H αδυναμία πολλών οικογενειών να προμηθευτούν τα απαραίτητα έχει μετατραπεί σε ζήτημα δημόσιας υγείας«Το αν θα φάω εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η μητέρα μου. Αν δεν έχω χρήματα, συνήθως περιμένω να γυρίσω στο σπίτι για να φάω. Ή, οι φίλοι μου και εγώ πάντα μοιραζόμαστε το φαγητό και τις περισσότερες φορές μου προσφέρουν κάτι»
. Τα λόγια αυτά ανήκουν σε ένα μικρό παιδί που ζει μαζί με τη μητέρα του σε μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, τη Βρετανία.
Μερικές ημέρες πριν από τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές της 7ης Μαΐου οι Βρετανοί, πολίτες και πολιτικοί, διαπιστώνουν αμήχανοι πως πάνω από τη χώρα τους πλανάται το φάσμα της πείνας και της ακραίας φτώχιας.
Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας η δημοσιοποίηση στοιχείων αναφορικά με την απασχόληση στη Βρετανία χαροποίησε τους Συντηρητικούς και ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον και τον υπουργό Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν καθώς αποκάλυψε ότι ο αριθμός των απασχολούμενων στη χώρα παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά τον τελευταίο χρόνο. Σύμφωνα με στοιχεία της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας, στην αγορά εργασίας της Βρετανίας απασχολούνται σήμερα πάνω από 31 εκατομμύρια άνθρωποι, 2 εκατομμύρια περισσότεροι σε σχέση με το 2010, χρονιά κατά την οποία οι Τόρις ανέλαβαν την εξουσία, και 557.000 περισσότεροι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. «Τα βελτιωμένα στοιχεία για την απασχόληση δείχνουν ότι το πρόγραμμά μας έχει αποτελέσματα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Κάμερον στο Twitter.
Την Τετάρτη, ωστόσο, η δημοσιοποίηση έκθεσης του The Trussell Trust, μίας μη κυβερνητικής οργάνωσης που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο δίκτυο «τραπεζών» τροφίμων της Γηραιάς Αλβιώνας, αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2014 -2015 τουλάχιστον 500.000 Βρετανοί κατέφυγαν στα κατά τόπους παραρτήματα της οργάνωσης για να λάβουν δωρεάν τρόφιμα για διάστημα τριών ημερών. Η συνολική ποσότητα των πακέτων τροφίμων που διανεμήθηκε από τις 445 τράπεζες του φιλανθρωπικού δικτύου ξεπέρασε το 1.000.000, αριθμός κατά 19% υψηλότερος σε σχέση με τους προηγούμενους 12 μήνες. Σύμφωνα με την οργάνωση το 1/3 των δωρεάν γευμάτων δόθηκαν σε μικρά παιδιά. Παρόλο που ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να απευθυνθούν στην οργάνωση δεν μπορεί να υπολογιστεί με απόλυτη ακρίβεια, αποτελεί γεγονός ότι χιλιάδες Βρετανοί πεινάνε.
«Παρά τα ευπρόσδεκτα σημάδια οικονομικής ανάπτυξης, η πείνα εξακολουθεί να επηρεάζει σημαντικό αριθμό ανδρών, γυναικών και παιδιών σήμερα στη Βρετανία. Είναι πολύ δύσκολο να καταγράψουμε με ακρίβεια την έκταση του προβλήματος, καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία της Trussell Trust δεν περιλαμβάνουν τα άτομα που δέχονται βοήθεια από άλλες οργανώσεις αρωγής ή εκείνα που ντρέπονται να αναζητήσουν βοήθεια», αναφέρεται στην έκθεση.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στη Βρετανία είναι το γεγονός ότι πριν από μία τετραετία ο αριθμός των γευμάτων που διανεμήθηκαν από το δίκτυο Trussell Trust ήταν 61.468 ενώ πριν από μία δεκαετία οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν ήταν λιγότερες από 3.000.
Το αυστηρότερο καθεστώς που διέπει πλέον την καταβολή κοινωνικών επιδομάτων αλλά και οι καθυστερήσεις στην καταβολή των επιδομάτων αυτών σε όλους όσοι τα δικαιούνται, αποτελούν τις κύριες αιτίες αύξησης του αριθμού των ατόμων που κατέφυγαν σε τράπεζες τροφίμων. Ωστόσο, μεταξύ των Βρετανών που αναζητούν επισιτιστική αρωγή συμπεριλαμβάνονται και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι παρότι εργάζονται, αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και τις πιο βασικές τους ανάγκες. Η εργασιακή ανασφάλεια, οι χαμηλοί μισθοί και το εξαιρετικά υψηλό κόστος διαβίωσης εξαναγκάζει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να απευθυνθούν στις τράπεζες τροφίμων, όχι μόνο για να μην μείνουν νηστικοί αλλά και για να ζητήσουν συμβουλευτική υποστήριξη όσον αφορά τη διαχείριση των χρεών τους και την ένταξή τους σε προγράμματα κοινωνικής αρωγής, προσδιόρισε μιλώντας στο BBC o Άντριαν Κέρτις, διευθυντής του δικτύου τραπεζών της Trussel Trust.
Την ίδια ώρα, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα στοιχεία αυτά είναι μόνο «η κορυφή του παγόβουνου» όσον αφορά την επισιτιστική ένδεια στη Βρετανία ενώ οι γιατροί δηλώνουν πως η αδυναμία πολλών οικογενειών να προμηθευτούν τα απαραίτητα για τη διατροφή τους έχει μετατραπεί πλέον σε ζήτημα δημόσιας υγείας.