Του Χρήστου Δ. Βήτου Υποστράτηγου ε.α. – Συγγραφέα
Ο Γεώργιος Μπούσιος, μετά την αποφοίτηση από την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή Χάλκης Κωνσταντινουπόλεως, επέστρεψε στα Γρεβενά και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις του πατέρα του (αλευρόμυλος Μπούσιου) και με ζητήματα κληρονομιών των κατοίκων και Αστικού Δικαίου.
Το 1906 ήταν εφοροταμίας και δημογέροντας της πόλης των Γρεβενών. Ευρισκόμενος στα Γρεβενά συνεργάστηκε στενά με το μητροπολίτη Αγαθάγγελο και τον αρχιερατικό επίτροπο της Μητροπόλεως Αθανάσιο Τσάμη, με σκοπό να παρασχεθεί κάθε είδους βοήθεια στα ελληνομακεδονικά σώματα που διέρχονταν ή δρούσαν στην περιοχή και να καταπολεμηθεί η ρουμανική προπαγάνδα και οι τουρκορουμανικές συμμορίες. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη στις 13 Μαΐου 1906 μαζί με τους πρόκριτους Νικόλαο Κουσίδη (δικηγόρο), Σπύρο Ευθυμιάδη (δικηγόρο), Θωμά Αθ. Ηλία και Ιωάννη Κιναμιώτη και κλείστηκε στις φυλακές Μοναστηρίου για 40 ημέρες. Στα Γρεβενά, μόλις μαθεύτηκε η σύλληψή τους, οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν και έκλεισαν τα καταστήματα από το απόγευμα της ημέρας που συνελήφθησαν μέχρι το μεσημέρι της επομένης.
Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου 1906 ο Γ. Μπούσιος και ο Ν. Κουσίδης συνελήφθησαν και πάλι και προφυλακίστηκαν στο Μοναστήρι έπειτα από κατάσχεση κρυπτογραφικών επιστολών, οι οποίες, όπως υποστήριζαν οι Τούρκοι έφεραν κρυπτογραφικά τις υπογραφές τους. Μετά από δίμηνη προφυλάκιση δικάστηκαν στις 17 Φεβρουαρίου 1907 από το Έκτακτο Δικαστήριο Μοναστηρίου, το οποίο τους καταδίκασε σε τριετή φυλάκιση, με ψήφους τρεις υπέρ και δύο κατά. Μετά από 13 μήνες εγκλεισμό στις φυλακές (προφυλάκιση – φυλάκιση), με ενέργεια κυρίως του ευρισκομένου κοντά στο Χιλμή Πασά παρέδρου και αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων Αυστριακού Αλεξάνδρου Οπενχάιμερ και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ δόθηκε από το σουλτάνο χάρη και αποφυλακίστηκαν στις 2 Ιανουαρίου 1908.
Ο Γ. Μπούσιος για τη συμμετοχή του στο Μακεδονικό Αγώνα, αναγνωρίστηκε ως «πράκτορας Α΄ τάξεως», διότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση του ένοπλου αγώνα στη Μακεδονία και στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος του ελληνικού στοιχείου.
Τον Ιούλιο του 1908 επικράτησε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η επανάσταση των Νεοτούρκων. Καταργήθηκε το απολυταρχικό καθεστώς του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου διέμενε μέχρι το 1912 στην έπαυλη «Αλατίνη». Στο θρόνο του σουλτάνου ανήλθε ο αδελφός του Χαμίτ, ο Μεχμέτ Ρεσάτ Ε΄.
Τον Οκτώβριο του 1908 έγιναν οι πρώτες οθωμανικές βουλευτικές εκλογές, τις οποίες διενήργησε το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος». Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν και αντιπρόσωποι όλων των εθνοτήτων που κατοικούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το σαντζάκι Σερβίων του Νομού Μοναστηρίου, στο οποίο ανήκαν οι σημερινοί νομοί Κοζάνης και Γρεβενών, καθώς και η επαρχία Ελασσόνας, αποτελούσε εκλογική περιφέρεια, η οποία, με βάση τον πληθυσμό που είχε μπορούσε να εκλέξει δύο βουλευτές οποιασδήποτε εθνικότητας. Δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο άνδρες ηλικίας 25 ετών και άνω. Η εκλογή των βουλευτών θα γινόταν από τους εκλέκτορες των καζάδων (επαρχιών) του σαντζακιού, ήτοι Ελασσόνας, Σερβίων, Κοζάνης, Γρεβενών, Ανασελίτσας (Βοΐου) και Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας). Για να εκλεγεί κάποιος εκλέκτορας στον καζά του έπρεπε να συγκεντρώσει 500 ψήφους. Η σκέψη των Ελλήνων ήταν να είναι υποψήφιοι βουλευτές ένας από την Κοζάνη και ένας από τα Γρεβενά. Οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι εγγράμματοι και να μπορούν να αγορεύουν στην τουρκική γλώσσα. Τα Προξενεία Μοναστηρίου και Ελασσόνας, καθώς και άλλοι παράγοντες (μητροπολίτες, Δημογεροντία κ.λ.π.) πρότειναν να είναι υποψήφιος από τα Γρεβενά είτε ο Νικόλαος Κουσίδης είτε ο Γεώργιος Μπούσιος. Τελικά επικράτησε η υποψηφιότητα του Μπούσιου, διότι την επιδίωκε ομόθυμα η Κοινότητα Γρεβενών και είχε πολλές συμπάθειες και στις άλλες επαρχίες. Στον Ν. Κουσίδη έγινε πρόταση από τον πρόξενο Μοναστηρίου Κ. Δημαρά, ο οποίος μέχρι τότε υποστήριζε φανερά την υποψηφιότητά του, να παραιτηθεί από υποψήφιος, για να μην επέλθει διάσπαση των εκλογέων. Ο Ν. Κουσίδης συμμορφώθηκε με την υπόδειξη και παραιτήθηκε, λαμβάνοντας μάλιστα και συγχαρητήρια από την ελληνική κυβέρνηση για τη φιλοπάτριδα αυτή διαγωγή. Από τις εκλογές αυτές οι Έλληνες έβγαλαν συνολικά 63 εκλέκτορες και οι Τούρκοι 38. Από τα Γρεβενά οι εκλέκτορες ήταν 21 Έλληνες και 3 Τούρκοι. Έτσι, στο σαντζάκι Σερβίων εξελέγησαν δύο Έλληνες βουλευτές, ο Γεώργιος Μπούσιος από τα Γρεβενά και ο Κωνσταντίνος Δρίζης από την Κοζάνη, ενώ οι Νεότουρκοι δεν κατόρθωσαν να αναδείξουν δικό τους βουλευτή. Το καλοκαίρι του 1909 ο Κ. Δρίζης παραιτήθηκε και στο τέλος Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου εκλέχθηκε στη θέση του ο Χαρίσιος Βαμβακάς, δικηγόρος Κοζάνης.
Στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο συμμετείχαν κατ’ εθνικότητα: 142 Τούρκοι, 60 Άραβες, 25 Αλβανοί, 24 Έλληνες, 12 Αρμένιοι, 5 Εβραίοι, 4 Βούλγαροι και 1 Βλάχος (ρουμανίζων), ονόματι Νικόλαος Μπατζαρίας. Οι Έλληνες βουλευτές εκπροσωπούσαν τον υπόδουλο Ελληνισμό.
Ο Γ. Μπούσιος είχε την ικανότητα να χειρίζεται με ευχέρεια το γραπτό λόγο και συμπλήρωνε την πολιτική του δράση με τα άρθρα που δημοσίευε στις ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινουπόλεως και κυρίως στην εφημερίδα «Πολιτική Επιθεώρηση». Ιδρυτές της εφημερίδας αυτής ήταν ο Ίων Δραγούμης, ο Γεώργιος Μπούσιος και ο Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης. Ήταν τετρασέλιδη εβδομαδιαία πολιτική εφημερίδα που κυκλοφορούσε κάθε Κυριακή, στην οποία αρθρογραφούσε ανελλιπώς ο Γεώργιος Μπούσιος (στην πραγματικότητα ήταν ο κύριος αρθρογράφος). Τις περισσότερες φορές ασκούσε μέσω της εφημερίδας δριμεία κριτική στο καθεστώς των Νεοτούρκων και μάλιστα φανερά και ενυπόγραφα ως βουλευτής Σερβίων, γεγονός που τον κατέστησε ανεπιθύμητο στους ιθύνοντες του οθωμανικού κράτους. Εξαιτίας της λογοκρισίας και των διώξεων υπό των τουρκικών αρχών η «Πολιτική Επιθεώρησις» άλλαζε συνεχώς τίτλους, όπως: «Δίκαια των Εθνών», «Δράσις», «Ελευθεροτυπία»,«Ισοπολιτεία», «Συναδέλφωσις», «Φωνή» και «LaTribune des Nationalites».
Το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1909,εξαιτίας ενός άρθρου που έγραψε ο Μπούσιος στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως, με το οποίο προέβαινε σε σχόλια εις βάρος των Τούρκων, το Στρατοδικείο με απόφασή του απαγόρευσε την έκδοσή της. Το άρθρο αυτό έφερε τον τίτλο «Η Ελληνοτουρκική συμμαχία και το Κρητικό ζήτημα».
Για τη δολοφονία του μητροπολίτη Αιμιλιανού ο Γ. Μπούσιος έγραψε ένα βαρυσήμαντο άρθρο με το οποίο κατηγορούσε δριμύτατα την τουρκική κυβέρνηση για την απροθυμία που επέδειξε για ανακάλυψη των πραγματικών δραστών, τους οποίους και συγκάλυπτε. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως «Ισοπολιτεία» και αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» στις 2/11/1911, με τίτλο «Κυβερνητική αναλγησία».
Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη ο Γ. Μπούσιος φρόντισε να προλειάνει τη βαλκανική συνεννόηση με τις άλλες υπόδουλες χριστιανικές εθνότητες, γεγονός που βοήθησε να επέλθει εύκολα συμφωνία για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 1912-13.
Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως
Στην Κωνσταντινούπολη ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης, σε συνεργασία με τον Ίωνα Δραγούμη, ίδρυσε το 1908 τη μυστική «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως», η οποία απέβλεπε στη σταδιακή κατάληψη των καίριων θέσεων (πόστων) της οθωμανικής αυτοκρατορίας από Έλληνες, με σκοπό την «άλωσή» της από μέσα. Και τούτο μπορούσε να επιτευχθεί μέσα στα πλαίσια της ισονομίας και ισοπολιτείας που θα παρείχε σε όλους τους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας το τουρκικό Σύνταγμα, σύμφωνα με τις υποσχέσεις των Νεοτούρκων. Στην Οργάνωση αυτή είχαν μυηθεί και 16 από τους 24 Έλληνες βουλευτές του Οθωμανικού Κοινοβουλίου. Μεταξύ αυτών ήταν και οι τρεις του σαντζακιού Σερβίων Γ. Μπούσιος, Κ. Δρίζης και Χαρ. Βαμβακάς. Σύντομα όμως οι Νεότουρκοι απέδειξαν ότι δεν ήταν κίνημα φιλελεύθερο και δημοκρατικό, αλλά εθνικιστικό, οπότε η πολιτική της Οργάνωσης δεν είχε προοπτική επιτυχίας και οι μυημένοι σ’ αυτήν στράφηκαν προς την προετοιμασία της βαλκανικής συνεργασίας, που οδήγησε στους Βαλκανικούς πολέμους.
Σύμφωνα με τον Α. Σουλιώτη, ο Γ. Μπούσιος θεωρούνταν ο «δημοτικότερος» Έλληνας πολιτικός στην Οθωμανική Βουλή. Κάποιος βουλευτής που δεν συμφωνούσε απόλυτα με την αρχηγία του Γ. Μπούσιου έγραψε στον Α. Σουλιώτη ότι έκαναν άσχημα να τον αναδείξουν ως εκπρόσωπό τους στη Βουλή, διότι ήταν επαρχιώτης και δεν διέθετε μεγάλη επιστημονική μόρφωση σε σχέση με μερικούς άλλους βουλευτές. Η απάντηση του Α. Σουλιώτη, της οποίας παραθέτουμε τα κυριότερα σημεία, έχει ως εξής:Είναι άδικο να κατηγορεί κανείς το Μπούσιο, παρότι αυτό που αφορά τη μόρφωσή του μέχρις ενός σημείου είναι σωστό. Πλην όμως ο Μπούσιος αγωνίστηκε με εθνική πειθαρχία και θάρρος για τα δίκαια του Ελληνισμού. Και επιπλέον το προσόν του Μπούσιου είναι ότι ο λόγος του άρεσε στους Έλληνες, ακόμη και στους Τούρκους, διότι μιλούσε ίσια και απλά. Έπειτα ο Μπούσιος δεν είναι ο πρώτος τυχών. Η οικογένειά του έχει προσφέρει υπηρεσίες στο Μακεδονικό Αγώνα και ο ίδιος έχει καταδικασθεί από τους Τούρκους και εγκλεισθεί στις φυλακές. Επίσης ο Μπούσιος χάριν της εθνικής υπόθεσης εγκατέλειψε μια κερδοφόρα επιχείρηση, (που ήταν ο Μύλος του), για να ασχοληθεί με την πολιτική. Όσο διετέλεσε βουλευτής δεν ασχολήθηκε ποτέ με τις ιδιωτικές του υποθέσεις, γιατί θεωρούσε ντροπή να εγκαταλείψει, έστω και για λίγο, προς ίδιον όφελος το έργο του στο Κοινοβούλιο. Ο Μπούσιος, ως βουλευτής στην Κωνσταντινούπολη, δεν διασκέδασε ποτέ, παρότι ήταν νέος στην ηλικία (32 ετών). Ώρες ολόκληρες, της ημέρας και της νύχτας, στο σπίτι του, μελετούσε, ετοιμαζόταν για τη Βουλή, έγραφε τα άρθρα του. Στην Πόλη έμαθε καλά τα Τουρκικά, διότι πριν ήξερε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι, το Ελληνικό Έθνος, ο Λαός, διαισθάνονταν τον πατριωτισμό και την αγωνιστικότητα του Μπούσιου και γι’ αυτό τον αγάπησε. Φαίνεται ότι εσείς που τον κατηγορείτε δεν τα είχατε διαισθανθεί. Νομίζατε ότι η δημοτικότητα του Μπούσιου ήταν τεχνητή; Ο Μπούσιος ήταν βέβαια φιλόδοξος, ίσως να φιλοδόξησε δυσανάλογα προς τις ικανότητές του. Η «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» πάντως δεν ενθάρρυνε την φιλοδοξία του, απεναντίας προσπαθούσε να την συγκρατήσει παρ’ όλη τη στοργή που είχε για τον Μπούσιο. Και ο Μπούσιος συγκρατιόταν, όσο τουλάχιστον ήταν στην Πόλη, συγκρατιόταν όσο ίσως κανείς άλλος από τους βουλευτές που θα είχαν το παρελθόν του, την αρετή του και την εργατικότητά του. Αυτή είναι η πραγματικότητα για το Μπούσιο.
Οθωμανικές εκλογές Μαρτίου 1912
Η δριμεία κριτική που ασκούσε ο Μπούσιος στην τουρκική κυβέρνηση, καθώς και τα πύρινα άρθρα του στις εφημερίδες, επέσυραν την οργή του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, το οποίο φρόντισε στις επόμενες οθωμανικές εκλογές να τροποποιήσει τον εκλογικό νόμο στο σαντζάκι Σερβίων, προκειμένου να βγάλει βουλευτή το φιλότουρκο δικηγόρο των Γρεβενών Γρηγόριο Αναγνώστου, τον οποίο θα ενίσχυαν με τη ψήφο τους και οι εκλέκτορες Τούρκοι και ρουμανίζοντες.
Τον Ιανουάριο του 1912 με σουλτανικό ιραδέ (διάταγμα) διαλύθηκε η οθωμανική Βουλή και ορίστηκε να γίνουν οι νέες εκλογές το Μάρτιο του ίδιου χρόνου.
Είναι οι δεύτερες εκλογές για την ανάδειξη οθωμανικής Βουλής. Στις εκλογές αυτές το Νεοτουρκικό Κομιτάτο προσπάθησε με κάθε μέσο να αποκλείσει το Γ. Μπούσιο από την εκλογή του, γιατί τον θεωρούσε σφοδρό πολέμιο της Τουρκίας. Για να πετύχει το σκοπό του συνέταξε αυθαίρετους εκλογικούς καταλόγους με διαιρέσεις των χωριών κατά τέτοιο τρόπο που να ευνοείται η εκλογή των μουσουλμάνων εκλεκτόρων, ώστε τελικά να εκλεγούν ένας μουσουλμάνος βουλευτής και ένας Έλληνας, με τη διαφορά ότι ο Έλληνας έπρεπε να είναι φιλότουρκος και να εξυπηρετεί τα σχέδιά τους. Και σαν τέτοιος στην επαρχία Γρεβενών θεωρήθηκε ο δικηγόρος Γρηγόριος Αναγνώστου, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1881 στο Οροπέδιο (Βηλιά). Ο Γ. Αναγνώστου, από φοιτητής ακόμη, με επιστολή που απέστειλε στο Στέφανο Δραγούμη το Φεβρουάριο του 1908 κατηγορούσε το μητροπολίτη Αγαθάγγελο και τους προκρίτους της πόλης Γεώργιο Μπούσιο και Νικόλαο Κουσίδη, λέγοντας ότι με τη σθεναρή στάση που τήρησαν απέναντι στους Τούρκους και την έντονη δραστηριότητα που επέδειξαν, για να επικρατήσουν τα δίκαια του Ελληνισμού, ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι των συμφορών της επαρχίας Γρεβενών. Παράλληλα ο Γ. Αναγνώστου διατηρούσε στενές σχέσεις με το μισέλληνα και φανατικό Οθωμανό των Γρεβενών Ιμπραήμ εφένδη Χόντζα, καθώς και με ρουμανίζοντες της περιοχής.
Το 1907 δεν υπήρχαν αξιόλογες προσωπικότητες στη Δημογεροντία Γρεβενών, διότι ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος ήταν εκτοπισμένος στην Κωνσταντινούπολη και οι Γ. Μπούσιος και Ν. Κουσίδης έγκλειστοι στις φυλακές Μοναστηρίου. Το αξιοπερίεργο είναι ότι, ενώ ο Γ. Μπούσιος και ο Ν. Κουσίδης βρίσκονταν έγκλειστοι στις φυλακές, οι νέοι παράγοντες της πόλης των Γρεβενών (πιθανώς πολιτικοί αντίπαλοι των φυλακισμένων) πρότειναν ως εκπρόσωπο του Μακεδονικού Αγώνα της περιοχής Γρεβενών το Γρηγόριο Αναγνώστου, τη στιγμή που γνώριζαν ότι είχε εκφράσει φιλοτουρκικά αισθήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αρχηγός του ελληνομακεδονικού σώματος καπετάν Τσάρας (ανθυπολοχαγός Γεώργιος Στημωναράς), ο οποίος έδρασε στην περιφέρεια Γρεβενών εναντίον των τουρκορουμανικών συμμοριών από τον Ιούνιο μέχρι το Δεκέμβριο του 1907, να αναθέσει την ευθύνη συγκρότησης Επιτροπής Αγώνα και είσπραξης χρημάτων στην πόλη των Γρεβενών στο φοιτητή της Νομικής Γρηγόριο Αναγνώστου. Το σώμα του Τσάρα, δυνάμεως 25 ανδρών, είχε συγκροτηθεί από τον ίδιο στη Θεσσαλία και το αποτελούσαν Θεσσαλοί, εκτός από έξι άνδρες που κατάγονταν από την περιοχή Γρεβενών (5 από το Περιβόλι και 1 από τα Αηδόνια). Το σώμα αυτό είχε υπαρχηγό το Ζήση Βράκα από το Περιβόλι, ηλικίας 50 ετών. Με την είσοδο του σώματος στην περιφέρεια Γρεβενών προστέθηκαν και άλλοι 15 άνδρες από τους ντόπιους, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος από το Σπήλαιο με την ομάδα του. Κατά το χρονικό διάστημα της παραμονής του στην επαρχία Γρεβενών ο καπετάν Τσάρας διέλυσε τις τουρκορουμανικές συμμορίες, πάταξε τη ληστεία, φονεύοντας ή απομακρύνοντας από την περιοχή τους ληστές, συνέστησε επιτροπές στα χωριά και καλλιέργησε το εθνικό φρόνημα των κατοίκων.
Τον Γ, Αναγνώστου εκτός από τους Τούρκους υποστήριζε κατά την προεκλογική εκστρατεία και ο φανατικός μισέλληνας ρουμανίζων της Κρανιάς Δημήτριος Τσακαμάς, ο οποίος με συνοδεία τουρκικών αποσπασμάτων και χωροφυλάκων περιέτρεχε τα χωριά και πίεζε απειλητικά τους προκρίτους να ψηφίσουν εκλέκτορες της δικής του επιλογής και όχι του Γ. Μπούσιου. Έφθασε μάλιστα σε σημείο να δώσει εντολή να δείρουν τον καταγόμενο από το Μπόζοβο (Πριόνια) Αθανάσιο Γ. Τέγο, επειδή τόλμησε να μιλήσει υπέρ του Γ. Μπούσιου. Επίσης, κατά την ίδια προεκλογική περίοδο, οι καταγόμενοι από την Πηγαδίτσα φεδαήδες Ρουστέμ και Αμπεδίν, μαζί με το μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγό) Τεκμάλ, περιέτρεχαν τα χωριά και πίεζαν τους κατοίκους να ψηφίσουν Τούρκους εκλέκτορες.
Την παρωδία αυτή των εκλογών και τις αυθαιρεσίες που επακολούθησαν κατήγγειλαν και οι πέντε Μητροπολίτες του βιλαετιού Μοναστηρίου (Πελαγονίας, Σερβίων και Κοζάνης, Γρεβενών, Σισανίου και Σιατίστης και Ελασσόνας), σε τηλεγράφημα που απέστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο ανέφεραν: 1) τις αυθαίρετες και παράνομες εκλογικές διαιρέσεις, 2) τη διαγραφή ολόκληρων σειρών Ελλήνων εκλογέων, 3) τη μη διαγραφή από τους εκλογικούς καταλόγους των Τούρκων που είχαν πεθάνει το τελευταίο χρονικό διάστημα, με σκοπό να τους θεωρήσουν ως ψηφοφόρους, 4) την αιφνιδιαστική προκήρυξη των εκλογών, χωρίς να γίνει προηγουμένως ανάρτηση καταλόγων, 5) τις κλειστές κάλπες που εύρισκαν οι χριστιανοί, όταν πήγαιναν να ψηφίσουν, 6) την καταστρατήγηση του εκλογικού νόμου, 7) την περιοδεία στα χωριά δραπετών των φυλακών και άλλων κακοποιών, που πίεζαν τους κατοίκους, για να ψηφίσουν τους οπαδούς των Νεοτούρκων, 8) την απειλή για κεφαλική ποινή στο μητροπολίτη Γρεβενών και τον επίτροπο των Καϊλαρίων και κατέληγαν: «Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση δεν έχουμε πλέον βουλευτικές εκλογές, αλλά γενιτσαρισμό, χλευασμό Συντάγματος και εκμηδένιση του στοιχειωδέστερου ανθρωπισμού».
Στις εκλογές αυτές εξελέγησαν συνολικά 71 Τούρκοι και 39 Έλληνες εκλέκτορες. Στους Έλληνες περιλαμβάνονται και οι 2 ρουμανίζοντες των Γρεβενών. Έτσι το Νεοτουρκικό Κομιτάτο με 71 Τούρκους και 2 ρουμανίζοντες εκλέκτορες εξέλεξε δύο βουλευτές, τον Αναγνώστου και τον Οσμάν Βέη, έναντι των Ελλήνων αντιπάλων Γ. Μπούσιου και Χ. Βαμβακά που μειοψήφησαν. Η επαρχία Γρεβενών εξέλεξε 8 Έλληνες και 7 Τούρκους, ενώ στις εκλογές του 1908 είχε εκλέξει 21 Έλληνες και 3 Τούρκους. Από αυτούς οι δύο ήταν ρουμανίζοντες, οι οποίοι ψήφισαν τον Γ. Αναγνώστου, διότι αφενός ήταν υποστηρικτής τους, αφετέρου η γυναίκα του Ευγενία ήταν κόρη του ρουμανίζοντος Κολούσιου Καζάνα.
Το τηλεγράφημα του Προξενείου Ελασσόνας που απεστάλη στις 3 Απριλίου 1912 στο Υπουργείο Εξωτερικών, για να το ενημερώσει σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα, αναφέρει τα εξής: «Λαμβάνω την τιμήν να ανακοινώσω ότι βουλευταί Σερβίων εξελέγησαν Οσμάν και Γρηγόριος Αναγνώστου οπαδοί Κομιτάτου, δια ψήφων 71 κατά 39 υπέρ Χ. Βαμβακά και Γ. Μπουσίου, ενός χριστιανού αρνηθέντος ψήφου».
Ο Γ. Αναγνώστου διετέλεσε βουλευτής της τουρκικής Βουλής για τέσσερις περίπου μήνες (Απρίλιος-Ιούλιος1912), διότι λόγω εχθροπραξιών μεταξύ κυβερνήσεως και Νεοτουρκικού Κομιτάτου διαλύθηκε η Βουλή στις 23 Ιουλίου 1912, έπειτα από σχετικό διάταγμα και κήρυξη του Στρατιωτικού Νόμου. Στο μεταξύ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και η Δυτική Μακεδονία απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό, οπότε έπαψε να υφίσταται οθωμανικό σαντζάκι Σερβίων. Οι Νεότουρκοι κατέλαβαν και πάλι την εξουσία στις αρχές του 1913 και απέλασαν τον διαμένοντα τότε στην Κωνσταντινούπολη Γ. Μπούσιο και έκλεισαν οριστικά την εφημερίδα του «Πολιτική Επιθεώρηση».
Εκείνο το οποίο αξίζει να μνημονεύσουμε και έχει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι ότι ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Β΄ Δάγγουλας και ο δήμαρχος Γρεβενών Νικόλαος Κουσίδης θεωρούσαν το Γρηγόριο Αναγνώστου ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του εθνομάρτυρα μητροπολίτη Αιμιλιανού Λαζαρίδη. Συγκεκριμένα, ο μητροπολίτης στο υπ’ αριθ. 102/14.5.1918 έγγραφο προς το Εκκλησιαστικό Αρχιερατικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης αναφέρει: «… ο δικηγόρος Γρεβενών Γρηγόριος Αναγνώστου, επί τρίμηνο διατελέσας βουλευτής της τουρκικής Βουλής κατά το 1912, γνωστότατος στους νεοτουρκικούς κύκλους υπό το ηχηρό «δικηγόρ Εφένδη» υπήρξε άσπονδος εχθρός του αειμνήστου εθνομάρτυρα Αιμιλιανού Λαζαρίδη…». Ο δήμαρχος Κουσίδης στην από 4 Δεκεμβρίου 1912 επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι επικρατεί γενικά η πεποίθηση πως μερικά πρόσωπα και ιδίως ο Γρηγόριος Αναγνώστου θεωρούνται ως ηθικοί συνεργοί για το φόνο του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού, αλλά εκτός τούτου, ο Αναγνώστου προσπάθησε μετά το φόνο με διάφορα πλαστά έγγραφα και ψευδομάρτυρες να αποδείξει στους ανακριτικούς υπαλλήλους ότι ουδεμία συμμετοχή είχαν στη δολοφονία ο Μπεκήρ αγάς και οι λοιποί Νεότουρκοι και ότι αυτή ήταν δήθεν έργο των ληστών Ζήκου και Ράμμου. Όπως όμως απεδείχθη εκ των υστέρων με αδιάψευστα στοιχεία η δολοφονία ήταν καθαρά έργο των Νεοτούρκων, συναινούντων και των ρουμανιζόντων. Οι ληστές Ζήκος και Ράμμος με ιδιόχειρη επιστολή τους προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη αρνήθηκαν κάθε ανάμειξη στη δολοφονία του Αιμιλιανού.
Ο Γρ. Αναγνώστου μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους παρέμεινε στα Γρεβενά ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου μέχρι το 1940. Έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής του Νομού Κοζάνης στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 με το Κόμμα Προοδευτικών του Καφαντάρη, χωρίς να εκλεγεί. Το 1950 μεταδημότευσε στην Αθήνα, όπως και ο ασκών δικηγορία στην πόλη των Γρεβενών από το 1939 γιος του Νικόλαος.