assets_LARGE_t_942_44361605_type13031

«Δεν εμπλεκόμαστε σε επιχειρήσεις. Δεν ξέρουμε πώς να το κάνουμε. Το μόνο που ξέρουμε είναι πώς να κόβουμε επιταγές». Αυτά έλεγε ο Τούρκι αλ-Φαϊσάλ, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής Αραβίας κατά τη δεκαετία 1979-’89, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν καταλάβει το Αφγανιστάν, από όπου αποχώρησαν ταπεινωμένα, επιταχύοντας την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.

Αποτελεί δε κοινό μυστικό ότι η βασική οικογένεια και οι σεΐχηδες του Ριάντ είχαν διαθέσει πολλά δισ. από τα άφθονα πετροδολάριά τους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τον «ιερό πόλεμο» κατά των κατακτητών, στρατολογώντας μαζικά από τους μεντρεσέδες (τα ιερατικά σχολεία) και κατασκευάζοντας, με τη βοήθεια φυσικά της CIA και άλλων δυτικών μυστικών υπηρεσιών, το «τέρας» των Ταλιμπάν -από τις τάξεις των οποίων ξεπήδησε ουσιαστικά η αλ-Κάιντα του Οσάμα μπιν Λάντεν.

Ακόμη και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Σαουδάραβες δεν σταμάτησαν να υπονομεύουν κάθε προσπάθεια της Ρωσίας να σταθεί στα πόδια της, αναγκάζοντάς την να αιμορραγεί διαρκώς στην Τσετσενία και άλλες περιοχές του Καυκάσου, όπου ενίσχυε αδρά τους τζιχαντιστές που δρούσαν εκεί. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν, αφότου παρέλαβε το τιμόνι της Ρωσίας από τον Μπορίς Γέλτσιν, επέλεξε εκείνη την περιοχή για να κάνει την πρώτη και πιο αποφασιστική επίδειξη δύναμης, εδραιώνοντας την κυριαρχία του στο εσωτερικό και στέλνοντας μήνυμα προς το εξωτερικό ότι η πρώην υπερδύναμη δεν ήταν διατεθειμένη να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.

Απολύτως φυσιολογική πρέπει να θεωρείται, επίσης, η επιλογή του ισχυρού άνδρα του Κρεμλίνου να οικοδομήσει μια στρατηγική συμμαχία με το Ιράν, το οποίο, εκτός από μεγάλος αντίπαλος της Σαουδικής Αραβίας στην ευρύτερη περιοχή -το μεν είναι η «μητρόπολη» του Σιϊτισμού, η δε η «μήτρα» του Σουνιστισμού- ήταν και το μεγάλο «αγκάθι» στα πλευρά των Αμερικανών. Μάλιστα, αφού το στήριξε με κάθε μέσο στην πολύ δύσκολη περίοδο των δυτικών κυρώσεων σε βάρος του, ήταν αυτός που ουσιαστικά κατάφερε να ανοίξει τον δρόμο για την ιστορική συμφωνία της Τεχεράνης με την «Ομάδα των 6» -η οποία, προφανώς, αφορά πολύ περισσότερα από το πυρηνικό της πρόγραμμα, καθώς αναβαθμίζει τη γεωπολιτική θέση και τον ρόλο του Ιράν στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το Ριάντ χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να αποτρέψει αυτή τη συμφωνία, ασκώντας έντονες πιέσεις και προς την Ουάσιγκτον. Από τη στιγμή, όμως, που δεν τα κατάφερε, έχει κλιμακώσει την προσπάθεια να περιορίσει τη σφαίρα επιρροής του Ιράν και των συμμάχων του Ρώσων στην περιοχή. Για την ακρίβεια, είχε αρχίσει να προετοιμάζεται από αρκετά νωρίτερα, ενισχύοντας το Ισλαμικό Κράτος και χρησιμοποιώντας το ως «μακρύ χέρι», κυρίως στη Συρία και το Ιράκ -έχοντας, μάλιστα, και τη στήριξη της τουρκικής ισλαμοσυντηρητικής πολιτικής ηγεσίας, υπό τον Ταγίπ Ερντογάν, η οποία επιδίωκε επίσης να βάλει φρένο στην Τεχεράνη και τη Μόσχα, βλέποντας ως μεγάλη της ευκαιρία τις δραματικές ανακατατάξεις και την αλλαγή συνόρων.

 

Η περίοδος, άλλωστε, που εκδηλώθηκε η μεγάλη επίθεση του Ισλαμικού Κράτους και η ίδρυση του «Χαλιφάτου» σε περιοχές της Συρίας και του Ιράκ αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ήδη, από τις αρχές του 2014, οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν αποφασισμένος να φτάσει σε ένα ιστορικό συμβιβασμό και να μην ενδώσει στις πιέσεις των «γερακιών», ξεκινώντας ένα πόλεμο με άδηλες συνέπειες. Έτσι, όλως… τυχαίως, το ISIS επιτέθηκε και κατέλαβε τη Μοσούλη στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου, ενώ συνέχισε να προελαύνει προς τις κουρδικές περιοχές και τη Βαγδάτη. Όταν, λοιπόν,τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου του 2014, δόθηκε εξάμηνη παράταση στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά του Ιράν και δεν αποφασίστηκε αυτές να τερματιστούν -κάτι που θα δικαίωνε όσους (και το Ισραήλ) απαιτούσαν χρήση στρατιωτικής βίας αντί για συνομιλίες- ο κύβος είχε ριφθεί οριστικά.

Οι τζιχαντιστές επιτέθηκαν με σφοδρότητα σε όλα τα μέτωπα, χρησιμοποιώντας υπερσύγχρονα όπλα. Μετά δε τον αρχικό αιφνιδιασμό, οι πρώτοι που έσπευσαν να σταθούν απέναντί τους δεν ήταν άλλοι από τους Σιΐτες πολιτιφύλακες του Ιράκ και τους Κούρδους μαχητές, που δέχθηκαν μεγάλη στήριξη από την Τεχεράνη και τη φιλοϊρανική οργάνωση του Λιβάνου, τη Χεζμπολάχ. Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή: Η υπό τις ΗΠΑ «συμμαχία των προθύμων» άρχισε να βομβαρδίζει, με τη συνδρομή και των Σαουδαράβων, οι οποίοι εκτός από το να κόβουν επιταγές, εξοπλίζονται σαν αστακοί και μαθαίνουν να ρίχνουν και βόμβες. Αρκετούς μήνες αργότερα, ήρθε και η στρατιωτική εμπλοκή των Ρώσων, στο πλευρό των συμμάχων τους και του Ιράν. Και τώρα, το μείγμα είναι πιο εκρηκτικό παρά ποτέ…

Η Σαουδική Αραβία (Μοναρχία)

  • 28 εκατ. κάτοικοι, κατά 90% Άραβες, μέσος όρος ηλικίας 28 έτη
  • 28% ανεργία (55% στις γυναίκες)
  • 750 δισ. δολάρια ΑΕΠ, με ρυθμό ανάπτυξης 3,5%
  • 80 δισ. δολάρια στρατιωτικές δαπάνες
  • 270 δισ. βαρέλια πετρελαίου αποθέματα, παραγωγή 9,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως

(*) Μέχρι το 2013 η χώρα κατέγραφε δημοσιονομικό πλεόνασμα έως και 12%. Από πέρυσι αυτό μετατρέπηκε σε έλλειμμα, που φέτος θα ξεπεράσει το 20% του ΑΕΠ

Το Ιράν (Ισλαμική Δημοκρατία, με υπερεξουσίες στον θρησκευτικό ηγέτη)

  • 82 εκατ. πληθυσμός, συντριπτική πλειοψηφία Πέρσες, μέση ηλικία 29 έτη
  • 10,3% ανεργία
  • 420 δισ. δολάρια ΑΕΠ, με ρυθμό ανάπτυξης 4,3%
  • 10 δισ. δολάρια στρατιωτικές δαπάνες
  • 160 δισ. βαρέλια τα αποθέματα πετρελαίου, 3,2 εκατ. βαρέλια ημερήσια παραγωγή
  • 34 τρισ. κυβικά μέτρα τα αποθέματα φυσικού αερίου

(*) Με την άρση του δυτικού εμπάργκο, η οικονομία του Ιράν αναμένεται να εμφανίσει σημαντική ανάπτυξη, «παρασέρνοντας» και τις στρατιωτικές δαπάνες της χώρας

ΠΟΙΟΣ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΠΟΙΟΝ
Ισχυρές περιφερειακές συμμαχίες

Ιράν και Ρωσία έχουν συγκροτήσει ένα αδιαμφισβήτητα ισχυρό και υπολογίσιμο δίδυμο στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Ενεργειακές υπερδυνάμεις αμφότερες, φιλοδοξούν ότι ενώνοντας τις δυνάμεις τους και συντονίζοντας τις ενέργειές τους είναι σε θέση να αντιπαρατεθούν στους Σαουδάραβες βασιλιάδες και σεΐχηδες. Πολιτικά και στρατιωτικά η καθοριστική δύναμη είναι η Ρωσία, στην οποία η Τεχεράνη χρωστά πολλά. Πολιτισμικά και θρησκευτικά κυριαρχεί το Ιράν, καθώς το 60% του πληθυσμού του Ιράκ είναι Σιΐτες, οι οποίοι έχουν επίσης ισχυρή παρουσία στη Συρία και τον Λίβανο.

Σαουδική Αραβία και Τουρκία έχουν αναπτύξει σημαντικούς δεσμούς, που φυσικά δεν εξαντλούνται στην, άμεση ή έμμεση, στήριξη του Ισλαμικού Κράτους, ούτε βεβαίως στις προσπάθειες για ανατροπή του Μπασάρ αλ-Άσαντ και αποδυνάμωση της επιρροής του Ιράν και της Ρωσίας. Ανάμεσα στις δύο χώρες υπάρχουν και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με τις τουρκικές εταιρείες (κυρίως κατασκευκαστικές, αλλά όχι μόνο) να έχουν επεκταθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια σε όλες τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, τις οποίες ελέγχει άλλωστε το Ριάντ, κυρίως μέσω ΟΠΕΚ.

Ανάμεσα σε Σαουδική Αραβία, Ιράν και Ρωσία
«Πόλεμος» και στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου

Οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές εξακολουθούν να κινούνται σταθερά γύρω στα 45 δολάρια το βαρέλι, δηλαδή να βρίσκονται σε επίπεδα κάτω του 50% σε σύγκριση με το καλοκαίρι του 2014, όταν ξεκίνησε το πτωτικό τους ράλι. Αναμφίβολα, μία από τις βασικές αιτίες γι’ αυτό είναι η μικρότερη του αναμενομένου αύξηση της ζήτησης, εξαιτίας των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας η οποία έχει κατεβάσει για τα καλά ταχύτητα, ακόμη και στην περίπτωση της Κίνας. Αυτή δεν είναι, όμως, η μοναδική αιτία. Διότι την ίδια στιγμή, διεξάγεται ένας άγριος πόλεμος -κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσης- ανάμεσα στις σημαντικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες, που επιχειρούν να διασφαλίσουν ή και να διευρύνουν το μερίδιό τους σε βάρος των ανταγωνιστών τους.

Αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές σε αυτόν τον πόλεμο, ο οποίος έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την υπερπροσφορά πετρελαίου και μάλιστα σε ολοένα χαμηλότερες τιμές, είναι η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία. Οι δύο χώρες, δηλαδή, οι οποίες συνεχίζουν να αντλούν από τα κοιτάσματά τους με φρενήρεις ρυθμούς και τροφοδοτούν καθημερινά τους αγωγούς με περισσότερα από 20 εκατομμύρια βαρέλια, ποσότητα που αντιστοιχεί σε πάνω από το 20% της παγκόσμιας παραγωγής. Όλα δείχνουν δε ότι η σύγκρουση όχι απλώς θα συνεχιστεί, αλλά θα κλιμακωθεί και θα κορυφωθεί τους επόμενους μήνες, καθώς αναμένεται η σταδιακή επιστροφή και του ιρανικού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, στο πλαίσιο της άρσης των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί το 2012 σε βάρος της Τεχεράνης, μετά την πρόσφατη συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα -στην επίτευξη της οποίας πρωταγωνίστησε η Μόσχα και αντιτάχθηκε λυσσωδώς το Ριάντ…

Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και η σύγκρουση αυτή αφορά ουσιαστικά όλο τον πλανήτη, ενώ έχει και άλλους στόχους -όπως, για παράδειγμα, να περιορίσει τις φιλοδοξίες των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε εκμετάλλευση των σχιστολιθικών τους κοιτασμάτων, καθιστώντας την ασύμφορη οικονομικά- ένα από τα πιο καυτά μέτωπά της βρίσκεται στην Ευρώπη. Ειδικά το τελευταίο διάστημα, καθώς οι Σαουδάραβες επιχειρούν να αλώσουν παραδοσιακά προπύργια της μεγάλης αντιπάλου τους, όπως θεωρούνται η Σουηδία και η Πολωνία, τα διυλιστήρια των οποίων προμηθεύονταν μέχρι σήμερα αργό σχεδόν αποκλειστικά από τους Ρώσους.

Είναι προφανές ότι η τακτική αυτή προκαλεί τεράστιο πλήγμα στα έσοδα τόσο της Σαουδικής Αραβίας όσο και της Ρωσίας (φυσικά και των άλλων παραγωγών χωρών), η επιβίωση των οποίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου. Ωστόσο, καμία από τις δύο δεν δείχνει διατεθειμένη να υποχωρήσει πρώτη, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στη χθεσινή σύνοδο του OPEC στη Βιέννη, καθώς κάτι τέτοιο θα ερμηνευθεί ως ένδειξη αδυναμίας και πρόθεση συνθηκολόγησης, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Έτσι, για την ώρα, αμφότερες ισχυρίζονται ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο -μάλιστα, ο πρίγκιπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι το πρόβλημα το έχουν οι Ρώσοι και τα άλλα μη μέλη του πετρελαϊκού καρτέλ, καθώς από το 2016 θα αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή τους λόγω υψηλού κόστους -σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία, για την οποία δεσμεύτηκε ότι θα συνεχίσει στον ίδιο ρυθμό.

Η αποφασιστικότητα του Ριάντ είναι τέτοια ώστε, εσχάτως, έχει αρχίσει και πάλι να δανείζεται από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές για να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες και τη «μαύρη τρύπα», εκμεταλλευόμενο τον υψηλό βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας -σε αντίθεση με τη Ρωσία, που βρίσκεται μια ανάσα από το να χαρακτηριστεί «σκουπίδι», ενώ υφίσταται και επώδυνες κυρώσεις λόγω Ουκρανίας…

imerisia

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.