Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ αν όλοι οι μετανάστες βιώνουν τη φυγή από τη χώρα προέλευσής τους ως επιλογή; Η επαγγελματική αποδημία μπορεί να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά για όλους ή οι εκτοπισθέντες μπορούν να εξομοιωθούν με τους οικονομικούς μετανάστες; Και οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι πρόσφυγες πολέμου ή οι αναζητούντες άσυλο; Τι είναι αυτοί;
Η σημερινή μετανάστευση, όπως δείχνει με το χειρότερο τρόπο η επικαιρότητα, δυστυχώς για κάποιους ανθρώπους είναι πλέον one way ticket. Συνήθως όσοι εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, γνωρίζουν καλά πως το ταξίδι ενδέχεται να έχει μοιραίο τέλος. Επίσης γνωρίζουν πως ο δρόμος της αποδημίας δεν είναι στρωμένος με δάφνες. Παρόλα αυτά παίρνουν την απόφαση να ξεκινήσουν την Οδύσσειά τους. Γιατί άραγε; Πολλοί υποστηρίζουν δικαιολογημένα πως τα μεγάλα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα είναι αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού και των προβλημάτων που οι προαναφερθείσες δυνάμεις προκαλούν, όπως πόλεμοι, φτώχεια, ανεργία, κακουχίες κτλ. Αν ισχύει ο παραπάνω ισχυρισμός, τότε ποιες λύσεις μπορούν να προκριθούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον;
Την περασμένη Δευτέρα, 120 περίπου χιλιόμετρα νότια της Λαμπεντούζα ανετράπη ένα σκάφος με πάνω από 400 άτομα, εκ των οποίων μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί 142. Ο A. Guterres, Ύπατος Αρμοστής για τους Πρόσφυγες των Ηνωμένων Εθνών, δήλωσε για το περιστατικό πως «[…] Ένιωσα βαθιά συγκλονισμένος όταν άκουσα την είδηση ότι άλλο ένα σκάφος, ένα υπερφορτωμένο σκάφος, ανατράπηκε στη μεσόγειο και άτομα έχασαν τη ζωή τους. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο σημαντικός είναι ένας ισχυρός μηχανισμός διάσωσης στη θάλασσα, στην κεντρική Μεσόγειο», για να συνεχίσει πως «Δυστυχώς, η επιχείρηση Mare Nostrum δεν αντικαταστάθηκε ποτέ από κάποια ισοδύναμη ικανότητα διάσωσης ανθρώπων και ταυτόχρονα από νόμιμες οδούς ώστε εκείνοι που χρήζουν προστασίας να είναι σε θέση να έρθουν στην Ευρώπη». (Να θυμίσουμε πως η ανωτέρω επιχείρηση αποτελούσε μια ευρείας κλίμακας επιχείρηση έρευνας και διάσωσης η οποία καθιερώθηκε από την Ιταλία έπειτα από τις τραγωδίες στη Λαμπεντούζα τον Οκτώβριο του 2013 και η οποία έπαψε να υφίσταται από τον περασμένο Δεκέμβρη).
Άραγε, το πρόβλημα ποιο είναι; Απλά η δημιουργία ενός μηχανισμού διάσωσης; Η Ευρώπη επιθυμεί να υποδεχθεί μετανάστες; Να τους εντάξει στους κόλπους της; Στο βιβλίο του ο M. Carr «Ευρώπη- Φρούριο: Ανταποκρίσεις από μια περιφραγμένη ήπειρο» σημειώνει χαρακτηριστικά πως «αυτοί οι θάνατοι δεν είναι μια ατυχής συνέπεια των ανθρώπων που επιλέγουν να διατρέχουν περιττούς κινδύνους, αλλά ένα άμεσο αποτέλεσμα της εφαρμογής του καθεστώτος των συνόρων της Ε.Ε. κατά των ανθρώπων που δεν έχουν την πολυτέλεια της επιλογής». Πόσο δίκιο έχει; Αν και επικρατεί η αντίληψη πως ο πόλεμος είναι αναμφισβήτητα η κυριότερη αιτία προσφυγικών κυμάτων, δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός πως η εκδίωξη των πολιτών από τη χώρα τους τις περισσότερες φορές αποτελεί αυτοσκοπό και όχι παρεπόμενο της σύγκρουσης. Κατά συνέπεια για ποια επιλογή μιλάμε;
Σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες υπολογίζεται πως για το 2014 πάνω από 1.200.000 πρόσφυγες αναζήτησαν άσυλο σε άλλες χώρες, οι περισσότεροι εκ των οποίων προερχόμενοι από το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Ιράκ και τη Συρία, ενώ ο συνολικός αριθμός των προσφύγων ξεπερνά τα 17.000.000. Μετά το ξέσπασμα των εμφυλίων συρράξεων στη Συρία, το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων δέχθηκε η Τουρκία (πάνω από 700.000) και ως επακόλουθο η χώρα μας, στην οποία εκτιμάται πως εισήλθαν πάνω από 100.000 Σύριοι πρόσφυγες. Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που εκδιώχθηκε από τη χώρα αυτή αγγίζει τα 3.000.000 μέχρι το τέλος του 2014, σύμφωνα πάντα με στοιχεία της UNHCR. Από αυτούς, οι μισοί είναι ανήλικοι.
Η Ε.Ε. είναι προφανές πως αντιμετωπίζει ένα τεράστιο έλλειμμα στρατηγικής για τη μετανάστευση, κυρίως για το σκέλος της διαχείρισης και ένταξης. Ένα έλλειμμα που επιδεινώνει την κατάσταση ιδιαίτερα σε όσες χώρες δεν έχουν με τη σειρά τους μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική για τη μετανάστευση, όπως η δική μας. Μια πολιτική που οφείλαμε από χρόνια να αναπτύξουμε. Αν και το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται πλέον από το Ν. 4251/2014, τα προβλήματα εφαρμογής παραμένουν. Το πρόβλημα όμως γίνεται δριμύτερο λόγω της απροθυμίας φιλοξενίας ή ένταξης των ανθρώπων αυτών στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Το 2014 πάνω από το 80% των προσφύγων αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη όχι σε χώρες ανεπτυγμένες, άλλα αναπτυσσόμενες (Πακιστάν, Τουρκία). Τα φλέγοντα ζητήματα που προκύπτουν από την ανυπαρξία μιας αποτελεσματικής στρατηγικής έχουν να κάνουν με τη διαχείριση αρχικά της ασφαλούς έλευσης μεταναστών σε χώρες κυρίως της νότιας Ευρώπης (μεσογειακές) οι οποίοι με τη σειρά τους επιθυμούν να αναζητήσουν άσυλο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες του βορά, αλλά και με την ένταξη αυτών των προσώπων αναλογικά στα κράτη-μέλη. Επίσης κύριο ζήτημα είναι η αποτελεσματική επαναπροώθηση όλων όσων δεν δικαιούνται παροχής ασύλου.
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για απάνθρωπες συνθήκες μεταχείρισης και κράτησης προσφύγων (Ε.Δ.Δ.Α, υπόθεση Μ.S.S εναντίον Βελγίου και Ελλάδος, 2011). Πιο πρόσφατη καταδίκη αυτή της 2ας Απριλίου 2015 (υπόθεση Aarabi εναντίον Ελλάδος) που αφορούσε παλαιότερο περιστατικό αναφορικά με έναν ανήλικο Παλαιστίνιο που εισήλθε στη χώρα μας μέσω θαλάσσης, αφού προηγουμένως είχε υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας της UNHCR και ενώ είχε το δικαίωμα παροχής ασύλου οι ελληνικές αστυνομικές αρχές τον μετέφεραν παραβιάζοντας σειρά δικαιωμάτων (ασυνόδευτος κτλ.) σε κέντρο κράτησης στον Έβρο (κράτηση μαζί με ενηλίκους) με σκοπό να τον στείλουν ξανά στη χώρα του.
Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα στρατηγικής που χαρακτηρίζει την Ευρώπη δεν εντοπίζεται μόνο στον Κανονισμό 343/2003 (το λεγόμενο Δουβλίνο ΙΙ) που αφορά (μεταξύ άλλων) τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους-μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την παροχή ασύλου. Το 2011 λόγω της προηγούμενης καταδίκης μας αλλά και της αδυναμίας να διαχειριστούμε την εισροή μεταναστών, οι Ευρωπαϊκές χώρες, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, δέχθηκαν να αναστείλουν προσωρινά το ζήτημα των επαναπροωθήσεων που ρυθμίζεται από το Δουβλίνο ΙΙ. Το ζήτημα που παραμένει είναι η ασφαλής είσοδος προσφύγων, η σύμφωνη με το διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου προστασία των προσώπων αυτών και η αναλογική ένταξή τους στα κράτη μέλη της Ε.Ε., ιδιαίτερα όσων χρήζουν της προστασίας που το δίκαιο τους αναγνωρίζει. Επίσης, οι διαδικασίες κράτησης και επαναπροώθησης πρέπει να επανεξεταστούν ιδιαίτερα ως προς την αποτελεσματικότητα και ταχύτητά τους με κριτήριο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για όλα τα ανωτέρω φυσικά, απαιτούνται πόροι που προς το παρόν είναι πενιχροί για το μέγεθος του προβλήματος.
Καθίσταται λοιπόν σήμερα, περισσότερο από ποτέ, επιτακτική η ανάγκη να επανεξεταστεί η μεταναστευτική πολιτική στην Ε.Ε. και να διαγνωσθούν οι πραγματικές αιτίες της τεράστιας δημιουργίας προσφυγικών κυμάτων. Αιτίες που εν πολλοίς έχουν να κάνουν και με την εξωτερική πολιτική της Ε.Ε.. Ακόμη, είναι απαραίτητο να χαραχτεί μια συνολική πολιτική για την αποτελεσματική κράτηση και επαναπροώθηση ή ένταξη των ανθρώπων αυτών στις χώρες της Ε.Ε. αναλογικά και με γνώμονα τα κριτήρια που το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προβλέπει. Παρόλα αυτά οι μηχανισμοί που τα κράτη μέλη διαθέτουν για τη διαχείριση του προβλήματος είναι ανεπαρκείς, ιδιαίτερα στις χώρες που δέχονται δυσανάλογα τα κύματα των μεταναστών, όπως η χώρα μας (δεύτερη κατά σειρά μετά την Ιταλία). Κατά συνέπεια οι πόροι που θα πρέπει να δεσμευτούν για την αποτελεσματική διαχείριση πρέπει να είναι ανάλογοι του προβλήματος. Τέλος, το ζήτημα της προστασίας των συνόρων της Ευρώπης δεν είναι ευθύνη μιας μόνο χώρας.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για τον εξανθρωπισμό του θεσμικού πλαισίου νομιμοποίησης, παροχής ασύλου και παραχώρησης ταξιδιωτικών εγγράφων, για την επανάκτηση των αδειών παραμονής και εργασίας από τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που τις στερήθηκαν λόγω των διαδικασιών απονομιμοποίησης των τελευταίων χρόνων, για την εισαγωγή μιας νέας διαδικασίας νομιμοποίησης μεταναστών «χωρίς χαρτιά», καθώς και για την κατάργηση των απάνθρωπων κέντρων κράτησης αλλοδαπών και την αντικατάστασή τους με τη δημιουργία ανοιχτών κέντρων διαβίωσης με αξιοπρεπείς όρους.
Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας οφείλει να συνδράμει με τον καλύτερο τρόπο, εφόσον και αν απαιτηθεί, στην προσπάθεια διαχείρισης των μεταναστών που θα προωθήσει η κυβέρνηση στα πλαίσια του έκτακτου σχεδίου αντιμετώπισης της ροής μεταναστών με γνώμονα το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Πάντα στα πλαίσια του θεσμικού συστήματος προστασίας που ισχύει και θα ισχύσει. Παρόλα αυτά το ζήτημα δεν είναι μόνο εθνικό, ούτε ευρωπαϊκό, αλλά οικουμενικό.
Βαγγέλης Σημανδρακος
Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Γρεβενών