Αφιέρωμα – Γράφει ο Βασίλης Τσεπίδης
Πολυαγαπημένη μας γιαγιά,
Πέρασαν σχεδόν 40 ημέρες από τη στιγμή που σε αποχαιρετήσαμε. 40 ημέρες, χωρίς να σε έχουμε ανάμεσα μας και το κενό είναι για όλους μας δυσαναπλήρωτο. Άλλωστε δεν περιμέναμε κάτι το διαφορετικό. Πώς να ξεπεράσεις τον χαμό ενός ατόμου, που σφράγισε τις ζωές όλων μας; Θα προσπαθήσω να ανακαλέσω στη μνήμη μου γεγονότα- βιώματα σου, καθώς και χαρακτηρισμούς που πιστεύω πως σε αντιπροσώπευαν. Θέλω να ετοιμάσω ένα αφιέρωμα για σένα που εκτός από τα παραπάνω, να περιέχει ορισμένες από τις εκφράσεις που συνήθως χρησιμοποιούσες. Επιθυμώ όλα αυτά να μείνουν, να προστεθούν, αν είναι δυνατό, και άλλα, τα οποία θα αποτελέσουν ανάχωμα στη λησμονιά που επιφέρει ο χρόνος. Θα τολμήσω να μεταφέρω σε μια λευκή σελίδα, αν και ξέρω πως αυτό είναι αδύνατο, το πώς αισθανόμαστε. Τι μπορώ να γράψω για τη γιαγιά μας; Πώς να σας πείσω για το πόσο πολύ διαφορετική ήταν η δική μας γιαγιά;
Επιγραμματικά θα αναφερθώ στους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής σου. Γιαγιά μας, γεννήθηκες στο Σιδηροχώρι Τραπεζούντας το 1917. Υπήρξες ένα από τα οκτώ παιδιά μιας πατριαρχικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας, όμως, ήταν στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ζούσατε όλοι μαζί ευτυχισμένοι στον Πόντο και είχατε μια άνετη διαβίωση για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Στην πιο ευαίσθητη και όμορφη ηλικία της ζωής, που είναι η πρώτη παιδική, γνώρισες τον πόνο και τα βάσανα του ξεριζωμού. Αποχωρίστηκες από τους γονείς σου και αρχικά έζησες στην Ελλάδα με τα μεγάλα αδέρφια σου. Αργότερα η οικογένειά σας έσμιξε πάλι στο Σύδεντρο Γρεβενών.
Δεν σου δόθηκε η ευκαιρία να προχωρήσεις στα γράμματα, αν και θα το ήθελες πολύ. Σου άρεσε ιδιαίτερα το σχολείο και με περίσσεια νοσταλγία μας διηγιόσουνα τις λιγοστές σχολικές εμπειρίες σου. Αυτό που εσύ στερήθηκες θέλησες με κάθε τρόπο να προσφέρεις στα παιδιά σου. Και είναι ἀλήθεια, στερήθηκες πολλά, για να μπορέσεις να στείλεις τα παιδιά σου στο σχολείο.
Παντρεύτηκες μικρή τον παππού μας τον Βασίλη και από το Σύδεντρο εγκαταστάθηκες στο Κάστρο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα. Φτώχεια, κοπιαστικές συνθήκες διαβίωσης, χωρίς καμία ιδιαίτερη βοήθεια από τους γονείς σας. Ο παππούς μας ήταν το μοναδικό εν ζωή παιδί της οικογενείας του. Είχε έναν ακόμη αδελφό, τον Γιώργο, που πέθανε στον Πόντο. Ο πατέρας του παππού Βασίλη, ο παππούς Γιάννης, πέθανε νέος, περίπου 40 ετών, 18 μόλις ημέρες, αφότου ήρθε από τα Λιβάδια της Τραπεζούντας στο Κάστρο. Ο παππούς μας ο Βασίλης ήταν τότε μόνο 12 ετών. Μεγάλωσε, λοιπόν, ορφανός από πατέρα και χωρίς αδέλφια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει καμία συμπαράσταση και να αποτελεί τον αδύναμο κρίκο σε κάθε σημαντική ή ασήμαντη διένεξη με τους συγχωριανούς σας. Αν και το σπιτικό σας ήταν μικρό και ταπεινό, περίσσευε σε αυτό αγάπη.
Ο ανήφορος της ζωής σας δεν είχε τελειωμό. Σαν να μην έφταναν αυτά, ξέσπασε και ο πόλεμος. Ο παππούς στα ελληνοαλβανικά βουνά και εσύ με την προγιαγιά μας και 4 παιδιά που είχατε μέχρι τότε μόνοι στο Κάστρο.
Και τι δεν πέρασες, για να μπορέσεις να τα προστατεύσεις. Να περιφέρεσαι με τα παιδιά στην αγκαλιά σου μέσα σε όλα τα δάση της ευρύτερης περιοχής! Έπρεπε να τα προστατεύσεις με κάθε τρόπο. Αξίζει να αναφέρω πως ο μεγάλος σου γιος, ο θείος Γιάννης, είχε ένα είδος αναπηρίας στο ένα του πόδι από παιδικό ατύχημα. Το γεγονός αυτό δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την αποστολή σου. Και όμως τα κατάφερες!
Τελείωσε ο πόλεμος. Ο παππούς φιλάσθενος πλέον γύρισε. Η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί στα ελληνοαλβανικά βουνά. Ο Θεός στα επόμενα χρόνια σας χάρισε ακόμη 3 παιδιά. Η οικογένεια μεγάλωσε. Οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν. Εσύ θα έπρεπε για πολλοστή φορά να ξεπεράσεις κάθε ανθρώπινη δυνατότητα και όριο, για να μπορέσετε να τα βγάλετε πέρα.
Ζήτησα από τον θείο μου, τον Κώστα, να μου εξιστορήσει κάποιο περιστατικό, που έζησε μαζί σου και που χαράχτηκε στο μυαλό του. Ήταν λέει μικρός και του είχες ζητήσει να σε βοηθήσει στο ζύμωμα των ψωμιών. Αφού τελειώσατε, έπρεπε να πάτε στο δάσος, για να μαζέψετε τα κατάλληλα ξύλα για τον φούρνο. Μάζευες όσα μπορούσες περισσότερα. Είχατε συγκεντρώσει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα. Τα έδεσες όλα μαζί και προσπάθησε να τα φορτωθείς. Ήταν αδύνατο να μπορέσεις να τα σηκώσεις και να κρατήσεις ισορροπία. Σε βοήθησε και ο θείος, για να το κατορθώσεις. Καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, έφτασες με τα ξύλα στο σπίτι. Όταν τα ξεφορτώθηκες από την πλάτη σου, είδε ο θείος και ο παππούς, (που σε περίμενε στο σπίτι, μια και δεν μπορούσε να σε ακολουθήσει), πως το σκοινί με το οποίο είχες δέσει τα ξύλα είχε εισχωρήσεις στο δέρμα σου. Σου είχε τραυματίσει τους ώμους σου. Ο παππούς άρχισε να σου λέει, πως δεν έπρεπε να φορτωθείς τόσα πολλά ξύλα. Ας πήγαινες και δεύτερη φορά στο δάσος. Τότε εσύ του απάντησες: <<Πάλι εγώ θα επέγνα, ντο να επίνα;>>. (= Εγώ πάλι θα πήγαινα, τι να έκανα). Δεν είχες την πολυτέλεια να αφιερώσεις άλλο χρόνο για τα ξύλα. Είχες να ασχοληθείς και με τις υπόλοιπες εργασίες, που σε περίμεναν. Το 24ωρο θα έπρεπε να είχε 34 ώρες, ώστε να μπορείς να βρίσκεις χρόνο, για όλα τα ενδιαφέροντα και τα καθήκοντά σου. Έκανες τη νύχτα μέρα, για να μπορέσεις να ανταποκριθείς στον ρόλο της μάνας και του πατέρα. Δεν έκανες ούτε στιγμή πίσω. Έπαιρνες δύναμη από τα παιδιά σου και συνέχιζες. Για εσένα δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος. Όπως χαρακτηριστικά έλεγες: <<Κι εξέρνες το εν πλατείαν>>. (= δεν ήξερες τι είναι πλατεία)
Με αυτά τα δεδομένα κάθε λεπτό ήταν πολύ ακριβό, για να το σπαταλάς. Έπρεπε να κάνεις σωστή διαχείριση του χρόνου σου. Να κοιτάς τα βασικά και να προσπερνάς αυτά που εσύ έκρινες ως δευτερεύοντα. Δεν είχες την πολυτέλεια για πολλά πολλά. Μια από τις έγνοιες σου ήταν να φροντίζεις για την ατομική καθαριότητα των 7 παιδιών σου. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω, πως δεν είχες στη διάθεση σου τις σημερινές ανέσεις, γεγονός που πολλαπλασίαζε τον φόρτο εργασίας σου. Όταν, λοιπόν, έτριβες τα παιδιά σου, καθώς τα έπλενες με το πράσινο σαπούνι, πιθανόν κάποιο απ’ όλα να γκρίνιαζε, πως του τσούζουν τα μάτια. Δεν σταματούσες, για να το καλοπιάσεις ή να το παρακαλέσεις να κάνει λίγη υπομονή. Περνούσες σε πιο δραστικές, δοκιμασμένες και συνοπτικές διαδικασίες. Έδινες μια με το σαπούνι στο κεφάλι του διαμαρτυρηθέντα και προχωρούσες ακάθεκτη.
Η εξωτερική σου εμφάνιση δεν αντιστοιχούσε στη βιολογική ηλικία, που είχες εκείνη την περίοδο. Έδειχνες πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ήσουν. Πολλή δουλειά, ελάχιστος χρόνος για ύπνο και ξεκούραση. Το φαγητό λιγοστό. Έπρεπε πρώτα να ξεγελάσουν την πείνα τους τα παιδιά σας και να καταναλώσουν ό,τι θρεπτικότερο υπήρχε. Για σένα και τον παππού μας αναλογούσε ό,τι περίσσευε. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις ελάχιστες φωτογραφίες σου, που διασώζονται και στις οποίες φαίνεται πως ήσουν μια νεαρή γυναίκα μέσα σε ένα ταλαιπωρημένο και εξασθενημένο σώμα. Η όψη, η επιδερμίδα και το βλέμμα που είχες τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής σου, ήταν εντυπωσιακά βελτιωμένες. Ήσουν πανέμορφη παρά το προχωρημένο της ηλικίας.
Υπήρξες περήφανη σε όλη σου τη ζωή. Ποτέ δεν ζήτησες κανενός είδους βοήθεια από κανέναν. Κοιτούσες να κάνεις το κουμάντο σου. Ενωμένη η οικογένεια με καπετάνιο τον παππού μας παλεύατε, για να αντιμετωπίσετε τις φουρτούνες της καθημερινότητας. Τελικά κατορθώνατε και τα φέρνατε βόλτα παρ’ όλες τις δυσκολίες.
Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται, όταν τα παιδιά σας ήταν σε θέση να προσφέρουν μια στοιχειώδη βοήθεια και συμπαράσταση. (Όντες εξέβαν τα παιδία σο μεϊντάν.) Πλέον δεν ήσασταν μόνοι. Καταφέρατε να αγοράσετε στα Γρεβενά ένα χωράφι, που στη συνέχεια έγινε οικόπεδο. Εκεί το κάθε παιδί σας που δημιουργούσε οικογένεια είχε τη δυνατότητα να κτίσει το σπίτι του. Θέλατε να είναι το ένα δίπλα στο άλλο, για να αλληλοβοηθιούνται και να αλληλο-συμπαραστέκονται. Τη μοναξιά που εσείς βιώσατε δεν θέλατε να γευτούν και τα παιδιά σας.
Νωρίς έχασες τον παππού μας. Ήταν μόλις 56 ετών. Στα τελευταία του χρόνια τον είχαν εγκαταλείψει οι σωματικές δυνάμεις. Τα περισσότερα από τα εγγόνια σας δεν τον γνωρίσαμε. Ο θάνατος του παππού σου στοίχισε. Μπορεί να μην είχε τις αντοχές να σε βοηθάει στον ανηφορικό δρόμο της ζωής, όμως ήταν βράχος για σένα. Εμπιστευόσουν απόλυτα την κρίση του. Ήξερες πως θα σου έδινε λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα. Τον χρειαζόσουν. Πολλές φορές μου έλεγες, πως θα ήθελες πολύ να ζούσε. Ας μην ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετηθεί. Μόνο να ζούσε. Θα τον περιποιόσουνα εσύ και θα συζητούσατε με τις ώρες.
Αργότερα έχασες τη νύφη σου, την Άννα, σε ηλικία 34 ετών και σε δύο χρόνια και το γιό σου, τον Γιάννη. Το πλήγμα αυτό προς στιγμή σε γονάτισε. Κλονίστηκε σοβαρά η υγεία σου. Δεν είχες όμως το δικαίωμα να παραιτηθείς από τη ζωή. Είχες ένα εγγονάκι την Αννούλα, που την ανέλαβες 40 ημερών και έπρεπε να τη μεγαλώσεις. Είχες μια νέα αποστολή να φέρεις εις πέρας. Πέταξες από πάνω σου την εικόνα της χαροκαμένης μάνας και ντύθηκες με την όψη μιας νέας μητέρας. Της μητέρας που λαχταρά να βρίσκεται κάθε στιγμή κοντά στο αγγελούδι της. Να νιώθει την ανάσα του και ενθουσιασμένη να παρακολουθεί την ανάπτυξή του. Ήταν για σένα ένας ρόλος, που τον ήξερες καλύτερα από τον καθένα. Ένας ρόλος που θα έλεγε κανείς, πως ήσουν γεννημένη γι’ αυτόν.
Της έδωσες τόση αγάπη, φροντίδα και στοργή, όση σπάνια παίρνουν τα παιδιά από τους βιολογικούς γονείς τους. Κοιτούσες να μην στερηθεί τίποτε. Δεν την άφησες ούτε στιγμή. Ήσουν διαρκώς κοντά της. Φρόντιζες να είναι περιποιημένη και προσπαθούσες να ικανοποιήσεις κάθε παιδική της επιθυμία. Την συνόδευες καθημερινά στο σχολείο. Παρακολουθούσες και ενημερωνόσουν για την πρόοδό της. Η Αννούλα ήταν η μεγάλη σου έγνοια μέχρι και σήμερα.
Δεν αρκέστηκες όμως μόνο στην ανατροφή της. Έπρεπε να νοιαστείς εν μέρει και για την αποκατάστασή της. Έθεσες, λοιπόν, στόχο να ολοκληρώσεις το σπίτι, που είχε ξεκινήσει ο γιος σου και το οποίο βρισκόταν ακόμη στο αρχικό στάδιο. Έκανες λάσπη, κουβαλούσες τούβλα, έλεγχες την πορεία των εργασιών. Μεριμνούσες οι εργαζόμενοι να πληρώνονται στην ώρα τους. Στερήθηκες πολλά, όμως στο τέλος πέτυχες τον σκοπό σου. Στο σπίτι αυτό που έδωσες το είναι σου, για να ολοκληρωθεί, έμελλε να αφήσεις τελικά και την τελευταία σου πνοή.
Ένας χώρος που τον είχαμε αναπόφευκτα ταυτίσει μαζί σου. Εκεί σε επισκεπτόμασταν. Εκεί μας υποδεχόσουν. Εκεί περνούσαμε την ώρα μαζί σου. Από εκεί μας ξεπροβόδιζες. Τώρα και το σπίτι είναι ορφανό. Δεν έχει τον νοικοκύρη του. Πόρτες παράθυρα κλειστά. Απόλυτη ησυχία. Μια εικόνα παράξενη, αφύσικη σε όλους μας. Μια κατάσταση που ξύνει την πληγή που μας προκάλεσε η απουσία σου. Αποφεύγουμε να στρέφουμε το βλέμμα μας προς εκείνο τον χώρο. Όσο και αν το προσμένουμε, δεν βγαίνεις να μας υποδεχτείς. Το ξέρω η ζωή συνεχίζεται και εμείς αναγκαστικά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες ευχάριστες συνήθειες. Ελπίζουμε ο χρόνος να ελαφρύνει το βάρος που κυριολεκτικά ώρες ώρες αισθανόμαστε ασήκωτο και μας πλακώνει το στήθος.
Τα δυσάρεστα γεγονότα, που σε τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα, σε έκαναν να ανησυχείς πολλές φορές για το παραμικρό. Έχανες την ψυχραιμία σου, αν συνέβαινε οτιδήποτε σε κάποιον δικό σου. Όταν τελικά αυτό που σε ανησυχούσε ήταν κάτι το περαστικό έλεγες: <<Άλλο τιδέν με λέπνε το μάτια μ’ >>. (= Άλλο τίποτα να μη δούνε τα μάτια μου).
Υπήρξες ο ακριβής ετυμολογικός ορισμός της λέξης μάνα. Ήσουν μάνα σε όλη σου τη ζωή. Με τα μικρότερα αδέλφια σου, αργότερα με τα ανίψια σου, στη συνέχεια με τα παιδιά και τα εγγόνια σου. Τις μικρές νύφες σου τις περιποιόσουν, σαν να ήταν κοριτσάκια, που είχαν την ανάγκη της μητέρας τους. Ακόμη και το χτένισμα των μαλλιών τους εσύ το έκανες. Χαιρόσουν να τις φροντίζεις.
Για όλους μας υπήρξε καθοριστική η συμβολή σου στο μεγάλωμά μας. Όλους μας, μας ανέθρεψες για μικρό ή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν το έκανες μόνον εξαιτίας της απέραντης αγάπης που έτρεφες για εμάς, αλλά γιατί αισθανόσουν την ανάγκη, πως έπρεπε να βοηθήσεις τα παιδιά σου με κάθε τρόπο. Κάποιους από εμάς, μας ανέλαβες μόλις λίγων ημερών και μας παρέδωσες στους δικούς μας μετά από χρόνια ξεπεταγμένα πλέον παιδιά. Δεν υπολόγιζες την κούραση, δεν φοβήθηκες την ευθύνη της ανατροφής.
Αυτό δικαιολογεί και την αντίδρασή σου, όταν έβλεπες κάποιο από τα παιδιά σου να μαλώνει αυστηρά τα εγγόνια σου. Γινόσουν θεριό, που δεν δίσταζε να επιτεθεί. Γινόσουν πουλί, που άπλωνε τις φτερούγες του, για να προφυλάξει στοργικά τα μικρά του. Ήσουν αδιαπραγμάτευτη πάνω σε αυτό. Να μην πειράξει, να μην στεναχωρήσει κανείς τα εγγόνια σου.
Ακόμη και τα δισέγγονα έπρεπε να περάσουν από τα χέρια σου. Το άγγιγμα σου, οι μαλάξεις και οι κινήσεις που γνώριζες για τα βρέφη, αποτελούσαν το βάπτισμα του πυρός και τα καλύτερα εχέγγυα για μια σωστή σωματική ανάπτυξη και υγεία.
Χαρακτηριστικό περιστατικό που αναδεικνύει τη δύναμη που πήγαζε από την αποστολή σου ως μάνας είναι το ακόλουθο. Πριν από πολλά χρόνια στο Κάστρο τα δυο μικρότερο αγόρια σου ο μπαμπάς μου Αχιλλέας και ο θείος μου Νίκος, κόβανε ξύλα στην κορδέλα. Σε κάποια μετακίνηση της κορδέλας και λόγω της ανομοιόμορφης κατανομής του βάρους της, η κορδέλα ανατράπηκε και πλάκωσε τον πατέρα μου. Ο θείος, αν και νεαρό παλικάρι, δεν κατάφερε να τον απεγκλωβίσει. Οι φωνές τους σε πέταξαν έξω από το σπίτι και ξυπόλυτη έτρεξες αμέσως κοντά τους. Με μια ανάσα απελευθέρωσες τον γιο σου από το τεράστιο φορτίο. Φυσικά τις επόμενες ημέρες υπέφερες από πόνους λόγω της υπερπροσπάθειας. Είναι γεγονός, πως κάτω από κανονικές συνθήκες δεν μπορούσες να κατορθώσεις κάτι ανάλογο.
Επίσης ένα άλλο περιστατικό είναι, όταν οι Γερμανοί έκαψαν για αντίποινα το Κάστρο το 1943. Έκαψαν τότε όλα τα σπίτια του χωριού εκτός από τρία. Για μία ακόμη φορά δεν ήσασταν οι τυχεροί. Την ώρα που έκαιγαν το δικό σας σπίτι με φλογοβόλα, η οικογένειά σου βρισκόταν έξω από αυτό, εκτός από το μικρότερο παιδί σου, τον θείο Γιώργο, ο οποίος ήταν μέσα στην κούνια του. Με αυταπάρνηση και αγνοώντας τις χειροδικίες του γερμανού στρατιώτη, για να μην εισέλθεις, όρμισες στο φλεγόμενο σπίτι. Άρπαξες τον μικρό σου γιο και πετάχτηκες έξω. Κινδύνευσες· όμως, δεν το λογάριασε έτσι. Έπρεπε να σώσεις το μικρό σου παιδί, διαφορετικά θα προτιμούσες να καείς μαζί του. Για την ιστορία να αναφέρω, ότι ο γερμανός στρατιώτης δεν γνώριζε για την ύπαρξη του παιδιού μέσα στο σπίτι. Σε χτυπούσε και δεν σε άφηνε να μπεις στο σπίτι, διότι πίστευε πως ήθελες να διασώσεις κάποιο από τα υπάρχοντά σου. Βλέποντας εκείνη τη σκηνή, να βγαίνεις με τα παιδί στην αγκαλιά σου από το πυρακτωμένο σπίτι, ο επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος επέπληξε το παραπάνω στρατιώτη. Αυτή ήταν η γιαγιά μας.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943 -49 ήταν ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας. Το 1944 – 45, λοιπόν, κάποια ημέρα στην αυλή του σπιτιού σου ετοίμαζες παζλαμάτσια, για να δώσεις στα παιδιά σου. Ήταν το μοναδικό φαγώσιμο που μπορούσες να παρασκευάσεις γρήγορα χωρίς ιδιαίτερα οικιακά σκεύη και με ελάχιστα υλικά. Έτσι θα ξεγελούσες λίγο την πείνα τους και θα τα κρατούσες στη ζωή. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ένας αντάρτης από το διπλανό χωριό, που επίσης ήταν πεινασμένος. Κρατώντας το όπλο του, ένα μάλιχερ, σου ζήτησε να του δώσεις να φάει. Η ποσότητα που είχες ετοιμάσει ήταν λιγοστή, τόση που μετά βίας επαρκούσε για τα πεινασμένα παιδιά σου. Τότε, δίχως να δειλιάσεις του επιτέθηκες, για να τον διώξεις και στη θέα του όπλου του τού είπες: <<Ξάι κι φοούμεσε. Παίρω ατό το τουφέκ και βάλατω σον κόλος>>. (= Καθόλου δεν σε φοβάμαι. Παίρνω αυτό το όπλο και το……)
Όταν αγκάλιαζες και φιλούσες τα βλαστάρια σου, το ζούσες! Το ευχαριστιόσουνα! Έκλεινες τα μάτια σου και τα έσφιγγες στην αγκαλιά σου. Δεν έβλεπες τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελες τίποτα να σας διακόψει και όταν και αυτά με τη σειρά τους σε αγκάλιαζαν και σε φιλούσαν, ανταποδίδοντας την αγάπη σου, πετούσες στον ουρανό. Κάθε φορά μετά από μια τέτοια συγκινητική στιγμή έφτιαχνες τον σταυρό σου, σήκωνες τα χέρια σου και κοιτούσες ψηλά. Πιθανόν να ευχαριστούσες τον Θεό που σε αξίωσε να ζει και να εισπράττεις την αγάπη των δικών σου.
Πίστευες στον Θεό και συχνά μας παρότρυνες να μην βγαίνουμε από τον δρόμο Του. <<Να μεβγαίνετεν ασόν δρόμο τι Θεού>>,(= Να μην βγαίνετε από το δρόμο του Θεού) έλεγες. Μας ζητούσες να μην ξεχνάμε καθημερινά, να κάνουμε τον σταυρό μας. Έμαθες τους περισσότερους από εμάς να κάνουμε την προσευχή μας και μας παρότρυνες γι’ αυτό.<<Πίσων τη μετάνιας>>. (= Κάνε την προσευχή σου). Μας δίδαξες να σταυρώνουμε το μαξιλάρι μας πριν από το βραδινό ύπνο, για να βλέπουμε όνειρα απαλλαγμένα από εφιάλτες και να ξεκουραστούμε χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας αρνητικές – δυσάρεστες σκέψεις. Εικόνες που θα παραμείνουν ανεξίτηλες στο μυαλό μας.
Όταν πίστευες, πως κάποιος κάνει κάτι το μη σωστό ή σε αδικεί, δεν αντιδρούσες. Απλώς έλεγες:<< Ο Θεόν ελέπ>> ( = Ο Θεός βλέπει).
Υπήρξες η αυτοδίδακτη μαία του χωριού αλλά και της πόλης των Γρεβενών κατά την περίοδο της Κατοχής. Βοηθούσες τις ετοιμόγεννες γυναίκες στις επώδυνες ώρες του τοκετού. Στη συνέχεια οι λεχώνες αλλά και τα βρέφη απολάμβαναν τις υπηρεσίες σου. Πολλές από τις γνώσεις σου και τους χειρισμούς σου θα τις ζήλευαν ακόμη και οι σύγχρονοι μαιευτήρες.
Η ζωή ήταν σκληρή απέναντί σου, όμως δεν θα πρέπει να παραλείψουμε πως ο Θεός σου δώρισε απλόχερα 7 παιδιά, 21 εγγόνια, 41 δισέγγονα και 14 τρισέγγονα. Μαζί με τους γαμπρούς και τις νύφες είχες μια από τις πολυπληθέστερες οικογένειες που αριθμεί πάνω από 105 μέλη. Καλοτύχισες, λοιπόν, νιώθοντας την απέραντη αγάπη από τα παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονά σου. Μακάρι όταν θα περάσουν τα χρόνια και πρώτα ο Θεός γεράσουμε και εμείς, να έχουμε δίπλα μας τα δικά μας βλαστάρια και να μας προσφέρουν ένα μικρό μέρος από την αγάπη και τη φροντίδα που εσύ λάμβανες από εμάς.
Παρόλο που είχες μια από τις πιο πολυμελείς οικογένειες που υπάρχουν, ήταν κάποιες ήμερες που για ορισμένες τους ώρες δεν έβλεπες κανέναν. Ο λόγος ήταν, πως ο φόρτος εργασίας των δικών σου, τύχαινε να συνέπιπτε. Τότε σε έπιανε το παράπονο. Τότε αναζητούσες περισσότερο τον παππού μας.
Ποτέ δεν ακούσαμε από τα χείλη σου κλασικά παιδικά παραμύθια, παραμύθια που ακούνε τα εγγόνια από τη γιαγιά τους. Ίσως να μην ήξερες. Ποτέ δεν ακούσαμε από το στόμα σου την κλασική εισαγωγή των παραμυθιών, Μια φορά και έναν καιρό ήταν … Σου άρεσε να διηγείσαι με τις ώρες αληθινές ιστορίες. Να μας μεταφέρεις εμπειρίες ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες και εμείς σαγηνεμένοι σε παρακολουθούμε. Τις περισσότερες αφηγήσεις τις επαναλάμβανες ξανά και ξανά. Κάθε φορά όμως σε ακούγαμε σαν να ήταν η πρώτη.
Η εισαγωγή που συνήθως χρησιμοποιούσες και την οποία γνωρίζαμε όλοι μας εκ των προτέρων, όταν αναφερόσουν στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ήταν: <<¨Οντες έμνες καταδιωκόμενοι το σεράντα…>> . Όταν ήμασταν καταδιωκόμενοι το 40…) Και μετά ξεκινούσες! Δεν τα αφηγούσουνα απλώς. Ήσουν ιδιαιτέρως παραστατική. Τα ξαναζούσες για ακόμη μία φορά. Θυμόσουν τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια, κάτι που δεν συνέβαινε με πρόσφατα βιώματά σου. Στο τέλος της κάθε συναρπαστικής εξιστόρησης, όπως αρμόζει σε έναν ευγενικό εισηγητή, μας ευχαριστούσες που σε παρακολουθήσαμε, που διαθέσαμε μέρος του χρόνου μας, για να τον περάσουμε μαζί. Κλείνοντας μας έδινες και τις ευχές σου. Το είχες ευχαριστηθεί. <<Εδέβασαμε την ώραν>>, (= Περάσαμε τη ώρα) έλεγες! Εμείς, γιαγιά, σε ευχαριστούμε, για όσα ανεκτίμητα μας έμαθες. Θα μας λείψει η παρέα σου. Σε ευχαριστούμε, για όσα έκανες για μας. Αφιέρωσες κυριολεκτικά τη ζωή σου ολόκληρη σε μας.
Έζησες τη ζωή με τους δικούς σου όρους. Εύκολα δεν έκανες υποχωρήσεις. Ήθελες να γίνεται πάντα το δικό σου. Κράτησες μια οικογένεια δεμένη. Έγινες γνωστή σε όλους ως η κυρά – Βασίλενα. Επιδίωκες τα παιδιά σου να έχουν μεταξύ τους τις καλύτερες δυνατές σχέσεις. Σε οποιαδήποτε μικροδιένεξη, που συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, ήσουν πάντα συμβιβαστική. Έλεγες: <<Ποίον ποτάμ εθόλοσεν και κι κατέντσεν>>; (= Ποιο ποτάμι θόλωσε και δεν καθάρισε;)
Μας παρότρυνες να είμαστε προσεκτικοί σε κάθε μας ενέργεια. Να ζυγίζουμε σωστά τα δεδομένα και να μην βιαζόμαστε να αποφασίζουμε. Τόνιζες πως οι απερίσκεπτες και απρόσεκτες κινήσεις έχουν συχνά αρνητικά αποτελέσματα. Έλεγες: <Που κι τερεί όντας κάθεται θαμάεται όντας σκούται>>.
Με απαξίωση αντιμετώπιζες όσους ήταν άριστοι στη θεωρία, αλλά υστερούσαν χαρακτηριστικά στην πράξη. Δεν τους έπαιρνες ποτέ στα σοβαρά. Σε αυτούς απαντούσες: <<Μίαν όβασον και επεκί κακάντσον>>. (= Πρώτα κάνε το αυγό και μετά κακάρισε.)
Το σπίτι σου ήταν ανοιχτό πάντα σε όλους. Και ποιον δεν φιλοξένησες; Ποιος δεν γεύτηκε τα ποιοτικά αγνά προϊόντα που εσύ με αγάπη και μεράκι παρήγαγες; Και ποιον δεν τάισες με τα πεντανόστιμα εξαιρετικά φαγητά σου; Όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα και να τα θυμούνται ακόμη μέχρι και σήμερα.
Ο κήπος στην αυλή του σπιτιού σου, αλλά και στο χωράφι σου στο Ξεραπέαδο ήταν μικροί επίγειοι παράδεισοι. Καλλιεργούσες τα πάντα. Άφηνες τις νύφες σου για τις σπιτικές εργασίες και εσύ ασχολιόσουνα με τους κήπους και τα παραγωγικά κατοικίδια ζώα σου. Είχες κότες, γαλοπούλες, πάπιες, γουρουνάκια, μοσχαράκια. Ξεχωριστή θέση κατείχε η αγελάδα σου, η Κοκκίνα. Την είχες αδυναμία. Της φερόσουν σαν να ήταν άνθρωπος. Μέχρι και χτένα είχες, για να την χτενίζεις. Σε αυτήν βασιζόσουν, για να θρέψεις τόσα στόματα. Ποτέ δεν έλειψαν από το σπίτι σας τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Αργότερα, όταν και εμείς επιχειρούσαμε σιγά-σιγά να αποκτήσουμε τον δικό μας κήπο και να έχουμε τα δικά μας κατοικίδια, σε είχαμε αρωγό. Μας βοηθούσες σε όλες τις εργασίες. Μας συμβούλευες με βάση τις γνώσεις σου και τις εμπειρίες μιας ζωής. Δεν έκανες ποτέ λάθος και ούτε έπεφτες έξω στις εκτιμήσεις σου.
<<Χωρίς τη δουλείαν τιδέν κι είνετα >>. (= Χωρίς τη δουλειά δεν γίνεται τίποτα) Ήταν για σένα κανόνας. Όσο χαιρόσουνα να βλέπεις άνθρωπο να εργάζεται, άλλο τόσο σε ενοχλούσε, όταν αντίκριζες κάποιον, που εσύ τον χαρακτήριζες ως τεμπέλη. Όποιον πάλι εργαζόταν πολλές ώρες, συχνά τον συμβούλευες: <<Τέρεν να μαθάντς να κάθεσαι!>>. ( = Κοίτα να μάθεις να κάθεσαι- ξεκουράζεσαι. )
Φτάσαμε στις 1 Απριλίου 2013. Ημέρα που άρχισε η περιπέτεια στην υγεία σου με το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστης. Η είδηση αυτή ήχησε ως ένα κακόγουστο πρωταπριλιάτικο αστείο. Δεν θα ξεχάσω τις παραισθήσεις, που σου είχαν προκαλέσει το εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά και η φαρμακευτική αγωγή. Τα λόγια σου μας έσκιζαν τις καρδιές: <<Αν αποθάνω πας αποθάνω. Αετς μην τρόγνεμε>>. ( = Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω. Έτσι να μην με φάνε.)
Πάλεψες με σύμμαχο τους δικούς σου ανθρώπους. Και όμως τα κατάφερες και πάλι και στάθηκες στα πόδια σου. Ό,τι και αν σου παρουσιάζονταν όλοι μαζί το ξεπερνούσαμε. Δεν σε αφήσαμε ούτε λεπτό μόνη σου. Ο ένας γιατρός έφευγε από το σπίτι, ο άλλος ερχόταν. Έπρεπε να αναζητηθούν όλες οι περιπτώσεις, για να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η υγεία σου. Αλλά και στη στερνή σου μάχη έπρεπε να εξαντληθούν όλες οι πιθανότητες, για να ανατρέψουμε την κατάσταση.
Το μάθημα αυτό μας το διδάσκει ακόμη και η φύση· αντιπελάργηση το λένε, επειδή ο πελαργός φροντίζει στοργικά τους προγόνους του, ανταποδίδοντας το χρέος της ανατροφής. Οι πελαργοί, όταν ο γονιός τους γυμνωθεί τελείως από τα φτερά, καθώς γερνώντας αυτά πέφτουν, τον βάζουν ανάμεσά τους και τον ζεσταίνουν με τα δικά τους φτερά. Του ετοιμάζουν άφθονο φαγητό και τον βοηθούν, όσο είναι δυνατό, όταν πρέπει να πετάξει, σηκώνοντάς τον απαλά, με τη φτερούγα τους, πότε ο ένας εκ δεξιών και πότε ο άλλος εξ αριστερών. Την ανταπόδοση, λοιπόν, των ευεργεσιών την ονομάζουν αντιπελάργηση.
Εξάλλου είναι και μία από τις Δέκα Εντολές που μας παραδίδει η Παλαιά Διαθήκη: «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καί ἵνα μακροχρόνιος ἔσῃ ἐπί τῆς γῆς».
Αλλά και εσύ δεν έπαψες ούτε στιγμή, να ενδιαφέρεσαι και να αγωνιάς για μας και να μας δίνεις ευχές. << Να διπλασιάζεται τεμά τα χρόνια.>> ( = να διπλασιάσετε τα δικά μου χρόνια) <<‘Οσα εν τα μαλλίαμ χρόνια να ζήτε>>( = Όσα είναι τα μαλλιά μου τόσα χρόνια να ζήσεται) , ήταν εκφράσεις που διαρκώς έλεγες.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σου πω εγώ μια ιστορία. Τώρα είναι η σειρά μου. Στην αρχαία Σπάρτη, όταν ένας πατέρας γέρασε και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, πήρε ο γιος του, ο πολεμιστής Σπαρτιάτης, μια κουβέρτα, τον έβαλε μέσα και πήγε να τον αφήσει στον Καιάδα να πεθάνει από πείνα και δίψα, όπως γινόταν μέχρι τότε. Καθώς απομακρυνόταν, τού φώναξε ο πατέρας: Γιέ μου, πάρε την κουβέρτα! Θα την χρειαστεί ο γιός σου, για να κουβαλήσει εσένα, όταν έρθει η ώρα. O γιος είχε καλή καρδιά και μόλις άκουσε εκείνα τα λόγια, γύρισε πίσω και ξαναπήρε τον πατέρα του πίσω στην πόλη, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων συμπολιτών του. Λένε πως έτσι καταργήθηκε η θανάτωση των ηλικιωμένων στον Καιάδα.
Με το ξεκίνημα του 2015 η υγεία σου προοδευτικά επιδεινώθηκε. Παλέψαμε. Ως εδώ ήταν. Η κεντρική ρίζα που μας συνέδεε με τις αλησμόνητες πατρίδες κόπηκε. Ήσουν κάτι περισσότερο από ένα δικό μας πρόσωπο, ήσουν σύμβολο. Ήσουν από τους ελάχιστους εναπομείναντες πρόσφυγες που είχατε γεννηθεί στον Πόντο. Για τον λόγο αυτό στις 6/8/2008 ήσουν ένα από τα πρόσωπα που τίμησε ο Ποντιακός Σύλλογος Γρεβενών σε συνεργασία με την τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Ήταν μια λιτή συγκινητική εκδήλωση.
Επίσης στις 25/5/2008 ο Εκπολιτιστικός και Επιμορφωτικός Σύλλογος των Απανταχού Καστρινών, ομόφωνα σε επέλεξε να τον εκπροσωπήσεις στις εκδηλώσεις μνήμης για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Ήταν μια συνειδητή – συμβολική κίνηση, που εκτός από εσένα, τιμούσε και τους 353.000 νεκρούς με το καλύτερο τρόπο. Σε ευχαριστούμε που δέχτηκες. Ήταν συγκινητικό να βρίσκεσαι εσύ, που τόσα είδαν τα μάτια σου, ανάμεσα σε παιδιά του χωριού μας, τα οποία ήταν ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Αποτέλεσε το υπέρτατο μάθημα για όλους μας και η εικόνα αυτή συνέδεε με τον πιο άψογο τρόπο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Δεν ξέρω, αν ποτέ άθελά μου σε στεναχώρησα. Είμαι απόλυτα βέβαιος, πως όποιος από εμάς σε είχε κάποτε στεναχωρήσει τον έχεις συγχωρέσει. Η καρδιά σου ήταν τόσο μεγάλη, που υπήρχε απεριόριστος χώρος και για συγχώρεση.
Δεν θα ξεχάσω και την έχω χαραγμένη στην εξωτερική πλευρά του σπιτιού μου, για να μου το υπενθυμίζει μία επιθυμία σου. Μου την είχες ζητήσει στην αρχή του αγώνα σου, τότε που πίστευες πως δεν θα τα καταφέρεις: <<Κάποτε κούιξον εκές γιαγιά, επορεί να δίωσε λαλίαν>>. (= Κάποτε φώναξε εκεί στο χωριό γιαγιά, μπορεί να σε απαντήσω) . Το πρώτο μέρος της επιθυμίας σου το χάραξα σε πέτρα τότε που μου το ζήτησες. Το δεύτερο μέρος το χάραξα επίσης σε πέτρα και το έχτισα τώρα. Δεν το είχα κάνει τότες, γιατί το θεώρησα γρουσουζιά μια και εσύ βρισκόσουν ακόμη στη ζωή. Πάντως το ξέρεις πως από την πρώτη ώρα που έφυγες από κοντά μας το κάνω. Η αλήθεια είναι πως φυλάγομαι να μην με δουν. Δεν θέλω να είναι μπροστά κανείς. Αυτή θα είναι η δική μας αποκλειστική ώρα. Σου υπόσχομαι με όλη μου τη δύναμη από τα βάθη της καρδιάς μου, πως αυτήν την ώρα όσο θα υπάρχουν μέσα μου ίχνη ανθρωπιάς, φιλότιμου και ευγνωμοσύνης δεν θα την παραλείψω πότε. Θα μπαίνει εμβόλιμα στον ελεύθερό μου χρόνο. Θα είναι σαν να σου ανάβω ένα κερί. Σε παρακαλώ, όμως, και εσύ να έρχεσαι στα όνειρά μας, για να μας συντροφεύεις. Να μας συμβουλεύεις. Έχουμε πολλά ακόμη να πούμε και να μάθουμε από εσένα. Δεν μπορώ να το χωνέψω πως κάπου εδώ τελειώσαμε. Πνίγομαι. Δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου. Τώρα δίπλα μου είναι ο Αχιλλάκος μου. Με βλέπει βουρκωμένο και στέκει σιωπηλός. Καταλαβαίνει και με αισθάνεται. Του λείπεις. Τον φίλησα σαν να τον φιλάς εσύ.
Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία στην κηδεία σου, ζήτησα από τον Αχιλλάκο μου, να σου απαγγείλει στην ποντιακή διάλεκτο τους στίχους από το τραγούδι που υμνεί τη μάνα. Στην αρχή το είδα επιφυλακτικό. Βούρκωνε, όταν όμως του ζήτησα να το κάνει για σένα, που τόσο τον λάτρευες, δέχτηκε. Έπνιξε μέσα του τη συναισθηματική φόρτιση. Έσφιξε τα δόντια του και μπροστά σε τόσο κόσμο, βρήκε το κουράγιο και σου απένειμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής. Ξέρω θα ήθελες, αν μπορούσες να τον αγκάλιαζες και να τον φυλούσες. Με έκανε τόσο περήφανο.
Με τον γιο μου είχαμε ετοιμαστεί πριν από ένα μήνα περίπου, στο παραπάνω τραγούδι, για να το απαγγείλει στη γιορτή της μητέρας. Τότε δεν μπόρεσες να τον ακούσεις ούτε να δεις το σχετικό βίντεο. Δεν μπόρεσες να τον καμαρώσεις. Σε εκείνη την τόσο γλυκιά εκδήλωση μου είχε συγκινήσει και ένα άλλο ποίημα που το είχε απαγγείλει ένα ορφανό από μητέρα κοριτσάκι. Το ποίημα αυτό θα ήθελα να σου το αφιερώσω.
«Η ΜΑΝΑ
Μάνα, κράζει το παιδάκι,
μάνα, ο νιός και μάνα ο γέρος,
μάνα ακούς σε κάθε μέρος
α! τι όνομα γλυκό!
Εις τον κόσμο άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.
Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ’ αψηφάει,
για το τέκνο, π’ αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.
Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει
μ’ ανυπόμονη καρδιά.
Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.
Κι αν σκληρός εσύ, φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σε απαντάει
με τα ολόθερμα φιλιά.
Δυστυχής όποιος την χάνει!
Ο καημός είναι μεγάλος!
Σαν τη μάνα δεν είναι άλλος
εις τον κόσμο θησαυρός.
Κι όποιος μάνα πια δεν έχει,
μάνα κράζει στ’ όνειρό του
πάντα μάνα στον καημό του
ειν’ ο μόνος στεναγμός!»
Επίσης ο θείος Χαράλαμπος αυτές τις ημέρες της απουσίας σου έχει γράψει ένα τραγούδι, που σου το αφιερώνει.
Ο ουρανόν ελύβωσεν
σημά σο μεσημέρι,
άμον ντε στήλνεν σόλτς έμας
τάσκεμον το χαπέριν.
Εθόλωσαν το μάτοπας
και η λάλιας κομένον,
ντο εύρεν έσεν το κακόν
πολλά αφορισμένον.
Με το χαρόν επάλεβες
όλον τη νύχταν μάνα,
κρεβατομέντζα έσνε εσύ
και ατός εκράτνε κάμαν.
Εφάνθεν πάλι το πρωί
εκράνεν δύο μασιέρια,
ετάλαψεν και πέρασε
και ας εμά τα σιέρια.
Μάνα εγώ εσιασιούρεψα
και ξέρνα ντο να φτάω,
επαρακάλνα τα Θεόν
και με τε σεν να πάω.
Μάνα πιστεύω πως εγώ
παστιάν κι γιραεύω,
αφού μανά κε πόρεσα
το χάρον να παλεύω.
Ατό εγώ ντο έπαθα
κανείς να μη παθάνει,
από πες ας σα σιέροπατ
τη μάνανατ να χάνει.
Πώς να εφτάω μάνιτσαμ
τη ψυμ να γιοκλαεύω,
αφού κε πόρεσα εγώ
εσέν να κουρταρεύω.
Τερούμε το σπιτ εύκερον
η πόρτα κλειδωμένον,
ντένιξες σέμας τη γεράν
θα εν πάντα ματωμένον.
Ο μπαμπάς μου ο Αχιλλέας σου έγραψε δυο λόγια και νομίζω, πως εδώ είναι το κατάλληλο σημείο για να τα εντάξω σε αυτή την αφιέρωση.
Ελπίζω να έφυγες μάνα χωρίς παράπονα. Ελπίζω να έφυγες χωρίς πίκρες και αν όχι ελπίζω, να μην είμαι εγώ αυτός που σε πίκρανε. Έζησες χρόνια πολλά, πλησίασες τα εκατό και εγώ στα εξήντα οχτώ μου χρόνια καμάρωνα ότι είχα μάνα. Όμως τώρα πια δεν έχω.
Έζησες χρόνια πολλά, ναι όμως έζησες;
Μεγάλωσες τόσα παιδιά και περισσότερα εγγόνια. Και ήσουν περήφανη για όλους μας. Η φτώχεια και η ανέχεια δεν νίκησαν την περηφάνια σου.
Δεν παρέλειπες κάθε τόσο να μας θυμίζεις τρόπους συμπεριφοράς όσο ήμασταν μικροί με την χαρακτηριστική φράση <<καπ’ πάτεν κατ’ απλώνεσας και πέρτιατω, γδέρωσας >>.
Όταν στο παιχνίδι μας ξεχασμένοι εμείς με άλλα παιδιά δεν ακούγαμε τη φωνή σου, που μας καλούσες στο σπίτι για κάποια μικροδουλειά μας έλεγες: <<αλομίαν εγώ ας κουίζω και σεις μη δείτεν λαλίαν>>.
Όλα αυτά περνούν από το μυαλό μου, όταν χάνω τον ύπνο μου μάνα, όσο καιρό μας λείπεις και μας λείπεις πολύ.
Γράμματα δεν ήξερες μάνα, μα το πτυχίο της μάνας, της γιαγιάς, της προγιαγιάς το πήρες με άριστα.
Δεν κλαίω γιατί έζησες και πέθανες. Όχι. Αλλά γιατί πέθανες χωρίς να ζήσεις.
Ποτέ δεν μας έδωσες λάθος συμβουλή. Από την έκφραση του προσώπου του καθενός μας καταλάβαινες τα πάντα. Δεν χρειαζόταν καν να ρωτήσεις. Χιλλέα, μου έλεγες: (το πρώτο γράμμα του ονόματός μου το κατήργησες) <<έπαρ το πακράτς και το κατέλκον και άμον πουλίν δ’εβα κι έλα σον Ασπρόλακαν και φέρε μας ας πίνομε έναν κρύον νερόν>>.
Άλλοτε πάλι έλεγες και το θυμάμαι σαν να ήταν χθες :<<ατώρα τ’ απίδ τ’ εκκλησίας όλον αφκά κειται, δέβα σορεψόνατα κι έλα>>. Όταν αργούσαμε στο ποτάμι που πηγαίναμε καθημερινά, ενώ έπρεπε να βγάλουμε για βοσκή τα αρνιά μονολογούσες :<<εβράδυνεν και αούτα εψώφεσαν απές>>
Σήμερα το πρωί ξύπνησα και διαπίστωσα ότι έκλαιγα στον ύπνο μου, όνειρο, δεν θυμάμαι, μα είναι βέβαιο ότι έκλαιγα. Ίσως να έκλαιγα για σένα μάνα, γιατί μου λείπεις και θα μου λείπεις. Όμως δεν ξέρω αν πρέπει να κλαίω για το θάνατό σου ή να κλαίω γιατί δεν έζησες.
Εσύ με έμαθες να αγαπώ τους ανθρώπους, εσύ με έμαθες να σιωπώ, όταν πρέπει όπως κι εσύ έκανες. Πόση υπομονή έκανες μάνα; Τόσο καιρό με την αρρώστια σου μα και πριν. Εκεί όπου χρειαζόταν ούτε έβλεπες, ούτε άκουγες. Αυτό για μένα ήταν το μεγαλείο της ψυχής σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή με την κορδέλα που με πλάκωσε και συ έτρεξες χωρίς παπούτσια στα χιόνια και αντιμετώπισες το βαρύ μηχάνημα σαν να ήταν πούπουλο.
Και μόνο αυτό; Όταν μετά το πρώτο εγκεφαλικό περιορίστηκες στη αυλή του σπιτιού σου, ήρθες μόνη σου κάτω στο σπίτι μου μόλις έμαθες ότι ήμουν άρρωστος. Ο καθένας μας πιστεύω θα έχει να θυμάται κάποια παρόμοια γεγονότα.
Όταν ήμουν μικρός, σχεδόν μωρό, (στον Έλατο καθόμασταν τότε) κάτι είχα πάθει και το βράδυ με το φως της λάμπας δεν έβλεπα. Με έταξες στην Παναγιά στο Σπήλιο και με πήγες δύο φορές να κοινωνήσω, από τις τρεις που έταξες στην Παναγιά. Δεν ξέρω αν ήταν θαύμα. Όμως ξέρω ότι οι άνθρωποι στα δύσκολα ζητούν τη βοήθεια Της. Αυτό έκανες κι εσύ μάνα μου, ζήτησες τη βοήθειά Της κι Εκείνη σου την έδωσε. Γρήγορα ξεπέρασα το πρόβλημά μου.
Τι να πρωτοθυμηθώ; Πόσες φορές καρδιοχτύπησες για τον καθένα μας;
Όταν νόμιζες ότι χάθηκα, ενώ εγώ κοιμόμουνα ‘’σο ξεραπαίαδον’’ όπως το έλεγες.
Όταν στη σκάφη μας έπλενες έναν-έναν εμάς τους μικρότερους και το σαπούνι μας έκαιγε, το κλάμα μας το σκέπαζε η φωνή σου που μας έλεγες: <<δεν κεν, ατώρα τελαίνω>> και μας φόρτωνες και καμία με το σαπούνι προς γνώση και συμμόρφωση. <<Εγώ κί πασε κλείδα τ’ ομάτιας>> έλεγες συνήθως .
Ήσουν αυστηρή μαζί μας, μα καταλαβαίνω απόλυτα ότι δεν γινόταν αλλιώς.
Αξέχαστες θα μου μείνουν οι φράσεις που έλεγες: <<Μη τσιγγρόντζς και δείσμε>> έλεγες όταν κλαίγαμε χωρίς σοβαρό λόγο. Όταν χαμογελούσαμε για να καλύψουμε κάποια μικροβλακεία μας έλεγες: <<ατώρα μη γριντζόνζς και δείσμε, εγώ είδασε ή εγώ έμαθα …>>
Και αργότερα στο Γυμνάσιο πόσο καμάρωνες για τις όχι και τόσο σημαντικές επιτυχίες μου. <<Άμον τεμόν τον Χιλλέαν κανείς κι μαθάν >>. Έλεγες: <<Πρώτος εν>> άσχετα αν εγώ δεν είχα καμία σχέση με πρωτιές. Α ρε μάνα! <<Ότι κατ’ εν τον Χιλλέα στείλατω >> έλεγες και αυτό το κατ’ ήταν αυγά, καμία πίτα, καρύδια σε μικρή ποσότητα και μπόλικα τσίρια.
Για όλα αυτά σ’ ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου
Τέλος ο θείος Νίκος σου έχει γράψει μερικούς στοίχους. Όταν θα έρθει η ώρα είμαι σίγουρος, πως θα γίνεις τραγούδι. Σου αφιερώνει τα παρακάτω:
Μετά το θάνατο της μάνας μας το σπίτι έκλεισε οι πόρτες κλείσανε και γι’ αυτό αναφέρουμε κάποια τετράστιχα:
Μάνα κουίζωμε άνοιξον
τα πόρτας εκλειδώθαν,
τα δάκρυα τρέχνε άμον ποτάμ
και γούλας εγομώθαν.
Γιαγιά τεγγόνιας έρθαμε
γιαγιά γιατί κι ανίσμας,
καρδίας εματώθανε
γιαγιά γιατί κλαίνισμας;
Δισέγγονα, τρισέγγονα
λέγνε γιαγιά κλαίνισμας,
εμείς ημές τα χάταλα
εμάς πα κι θα ανοίσμας.
Και εσύ μάνα απαντάς:
Εμέν επέρεν ο Θεόν
από ψηλά τερώσας,
αδά όθεν ευρίουμε
άλλο πολλά αγαπώσας.
Μάνα, γιαγιά λαφρίν να εν
το χώμαν ντεσκέπαες,
ας ση ζωής τα βάσανα
ερούξες και νεπάες.
Κλείνοντας γιαγιά θέλω να σου πω, πως ποτέ δεν είναι καιρός να φεύγουν από κοντά μας αγαπημένα άτομα. Πρόσωπα που θα έδιναν την ψυχή τους για τους δικούς τους. Για μας, όποτε κι αν έφευγες, θα ήταν νωρίς. Αβάσταχτος είναι ο πόνος που αισθάνονται και τα εγγόνια σου, που βρίσκονται στην ξενιτιά. Δεν μπόρεσαν, αν και το ήθελαν πολύ, να έρθουν κοντά σου, για να σου απευθύνουν το ύστατο «χαίρε».
Αρκετά χρόνια πριν, όταν ήμουν ακόμη έφηβος, ο συνθέτης και τραγουδιστής Νίκος Καρβέλας είχε ερμηνεύσει ένα τραγούδι, που απευθυνόταν στη γιαγιά του που έχασε. Έλεγε, πως την θυμάται, πως δεν την ξέχασε και να ήξερε πόσο του λείπει. Τότε, λοιπόν, όταν άκουγα εκείνο το τραγούδι, ερχόσουν στη σκέψη μου. Συγκινιόμουν και μόνο στην ιδέα, πως κάποτε θα σε χάσω. Οι στίχοι τότε ως ένα ανεπιθύμητο σενάριο και σήμερα ως μια θλιβερή πραγματικότητα με εκφράζουν.
Στο τελευταίο σου ταξίδι από τα Γρεβενά στο Κάστρο, ζήτησα από τους υπαλλήλους του γραφείου τελετών, να κάνουν μια στάση έξω στην αυλή του σπιτιού σου στο Κάστρο. Το είχα ανάγκη. Ήθελα να δεις το περιβάλλον, στο οποίο έζησες τις σημαντικότερες χαρές και πίκρες της ζωής σου. Ήθελα να σε μεταφέρω και μέσα στο σπίτι σου, όμως δείλιασα να το ζητήσω, για να μην με θεωρήσουν γραφικό. Ευτυχώς ο εγγονός σου ο Βασίλης είχε την ίδια σκέψη με εμένα και επέμενε να σε περάσουμε μέσα από το σπίτι σου. Γιαγιά θέλω να σε ευχαριστήσω που μου εμπιστεύτηκες το παλιό σου σπίτι. Στη θέση του πλέον βρίσκεται ένα καινούργιο, που και αυτό είναι δικό σου και το χαιρόσουνα. Να ξέρεις θα είναι ανοιχτό για όλους, όπως θα έκανες και εσύ.
Τώρα θα είσαι κοντά στους γονείς σου και αδέλφια σου, που έφυγαν νωρίτερα. Κοντά στα ανίψια σου. Ανάμεσα στον αγαπημένο μας παππού. Στο εγγονάκι σου που δεν γνώρισες και που χάθηκε τόσο άδικα. Περίμενε χρόνια, για να γευτεί τα χάδια σου. Στο μεγάλο σου γιο και στην λατρεμένη σου νυφούλα. Θα έχεις τόσα να τους διηγηθείς.
Αστέρι, λοιπόν, έγινε η γιαγιά μας, όπως λέμε στον μικρό μου Αχιλλέα, για να εξηγήσουμε το μυστήριο του θανάτου. Η αλήθεια είναι πως πλέον αδυνατώ να του υποδείξω με ακρίβεια ποιο αστεράκι είσαι εσύ στον ουρανό, ποιο ο παππούς ο Βασίλης, ποιο ο παππούς ο Γιώργος, ποιο ο παππούς ο Νίκος και ποιο ο Μπάρμπα – Κώτσιος. Εκείνος από μόνος του όμως διαλέγει το πιο λαμπερό, το πιο φωτεινό και μου λέει: <<Αυτό το αστεράκι έγινε η γιαγιά>>· και εγώ δεν έχω παρά να συμφωνήσω μαζί του.
Κάπου κάπου εμείς οι άνθρωποί σου συγκεντρωνόμαστε στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, έτσι αυθόρμητα και χωρίς ιδιαίτερη πρόσκληση. Καθόμαστε κοντά στο μνήμα σου, πιστεύοντας πως σου κάνουμε παρέα. Πίνουμε τον καφέ μας, αλληλο-κερνιόμαστε, συζητάμε και αποχωρούμε. Είναι κάτι που αισθάνομαι μας βοηθάει, να παίρνουμε κουράγιο ο ένας από τον άλλο. Μας ενώνει και μας κάνει πιο δυνατούς.
Όλοι εμείς, οι δικοί σου άνθρωποι, μαζευτήκαμε εδώ σήμερα 40 ημέρες από το θάνατό σου, για να τιμήσουμε τη μνήμη σου, αλλά και να σε διαβεβαιώσουμε ότι θα σε κρατάμε για πάντα ζωντανή μέσα μας, ως πολύτιμο φυλαχτό στη ζωή μας.
Να ξέρεις πως η αγάπη μας για σένα είναι απέραντη και δεν θα σε ξεχάσει ποτέ κανείς μας.
Θα σε θυμόμαστε για πάντα.
Αναπαύου στην αγκαλιά του λατρεμένου σου χωριού.
Καλό παράδεισο, αγαπημένη μας καλομάνα.
Καλή ανάσταση.
Ας είναι αιωνία η μνήμη σου.