kanakis

Ο Αντώνης Κανάκης έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “Μπαμπά…(μια κανονική ημέρα)” και αποκαλύπτει τις αγωνιώδεις στιγμές που έζησε κοντά στον πατέρα του τις 19 ημέρες, όπως τις χαρακτηρίζει, που νοσηλευόταν στην Εντατική της κλινικής “Άγιος Λουκάς” στη Θεσσαλονίκη, με βαρύ εγκεφαλικό, μέχρι που «έφυγε».

“Ο μπαμπάς μου με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα τον κάψουμε όταν πεθάνει. Δεν ήθελε να τον θάψουμε. ‘Αντώνη, να με κάψετε, στάχτη να με κάνετε’. Μαθαίνω ότι δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα. Απαγορεύεται. Κι επειδή απαγορεύεται, πρέπει να τον πάω στην Βουλγαρία; Ντροπή τους!” σημειώνει ο Κανάκης στο βιβλίο.

“Λυπούμαστε. Ο πατέρας σας έπαθε ανακοπή πριν μισή ώρα’. 28 Μαρτίου 2015, 2.55 ξημερώματα. Δεν θα τον δω να τον ξαναφιλήσω. Δεν θα τον ξαναμαλώσω, δεν θα τον ξαναπειράξω. Δεν θα ξαναβρω ποτέ αναπάντητη κλήση στο κινητό μου που θα γράφει με κόκκινα γράμματα ΜΠΑΜΠΑΣ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου γνωρίζομαι με τον θάνατο. Με αγγίζει ο γα…λης. Αυτό το καθίκι μου πήρε τον πατέρα μου”, γράφει.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου ο ίδιος ο Αντώνης Κανάκης, «…αυτό δεν είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι ένα πέρα για πέρα αληθινό κείμενο που περιγράφει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις αντιδράσεις, τα γεγονότα είκοσι περίπου συγκεκριμένων ημερών. Τις είκοσι αυτές ημέρες αυτά έζησα, αυτά ένιωσα, αυτά σκέφτηκα, αυτά φώναξα, αυτά έκανα. Το κείμενο αυτό γράφτηκε αυθόρμητα, άμεσα, ασταμάτητα. Γράφτηκε μόνο του, μέσα σε τέσσερις περίπου ημέρες, όταν συνέβη ό,τι συνέβη. Εκτός από τις εκ των υστέρων ορθογραφικές διορθώσεις, ούτε μία λέξη δεν άλλαξε από την αρχική άμεση – αυτόματη καταγραφή. Δεν σουλουπώθηκε στη συνέχεια, δεν στρογγύλεψε, δεν δουλεύτηκε το περιεχόμενο ή οι διατυπώσεις. Έμεινε έτσι, ακατέργαστο και ωμό. Το κείμενο αυτό είναι μια αντίδραση, μια ανάγκη, ένα καταφύγιο, μια ενέργεια που δεν την αποφάσισα εγώ. Το κείμενο αυτό δεν γράφτηκε για να δημοσιευτεί. Το κείμενο αυτό εύχομαι να μην είχε γραφτεί ποτέ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε από εμένα για τον Μπαμπά μου, από μένα για μένα, αλλά και για όλους τους Μπαμπάδες, για όλους τους γιους, για όλες τις Μαμάδες-συντρόφους, για όλες τις κόρες… Για τους ιερούς αυτούς δεσμούς…».
Και αναφέρει:

«Τον θάνατο, τον δικό μου θάνατο, δεν τον φοβάμαι πλέον. Πριν, τον φοβόμουν. Πριν μου δείξει πως ο δικός μας θάνατος λίγη σημασία έχει. Το θάνατο, όμως, του Μπαμπά σου, αυτόν πρέπει να φοβάσαι. Αυτός θα σε γ…ήσει. Και όμως… συγχρόνως και με έναν απόλυτα αντιφατικό και συμπαντικό τρόπο, αυτός είναι που θα σε πάει μπροστά».
Το κύριο χαρακτηριστικό του όμως είναι ένας αβάσταχτος χείμαρρος συναισθημάτων, που γραμμένος σε πρώτο πρόσωπο, συγκλονίζει:

«Πόσο απερίγραπτα μου λείπει, Θεέ μου. Βλέπω φωτογραφίες του. Εστιάζω για κάποιο λόγο σε αυτές που ήταν νεαρός, πιτσιρικάς. Κοιτάω το πρόσωπό του, το χαμόγελό του. Τι καλό παιδί που φαίνεται να ήταν… Πόσο θα ήθελα, σε κάποιο μαγικό σενάριο, να είχαμε γνωριστεί τότε. Να ήμασταν συνομήλικοι, να γινόμασταν κολλητοί φίλοι και να αλητεύαμε μαζί… Να γνώριζα τα όνειρα, τις αγωνίες του, τα σχέδια, τους έρωτές του…».
Και προσθέτει: «Βρίζω τη ζωή, τον Θεό, το σύμπαν, τον θάνατο, τον εαυτό μου. Μετά το ψιλομετανιώνω. Αλλάζει ρότα η σκέψη μου. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στον Παράδεισο, στη μεταθανάτια ζωή, στη μετεμψύχωση κ.τ.λ. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι αυτό συμβαίνει με κύριο αίτιο τον εγωισμό και τον φόβο. Φοβόμαστε να πεθάνουμε και θέλουμε κάποιος να μας εγγυηθεί ότι έχει και συνέχεια το έργο – και μάλιστα καλύτερη. Για την πάρτη μας, δηλαδή. Για τους φόβους μας. Λάθος! Τώρα καταλαβαίνω ότι το βασικό αίτιο είναι η αγάπη. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι έχει και συνέχεια, μόνο και μόνο για να συναντήσουμε ξανά αυτούς που αγαπάμε. Για να υπάρχει αυτή η προοπτική. Γιατί χωρίς αυτή την προοπτική θα τρελαθείς. Θα τρελαθώ. Πώς να ζήσω με το δεδομένο ότι δεν θα ξαναδώ, μιλήσω, αγκαλιάσω, φιλήσω, μυρίσω ποτέ ξανά τον Μπαμπά μου…Προσωπικά, μάλλον δεν πιστεύω σε όλα αυτά, παράδεισοι, μετεμψυχώσεις κ.τ.λ. Πιστεύω όμως σε κάτι που το βρίσκω αληθινό και έγκυρο. Πιστεύω στα παιδιά. Στην καθαρή, σοφή ψυχή τους και στην αλήθεια της. Τα παιδιά τα ξέρουν όλα και δεν είναι τυχαίο που η αυτόματη αντιμετώπιση των παιδιών στο θάνατο είναι το “πού πήγε ο Μπαμπάς τώρα που πέθανε;”. Αν ήμουν παιδί, αυτό θα ρωτούσα: “Πού πήγε”;».
Η διαδικασία έγινε στη Βουλγαρία και όπως παραδέχεται ο παρουσιαστής, οι στάχτες του πιο σημαντικού και υπέροχου ανθρώπου στη ζωή του βρίσκονται στις ρίζες ενός δέντρου στον κήπο του εξοχικού σπιτιού τους στην Περαία.
“Η τελετή έγινε Κυριακή 29 Μαρτίου. Σεμνή τελετή, όπως θα την ήθελε. Οι παπάδες που έρχονται να τον διαβάσουν έχουν αξιοπρεπή λόγο και παρουσία. Βλέπετε, είναι από αυτούς που δέχονται να διαβάσουν κάποιον που επιθυμεί να αποτεφρωθεί. Είναι τόσο όμορφος στο φέρετρο, αλλά πολύ κρύος. Έχω τις στάχτες μαζί μου, μέσα σε ένα κουτί σφραγισμένο. Το ξεσφραγίζω και αντικρίζω τη στάχτη. Αυτή η γκρίζα μάζα είναι ο μπαμπάς μου. Θα τις βάλω στις ρίζες ενός δέντρου που θα φυτέψω στον κήπο μου” γράφει ο Αντώνης Κανάκης στο βιβλίο του.
Ο παρουσιαστής γράφει για την νύχτα που δέχτηκε το τηλεφώνημα από το νοσοκομείο που νοσηλευόταν ο πατέρας του.

“Γεια σας, από την Εντατική του Αγιού Λουκά. Κύριε, τα συλλυπητήρια μας”.

“Γιατί; Γιατί μου λέτε συλλυπητήρια; Γιατί; Αφού όλα πήγαιναν καλά” απαντά ο Αντώνης Κανάκης.
Στις 6 το πρωί τα μάτια του από το κλάμα κλείνουν. Σαν ζόμπι φτάνει στο σπίτι της μαμάς του, Ευγενίας, μαζί με την αδελφή του. “Την αγκαλιάζω. Πέθανε ο μπαμπάς” της λέει και σημειώνει:

“H ζωή μου δεν έχει κανένα νόημα. Δεν θέλω και πολύ να ζω”.

iefimerida

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.