ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ

Μια άκρως περίεργη υπόθεση απασχολεί την τοπική κοινωνία της Ρόδου καθώς μάνα κατηγορείται για συνέργεια σε αποπλάνηση του ανήλικου γιου της.

Η γυναίκα αλλά και ο σύντροφός της, μετά την έκδοση βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες της αποπλάνησης ανηλίκων -που δεν έχουν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους- κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή και της σωματικής βλάβης σε βάρος ανηλίκου και της απλής συνέργειας στην πράξη της αποπλάνησης ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή.

Η υπόθεση ήρθε στο φως μετά την καταγγελία του 9χρονου αγοριού σε βάρος της μητέρας του και του συντρόφου της. Η υπόθεση πάντως έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τις δικαστικές αρχές και ενδεικτικό είναι ότι η Εισαγγελέας, που την εισήγαγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, είχε προτείνει την απαλλαγή των δύο κατηγορουμένων. Το δικαστικό συμβούλιο όμως έκρινε ότι θα πρέπει να παραπεμφθούν σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου.

Το χρονικό
Ζευγάρι διαζευγμένο από το έτος 2008 απέκτησε δύο ανήλικα τέκνα, ηλικίας, το 2010, 10 και 9 ετών αντίστοιχα. Ζούσαν σε νησί της Δωδεκανήσου, ενώ μετά το διαζύγιο η γυναίκα παρέμεινε στο νησί μαζί με τον πρώτο ανήλικο και τον σύντροφο της. Το δεύτερο παιδί ζει με τον πατέρα του.

Ο 9χρονος κατέθεσε σε αστυνομικούς του νησιού ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 15η Απριλίου 2011, ο σύντροφος της μητέρας του, τον φίλησε περισσότερες από μία φορές στο στόμα και ασέλγησε πάνω του.

Κατήγγειλε επίσης ότι την ημέρα των γενεθλίων του αδελφού του κι ακόμη μία φορά, ενώ βρισκόταν στην τραπεζαρία του σπιτιού τους, ο ίδιος κατηγορούμενος τους εξανάγκασε σε ασελγείς πράξεις μεταξύ τους. Παρούσα, κατά τους ισχυρισμούς του 9χρονου ήταν και η μητέρα τους, η οποία φέρεται να επικροτούσε τις πράξεις του και να τον συνέδραμε ψυχικά λέγοντας του «συνέχισε να τον κρατάς, μπας και βάλει μυαλό».

Επίσης ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφος της μητέρας του, του προκαλούσε σωματικές κακώσεις. Διατείνεται συγκεκριμένα ότι το καλοκαίρι του 2010 του κατάφερε μια γροθιά στο δεξί αυτί και τον μάτωσε, ότι τον χτυπούσε στο πρόσωπο και ότι μία φορά τον χτύπησε με τον αγκώνα του στην κοιλιά.

Ο αδελφός του από την άλλη υποστηρίζει ότι όλα όσα ισχυρίζεται ο αδελφός του είναι παντελώς ψευδή, ενώ παρουσιάζει τον σύντροφο της μητέρας του στοργικό και ευγενικό άνθρωπο.

Οι δύο κατηγορούμενοι αρνούνται επίμονα τις κατηγορίες, που τους αποδίδονται. Στο πλαίσιο της δικαστικής έρευνας διενεργήθηκαν δύο παιδοψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες.

Τους δύο ανηλίκους εξέτασαν δύο ψυχολόγοι, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος είναι γενικά ψυχοσυναισθηματικά αποπροσανατολισμένο παιδί εξαιτίας τόσο του ψυχοτραυματικού στρες που έχει υποστεί πιθανόν από έτερο περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης από τρίτο ανήλικο πρόσωπο, όσο και εξαιτίας του ιδιαίτερα προβληματικού οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο διαβιεί. Εντόπισαν ανακρίβειες και αντιφάσεις σε όσα σχετικά με τις ανωτέρω πράξεις υποστήριξε ενώπιον των πραγματογνωμόνων ο ανήλικος.

Οι ψυχολόγοι φέρονται να επιχείρησαν να αιτιολογήσουν την κρίση τους αυτή στην ιδιαίτερα αναπτυγμένη γνωστική και λεκτική για την ηλικία του ικανότητα που του δίνει τη δυνατότητα να φιλτράρει τα συναισθήματά του και να τα ελέγχει πριν τα εξωτερικεύσει.

Από εκεί και πέρα όμως κατά την αξιολόγηση των συνθηκών διαβίωσης του στη βιολογική του οικογένεια, μια εκ των δύο πραγματογνωμόνων διαπίστωσε ότι η οικογένεια του είναι τιμωρητική.

Μάλιστα, η ίδια μητέρα δηλώνει ότι για να τιμωρήσει τον ανήλικο όταν τσιμπούσε και μελάνιαζε τα πόδια του αδερφού του, αποφάσισε να κάνει η ίδια την πράξη αυτή στον ανήλικο ώστε να μάθει τις επιπτώσεις των πράξεων του. Διαπιστώθηκε παραπέρα ότι κανένας από τους δυο γονείς δεν φαίνεται να έχει επίγνωση των συναισθημάτων και των αναγκών των παιδιών.

Κρίθηκε επιπλέον ότι το οικογενειακό περιβάλλον, που είχε δημιουργήσει η μητέρα του, δεν ήταν υγιές και του προκαλούσε αισθήματα άγχους και θλίψης.

Οι δύο ψυχολόγοι έκριναν ότι το παιδί έχει υποστεί στο παρελθόν σωματική και ψυχολογική κακοποίηση καθώς εμφανίζει συμπτώματα φόβου, θυμού, ντροπής και ενοχές αλλά και σεξουαλικής κακοποίησης.

Το δικαστικό συμβούλιο, που εξέτασε την υπόθεση, έκρινε ότι τα ανωτέρω πορίσματα και η απουσία συγκεκριμένου διαγνωστικού πορίσματος είτε περί προέλευσης από την φαντασία του ανηλίκου των εξιστορούμενων από τον ίδιο και τον πατέρα του τελεσθεισών αδίκων πράξεων, είτε περί υστερόβουλης και παθολογικά αρνητικής αμυντικής στάσης του απέναντι την προσωπική επιλογή της μητέρας του να διαμένει μαζί με το νυν σύντροφο της, ενισχύουν σημαντικά τη βασιμότητα των όσων εξαρχής κατέθεσαν κατά την προκαταρκτική εξέταση και ανάκριση, σχετικά με την τέλεση των πράξεων που τους αποδίδονται.

Κρίθηκε παραπέρα ότι το γεγονός ότι ο αδελφός του διαψεύδει τις καταγγελίες δεν καταλύει τις ανωτέρω παραδοχές. Το δικαστικό συμβούλιο θεωρεί ότι το συγκεκριμένο παιδί έχει τη συγκεκριμένη στάση από το φόβο που πιθανότατα τον διακατέχει απέναντι στον πρώτο κατηγορούμενο και ο οποίος καταγράφεται σε αμφότερες τις πραγματογνωμοσύνες και από το γεγονός ότι τουλάχιστον στην μια πραγματογνωμοσύνη καταγράφεται ομοίως ως εμφανιζόμενος συναισθηματικά και σωματικά κακοποιημένος.

dimokratiki,protothema

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.