Με χτυπήματα με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη
Ο Μπαράκ Ομπάμα κληρονόμησε δύο άσχημους, δυσεπίλυτους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν όταν έγινε πρόεδρος και βάλθηκε να τους σταματήσει. Αλλά έκανε έναν τρίτο, πιο μυστικό πόλεμο,
κλιμακώνοντας χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) στο Πακιστάν και επεκτείνοντάς τα στην Υεμένη και στη Σομαλία.
Η περίφημη ικανότητα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών για στοχευμένες δολοφονίες άρεσε σε έναν πρόεδρο εντυπωσιασμένο από τη νέα τεχνολογία και αποφασισμένο να προσπαθήσει να κρατήσει τις ΗΠΑ έξω από νέα τέλματα, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο ζωές Αμερικανών ή να διακινδυνεύει τη μακροχρόνια αιματοχυσία του συμβατικού πολέμου.
«Ας σκοτώσουμε τους ανθρώπους που προσπαθούν να μας σκοτώσουν» έλεγε συχνά στους βοηθούς του. Σύμφωνα με τα περισσότερα στοιχεία, εκατοντάδες επικίνδυνοι μαχητές έχουν πράγματι σκοτωθεί από μη επανδρωμένα αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων υψηλόβαθμων στελεχών της Αλ Κάιντα.
Αλλά επί έξι χρόνια όταν ανασηκωνόταν, κατά καιρούς, το βαρύ πέπλο του απορρήτου, τα αποτελέσματα ορισμένων χτυπημάτων αποδείχθηκαν συχνά βαθύτατα ανησυχητικά.
Κάθε ανεξάρτητη έρευνα για τις επιθέσεις έχει βρει πολύ περισσότερα θύματα μεταξύ των αμάχων από όσα παραδέχονται οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης. Σταδιακά, έχει καταστεί σαφές ότι όταν οι χειριστές στη Νεβάδα εξαπολύουν πυραύλους σε απομακρυσμένες περιοχές φυλών, στην άλλη πλευρά του κόσμου συχνά δεν γνωρίζουν ποιον σκοτώνουν, αλλά κάνουν μια ατελή καλύτερη εικασία.
Σκληρές επικρίσεις
Η ανακοίνωση του προέδρου την Πέμπτη ότι μια επίθεση τον Ιανουάριο εναντίον της Αλ Κάιντα στο Πακιστάν είχε σκοτώσει δύο δυτικούς ομήρους και ότι χρειάστηκαν πολλές εβδομάδες για να επιβεβαιωθεί ο θάνατός τους, ενίσχυσε τις εκτιμήσεις των πιο σκληρών επικριτών του προγράμματος.
Η σκοτεινή εικόνα επιδεινώθηκε από την επιπλέον αποκάλυψη ότι δύο Αμερικανοί, μέλη της Αλ Κάιντα, σκοτώθηκαν σε χτυπήματα τον ίδιο μήνα, αλλά κανείς δεν είχε ταυτοποιηθεί εκ των προτέρων ως εσκεμμένος στόχος.
Συνολικά, ήταν μια καταστροφική ομολογία για τον Ομπάμα, ο οποίος ήλπιζε να γίνει πρωτοπόρος σε ένα νέο είδος πολέμου, που θα έκανε διακρίσεις στόχων. Το αν το επεισόδιο θα μπορούσε να προκαλέσει έναν καθυστερημένο επί αρκετό καιρό δημόσιο απολογισμό για τις στοχευμένες δολοφονίες, που έμειναν κρυφές και απόρρητες επί πολύ καιρό, παρέμεινε αβέβαιο.
Ακόμη και κάποιοι πρώην αξιωματούχοι ασφαλείας στην κυβέρνηση Ομπάμα έχουν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για τη φιλοσοφία του προγράμματος, με δεδομένη την οργή που έχει προκαλέσει στο εξωτερικό και στους τρομοκράτες, οι οποίοι έχουν πει ότι σχεδίασαν επιθέσεις λόγω των drones.
Και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες έχουν ζητήσει εδώ και καιρό έναν ειλικρινή απολογισμό για τα αποτελέσματα των χτυπημάτων. Σε μια ομιλία του το 2013 σχετικά με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ο Ομπάμα δήλωσε ότι καμία επίθεση δεν έγινε χωρίς να είναι «σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα σκοτωθούν ή θα τραυματιστούν άμαχοι».
Πρόσθεσε ότι «παρ’ όλα αυτά είναι μια σκληρή πραγματικότητα ότι τα χτυπήματα των ΗΠΑ έχουν οδηγήσει σε απώλειες αμάχων» και είπε ότι «αυτοί οι θάνατοι θα μας στοιχειώνουν όσο ζούμε».
Ο Μίκαχ Ζένκο, αναλυτής στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων και επικεφαλής συντάκτης μιας μελέτης του 2013 για τα drones, είπε ότι η δήλωση του προέδρου «επισημαίνει κάτι που μάλλον γνωρίζαμε: ότι τα περισσότερα άτομα που σκοτώθηκαν δεν είναι σε λίστα με στόχους και ότι η κυβέρνηση δεν ξέρει τα ονόματά τους».
Εξαιρέσεις για τους αμερικανούς νεκρούς
Αλλά όταν σκοτώθηκαν Αμερικανοί, η κυβέρνηση Ομπάμα θεώρησε απαραίτητο να σπάσει τη συνήθη σιωπή της και να αναγνωρίσει τελικά τους θανάτους, τουλάχιστον σε ιδιωτικές συζητήσεις με δημοσιογράφους. Αυτό συνέβη στο πρώτο χτύπημα της CIA με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, στην Υεμένη το 2002, που αποδείχθηκε ότι είχε σκοτώσει έναν Αμερικανό στην Αλ Κάιντα.
Συνέβη επίσης το 2011, όταν ένας αμερικανός προπαγανδιστής της Αλ Κάιντα από τη Βόρεια Καρολίνα, ο Σαμίρ Χαν, σκοτώθηκε μαζί με τον (ακραίο ιμάμη της Αλ Κάιντα) Αλ Αουλάκι.
Εγινε πάλι δύο εβδομάδες αργότερα, όταν ένα άλλο αμερικανικό χτύπημα με μη επανδρωμένο αεροσκάφος σκότωσε τον 16χρονο γιο του Αουλάκι και τον 17χρονο ξάδελφό του.
Στρατιωτικοί και αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν ότι οι έφηβοι ήταν παρόντες όταν στόχευσαν έναν μαχητή της Αλ Κάιντα, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν καν εκεί. Αλλά τέτοιες ομολογίες, στις σπάνιες περιπτώσεις που αξιωματούχοι ήταν πρόθυμοι να συζητήσουν, υπονόμευσαν το επιχείρημά τους ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν βέβαιοι πως σκότωναν μόνο επικίνδυνους μαχητές.