θλιβόταν κατάβαθα και με τη σκέψη της ακύρωνε αυτό το γάμο, αφού κάθε τόσο διαπίστωνε ότι ο σύζυγός της δεν είχε συγκινηθεί από αυτήν, ξεκουραζόταν κοντά στον πνευματικό της Ευσέβιο, που της ενίσχυε την υπομονή και την προσπάθειά της για θεάρεστη ζωή.
Επίσης ώρες πολλές μιλούσε με την προσευχή της στην Παναγία. Τα δάκρυά της ποτάμι.
Ο προσωπικός της όμως αυτός σταυρός την έκανε να συμπονεί και τους πονεμένους ανθρώπους και με κάθε ευκαιρία να βρίσκεται κοντά τους.
Είχε όλη την άνεση ως βασίλισσα να τους απαλλάσσει από κάθε οικονομική ανάγκη και με την χαριτόβρυτη αγάπη της να τους ενισχύει ψυχολογικά και ηθικά
Έτσι ο λαός τη λάτρευε. .
Στο μεταξύ στο παλάτι καταφθάνει ένας μάγος, προσποιούμενος τον άγιο μοναχό, που καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Βασιλείου και, επειδή πικραίνεται απ΄το Λέοντα, του στήνει πλεκτάνη, τον διαβάλλει στον πατέρα του ότι συνωμοτεί εναντίον του και γίνεται ]αυτό αιτία να εξοριστεί τελικά ο Λέων στη Θεσσαλονίκη, όπου οικειοθελώς τον ακολουθεί και η Θεοφανώ με την κορούλα τους, την Ευδοκία.
Ο γέροντας Ευσέβιος αυτοεξορίζεται κι αυτός στη Θεσσαλονίκη, για να είναι κοντά στο ανδρόγυνο.
Εκεί στην εξορία ο Λέων εύχεται να μην είχε γεννηθεί, αλλά η Θεοφανώ του συμπαραστέκεται. Τον στηρίζει ψυχολογικά με κάθε τρόπο και η ίδια αναλώνεται στην αγρυπνία και στην προσευχή.
Πράγματι, η αλήθεια σε τρία χρόνια αποκαλύπτεται και ο Λέων με την οικογένειά του γυρίζει περιχαρής στη Βασιλεύουσα, ενώ ο Βασίλειος υποδέχεται με λαμπρότητα το γιο του ζητώντας συγγνώμη για το λάθος του.
Στο μεταξύ πεθαίνει η Αυγούστα Ευδοκία και τα καθήκοντά της στο παλάτι αναλαμβάνει η Θεοφανώ.
Κι άλλη όμως αφορμή δίνεται για να πληγωθεί βαθύτερα τώρα η Θεοφανώ.
Ο Λέων στο παλάτι ερωτοτροπεί με τη Ζωή. Συναντιέται κρυφά μαζί της ξανά και ξανά.
Ο πατέρας του, όταν το διαπιστώνει, διατάσσει να μαστιγωθεί ο γιος του.
Η Θεοφανώ το αντιλαμβάνεται και θες από την ευγένεια του χαρακτήρα της, θες επειδή εκτιμούσε ως καλύτερο χειρισμό του προβλήματος την καλοσύνη, θες επειδή φοβόταν ότι δεν θα άντεχε ωμή την αλήθεια από μέρους του, αν του ζητούσε συνεξήγηση, γιατί τον αγαπούσε πολύ, δεν μίλησε και πάλι στο Λέοντα.
Έδωσε την ίδια απάντηση στον εαυτό της: είναι ένας σταυρός, που ο Θεός –ποιος ξέρει γιατί –μου τον επιτρέπει.
Ο Βασίλειος στο μεταξύ, για να δώσει ένα τέλος στο σκάνδαλο, παντρεύει αναγκαστικά την αγαπημένη Ζωή του Λέοντα με κάποιον άλλο και την εξαποστέλλει από το παλάτι.
Ο ίδιος όμως ο Βασίλειος, ύστερα από ένα ατύχημα σε κυνήγι, πεθαίνει.
Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Λέων νιώθει ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
Το πρώτο του μέλημα είναι να ανακηρύξει τον πατέρα της ερωμένης του Ζωής Βασιλειοπάτορα και πρωθυπουργό.
Απ΄τη Θεοφανώ ζητάει να μείνει στο πλευρό του σύμβουλος πολύτιμη για την οξύτητα του πνεύματός της και την αγάπη της για το λαό.
Ωστόσο διάδοχο αγόρι απ΄τη Θεοφανώ δεν έχει ο αυτοκράτορας τώρα Λέων ο σοφός, και βρίσκει έναν επί πλέον λόγο να έχει στο νου του τη Ζωή, αν και ήταν παντρεμένη.
Κι αυτή όμως το ίδιο. Και τώρα που ο πατέρας της είναι πρωθυπουργός έχει όλη την άνεση να μπαινοβγαίνει στο παλάτι.
Στο μεταξύ νέα δοκιμασία για τη Θεοφανώ. Αρρωσταίνει βαριά η κορούλα τους Ευδοκία και πολύ γρήγορα παρόλες τις φροντίδες τους πεθαίνει, εγκαταλείποντας τη μητέρα της σε μια κόλαση, που τη δημιουργεί η απιστία του πατέρα της.
Ως εδώ η παρουσία της μικρής μετρίαζε και απάλυνε τον πόνο της Θεοφανώς. Βάλσαμο τής ήταν η αγάπη της.
Τώρα όμως και αυτήν ο Θεός τής την αφαιρεί.
Αλλά και ο Λέων, παρόλο που για τη Θεοφανώ μένει ψυχρός και ασυγκίνητος, για την κορούλα του, που της είχε μεγάλη αδυναμία και που τώρα τους φεύγει, θρηνεί και θλίβεται βαθιά.
Η μητέρα της, την ώρα που κατεβάζουν στο μνήμα το σπλάχνο της, μόλις προλαβαίνει να της ευχηθεί: ώρα καλή σου και καλή αντάμωση, ακριβό μου παιδί, και πέφτει λιπόθυμη.
Η Ευδοκία της ήταν μόλις εννέα ετών.
Με το θάνατό της ο Λέων ένιωσε να ξεκόβεται οριστικά απ΄τη Θεοφανώ.
Η Ζωή άρχισε να επηρεάζει εγκληματικά το Λέοντα σε βάρος της.
Ο πνευματικός της, γέροντας Ευσέβιος, αποφασίζει να μιλήσει στον αυτοκράτορα.
Συνέπεια, να εξοριστεί.
Η Θεοφανώ στη νέα της δοκιμασία ψάχνει και δε βρίσκει μέσα της κουράγιο. Νιώθει να έχουν εξαντληθεί της ψυχής της τα αποθέματα, Έχει κουραστεί.
”Φτάνει, Κύριέ μου”, κραυγάζει στο Θεό, ”με ξέχασες; γιατί τόσα πολλά βάσανα σε μένα; δεν μου άφησες τίποτε δικό μου. Μόνο πίκρες πήρα απ΄αυτή τη ζωή. Σε παρακαλώ πάρε με και μένα κοντά Σου και κοντά σ΄αυτούς που αγαπώ και που τώρα αναπαύονται εκεί μαζί Σου ”.
Συγγνώμη που Σου παραπονιέμαι…όμως, Πατέρα μου, δεν αντέχω άλλο…..
Η προσευχή της είναι κραυγαλέα. Αλλά δεν της φτάνει. Κατευθύνεται στον τάφο της κορούλας της και της ζητάει να την προσευχηθεί κι αυτή από κει που είναι.
Μια άφατη αγαλλίαση περιλούζει την ύπαρξή της. Μια θεία γαλήνη πλημμυρίζει την ψυχή της.
Από δω και πέρα όλα παίρνουν διαφορετική τροπή. Νιώθει να ανήκει σε άλλον κόσμο, του Θεού ολοκληρωτικά. Μια χαρμολύπη εγκαταστάθηκε μόνιμα στην ψυχή της και η προσευχή έγινε η ζωή της.
Γίνεται και το πρώτο της θαύμα: ένα ετοιμοθάνατο κοριτσάκι, όταν το επισκέπτεται και το σφίγγει στην αγκαλιά της, αμέσως ζωηρεύει, συνέρχεται, ενώ του ετοίμαζαν τα σχετικά με την κηδεία του.
Άρχισε να μιλάει χαρούμενο, να αγκαλιάζει με ευγνωμοσύνη την Αυγούστα Θεοφανώ, να περπατάει…
Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία σ΄όλη την επικράτεια. Όλοι μιλούν για την ”αγία ”αυτοκράτειρα…
Η ίδια όμως μένει ταπεινή, αν και βλέπει και συνομιλεί με αγίους.
Προπαντός είναι εσωτερικά ήρεμη, χαρούμενη.
Και δίνεται ολόψυχα στους αναξιοπαθούντες. Φτωχούς, πεινασμένους, ανάπηρους, αρρώστους, ορφανά, χήρες, αθώους κατάδικους, ξένους, χρεώστες, δούλους, πενθούντες.
Επισκέπτεται νοσοκομεία, γηροκομεία, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, λεπροκομεία, πτωχοκομεία, φυλακές, ιδρύματα όπου στεγάζονται παραστρατημένες γυναίκες.
Και πριν πάει σ΄οτιδήποτε από αυτά, περνάει απ τόν τάφο της κόρης της και πιάνει κουβέντα μαζί της. Τη νιώθει τόσο κοντά. Σαν να μην έφυγε ποτέ μακριά της. Δεν είναι ψευδαίσθηση, αλλά πραγματική επικοινωνία, που τη γεμίζει αγαλλίαση πνευματική και χαριτωμένη γλυκύτητα.
Και ελπίδα και φως και ειρήνη.
Τελική φάση της ζωής της η αρρώστια της.
Από τις εντάσεις που πέρασε και τις θλίψεις το σώμα της εξαντλήθηκε, ενώ η ψυχή της εξαγνισμένη ποθούσε τον ουρανό.
Και ο Θεός, τη Θεοφανώ που ”ενήθλησε λαμπρώς” και επιτυχώς πέρασε όλες τις δοκιμασίες της στη γη, την καλεί πλέον οριστικά κοντά Του.
Η Θεοφανώ αρρωσταίνει βαριά.
Το νέο μαθεύτηκε στη Βασιλεύουσα ταχύτατα . Όλοι συγκλονισμένοι την προσεύχονται. Όμως η αγαπημένη Αυγούστα ετοιμάζεται με σπουδή για το αιώνιο ταξίδι.
Βλέπει τον Κύριό της να την περιμένει μέσα σε εκτυφλωτική λαμπρότητα κι ένα φως τη λούζει, ενώ η κορούλα της Ευδοκία τής εμφανίζεται χαρούμενη που θα ανταμώσουν παντοτινά εκεί πάνω.
Κι εκείνη έτοιμη γι΄αυτό το ξεκίνημα, δεν ξεχνάει να ζητήσει να δει το Λέοντα.
Όταν έρχεται, τον φιλάει, φιλάει τα χέρια του, του ζητάει συγγνώμη για όποια τυχόν παράλειψή της, του εύχεται καλή συνέχεια στο έργο του, του δίνει τη συγγνώμη της που την πόνεσε τόσο πολύ στη ζωή της και τον παρακαλεί να φροντίσει και για την αιώνια ψυχή του, για να είναι τουλάχιστον εκεί…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο της…σαν να επρόκειτο να συμπληρώσει αυτός τη συνέχεια με το υπόλοιπο της ζωής του. .
Η Θεοφανώ κοιμήθηκε εν Κυρίω. Ήταν μόλις 31 ετών.
Το πρόσωπό της έλαμπε κι όλη ακτινοβολούσε μια υπερκόσμια χάρη, ενώ ο Θεός πιστοποιούσε την αγιότητά της αμέσως με θαύμα.
Την ώρα της εκφοράς της, ενώ έξω έκανε τσουχτερό κρύο και παγωνιά, όταν ξεκίνησαν για το ναό, ξαφνικά βγήκε ο ήλιος, απλώθηκε ζεστασιά κι όλοι μπόρεσαν να τη συνοδέψουν με προσευχές και δάκρυα. ΄
Μόλις μπήκαν στο ναό, ο καιρός έγινε όπως πριν.
Δε μπορούσες να το χαρακτηρίσεις τυχαίο.
Άλλα θαύματά της αναφέρει ο σύγχρονός της βιογράφος Λέων ο Γραμματικός και μάλιστα με πρώτα όσα έγιναν στο άμεσο περιβάλλον του.
Διηγείται ότι θαυματουργούσε η αγία σε ανθρώπους είτε τοποθετώντας πάνω τους την εσάρπα της είτε φορώντας τό από ίασπι δαχτυλίδι της είτε με το να τους εμφανίζεται και να ανταποκρίνεται σ΄ό,τι της ζητούσαν.
Η Θεοφανώ τι κι αν δεν την έριξαν δήμιοι στα θηρία να την κατασπαράξουν. Πέρασε φρικτό μαρτύριο, ψυχικό και χρόνιο.
Άντεξε χάρη στην πίστη της και την αγάπη της που δε γνώριζε σύνορα και διακρίσεις.
Αλλά και χάρη στην υπομονή της πέρασε στην αιωνιότητα. .
Ας είναι παράδειγμα για όλους μας και ιδιαίτερα για πολλές και πολλούς συζύγους σήμερα, που σηκώνουν το δικό τους προσωπικό βαρύ σταυρό, σαν το δικό της.
Και νομίζουμε είναι τόσοι πολλοί.
Την αγία Θεοφανώ η Εκκλησία μας τη γιορτάζει στις 16 Δεκεμβρίου.
Να έχουμε την πρεσβεία της.
Αμήν
(Αναδημοσιεύεται)
Ζιώγα Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός