Δείτε τα trailer των ταινιών«Πρόμαχος»
Στη σκιά του σίριαλ «Με λένε Αμάλ – λέγε με Κλούνεϊ – Αλαμουντίν και θα σου φέρω τα γλυπτά του Παρθενώνα πίσω», μια συμπαραγωγή με τον τίτλο «Πρόμαχος» έρχεται να δώσει τις σωστές – αθέλητα χιουμοριστικές – διαστάσεις στο θέμα.
Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να μην ακολουθεί ακόμη τη νομική οδό για τη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά να που μια ταινία δείχνει πως ακριβώς θα μπορούσε να συμβεί…
Γυρισμένη στην Ελλάδα – και στον ίδιο το βράχο της Ακρόπολης με τις ευλογίες της πρηγούμενης διεύθυνσης του Υπουργείου Πολιτισμού – η πρώτη ταινία των ελληνοαμερικάνων Κόρτι και Τζον Βούρχης έχει τίτλο «Πρόμαχος» και αφηγείται «την ιστορία του Ανδρέα, που αναγκάστηκε να αφήσει την πατρίδα του, την Ελλάδα, όταν ήταν παιδί, αλλά τώρα επιστρέφει με την πρόσκληση του διευθυντή του μουσείου της Ακρόπολης για να προχωρήσει την υπόθεση κατά του Βρετανικού Μουσείου. Καθώς μαζεύει αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει ότι πλαστογραφήθηκαν έγγραφα για να επιτρέψουν την πώληση των Μαρμάρων στο Βρετανικό κοινοβούλιο το 1816, η Αθήνα του 2011 βρίσκεται σε οικονομική και κοινωνική κρίση.»
Η υπόθεση τραβάει το πράγμα και ακόμη πιο μακριά αφού το ζήτημα δεν μπορεί να εκδικαστεί στα βρετανικά δικαστήρια και φτάνει μέχρι τη Χάγη, αλλά τίποτα δεν πάει το πράγμα μακρύτερα από το ίδιο το πρόμο-τρέιλερ της ταινίας που μοιάζει με διαφημιστικό του ΕΟΤ, πακεταρισμένο στη μορφή μιας μυθοπλασίας στην οποία πρωταγωνιστεί ο… στόμφος, ο Τζιανκάρλο Τζιανίνι ως διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, αρχαία ρητά, κακοί (πολύ κακοί) Βρετανοί, πολλές ελληνικές σημαίες και λίγο θάλασσα…
Με tagline «Η Δικαιοσύνη επιστρέφει στην Αθήνα», η – τι να πει κανείς; – αφίσα που βλέπετε παραπάνω είναι ενδεικτική των βαρυσήμαντων δηλώσεων των δύο σκηνοθετών και του πρωταγωνιστή Παντελή Κοντογιάννη ότι η ταινία είναι ένα μέσο πίεσης για το αίτημα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα και η οποία ανοίγει στρατηγικά μέσα στο Νοέμβριο, στη σκιά της επίσκεψης της Αμάλ Αλαμουντίν και της φρενίτιδας γύρω από το εν λόγω ζήτημα.
Η δημοσιότητα γύρω από τον «Πρόμαχο» – ο τίτλος εμπνευσμένος από τη Θεά Αθηνά – περιστρέφεται φυσικά γύρω από το glam της υπόθεσης, αφήνοντας απέξω το κιτς του πράγματος που μοιάζει και το πιο ενδιαφέρον, ενδεικτικό σε κάθε περίπτωση του γεγονότος πως όπως είχε γίνει γνωστό η άδεια για τα γυρίσματα στην Ακρόπολη και το Μουσείο της Ακρόπολης είχε δοθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες με τη σημείωση πως το σενάριο είναι κάπως «απλοϊκό». Από την άλλη μη νομίζετε πως και ο Κλούνεϊ θα το έκανε καλύτερα…
H ταινία «Πρόμαχος» θα βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 27 Νοεμβρίου από τη FilmBoy:
Οι Πιγκουίνοι της Μαδαγασκάρης
Penguins of Madagascar
Η.Π.Α., 2014, Εγχρωμο
Παραγωγή: Λάρα Μπρίεφ, Μαρκ Σουίφτ
Σκηνοθεσία: Ερικ Νταρνέλ, Σάιμον Τζέι Σμιθ
Σενάριο: Τζον Αμπουτ, Μάικλ Κόλτον
Μουσική: Λόρνε Μπάλφε
Με τις φωνές των: Θανάσης Κουρλαμπάς, Αργύρης Παυλίδης, Συμεών Τσακίρης,Γιάννης Στεφόπουλος, Πέτρος Δαμούλης, Δημήτρης Μαριζάς, Γιάννης Δρίτσας
Διάρκεια: 92 λεπτά
Γλώσσα: Ελληνικά
Οι Σκίπερ, Κοβάλσκι, Ρίκο και Στρατιώτης θα ενώσουν τις δυνάμεις τους με μια μυστική οργάνωση, τον Βόρειο Άνεμο, αρχηγός της οποίας είναι ο ωραίος Πράκτορας Απόρρητος, προκειμένου να σταματήσουν τον μοχθηρό Δρ. Οκτάβιο Μυαλάτη πριν καταστρέψει τον κόσμο. Οι λαμπεροί πρωταγωνιστές της επιτυχημένης ταινίας κινουμένων σχεδίων της Dreamworks Animation, με τίτλο «Μαδαγασκάρη» έχουν επιτέλους μια κωμική περιπέτεια αφιερωμένη αποκλειστικά στα κατορθώματά τους. Οι πολυταξιδεμένοι μας φτερωτοί πράκτορες, μεταφέρουν τη δράση από την Ανταρκτική, στη Βενετία, στην έρημο, στη Σαγκάη, στη Νέα Υόρκη, αλλά και στο Κεντάκι. Στο γεμάτο εκπλήξεις, υπέροχο ταξίδι τους καταφέρνουν να γνωρίσουν την απόλυτη δόξα, να εμπλακούν σε απρόβλεπτες κατασκοπικές περιπέτειες, να αποτρέψουν το καταστροφικό σχέδιο ενός σατανικού επιστήμονα – και να καταβροχθίσουν τις πιο νόστιμες τυρονοστιμίες – όπως κανένας άλλος πιγκουίνος δεν έχει καταφέρει στο παρελθόν.
Χωρισμένα σε δύο ευδιάκριτα είδη, τα σύγχρονα φιλμ κινουμένων σχεδίων μοιράζονται ανάμεσα σε αυτά που καταφέρνουν να φτιάξουν νέους μύθους για τις επόμενες γενιές (σχεδόν όλος ο κατάλογος της Pixar, αλλά και το «Happy Feet», το «Shrek» και πολλά άλλα) και σε αυτά που αρκούνται στο να διασκεδάσουν τη γενιά στην οποία απευθύνονται χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες για να μείνουν κλασικά – αρκεί να μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια δύο επιτυχημένες συνέχειες στο σινεμά και εκμετάλλευση μέχρι τελικής πτώσης στο home cinema και το merchandise.
H «Μαγαδασκάρη» δεν ανήκε ποτέ στην πρώτη κατηγορία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της τουλάχιστον στο πρώτο της φιλμ πίσω στο 2005 και τις ας πούμε αξιοπρεπείς fun συνέχειές της. Και το spin – off που βρίσκει πρωταγωνιστές τους αξιολάτρευτους πιγκουίνους της που είχαν ξεχωρίσει από την πρώτη ταινία, έμοιαζε καταδικασμένο από την αρχή να ακολουθήσει τα χνάρια της.
Ευφάνταστοι όπως και οι μαμάδες – ταινίες τους και μαζί σχεδιασμένοι με άναρχο κέφι, οι «Πιγκουίνοι» διαθέτουν ένα πρωτοφανές κωμικό timing που για τη μιάμιση ώρα που διαρκούν είναι αδύνατον να στρέψεις την προσοχή σου οπουδήποτε άλλου από τις περιπέτειές τους. Την ίδια στιγμή δεν τσιγκουνεύονται σε gags και ρετρό αναφορές (χρωστάνε πολλά στα Looney Tunes), αλλά και σε σκηνές δράσης που τελειοποιούν τις τεχνικές και το design προσφέροντας χορταστικό, overdose θεάματος που όσο μικραίνουν οι ηλικίες ανεβάζουν και τα κοντέρ του ενθουσιασμού.
Σαν αεικίνητα, φασαριόζικα, αξιολάτρευτα (…) παιδιά που τα έχουν αφήσει ελεύθερα να καταναλώνουν junk-food, να καταπίνουν τα πάντα και να κάνουν ό,τι ανοησία τους έρθει στο μυαλό χωρίς να τιμωρηθούν, οι τέσσερις πιγκουίνοι της DreamWorks βρίσκονται ως παραγωγή και τέχνη πάνω από το μέσο όρο των παιδικών προγραμμάτων που θα συναντούσες νωρίς το πρωί στην τηλεόραση, αλλά όχι και πολύ μακριά από τη λογική τους.
Φτιαγμένοι για να διασκεδάσουν και να δώσουν πνοή σε ένα καινούριο franchise δεν σταματάνε ούτε ένα δευτερόλεπτο προκειμένου να μετατρέψουν την ενέργειά τους σε κάτι πιο fun από το απλό fun και κάτι πιο «ελεύθερο» από την ασυδοσία τους. Σίγουροι πως εκπληρώνουν την αποστολή του να κάνουν τους μικρούς θεατές να αντιγράψουν φιγούρες και να καταναλώσουν ορδές από τυρογαριδάκια αλλά, όσο και αν το επαναλαμβάνουν, αρκετά χάρτινοι για να πείσουν πως οι πιγκουίνοι… πετάνε ως μια παραβολη πάνω στο πως να κάνεις το «αδύνατο δυνατό».
Η ταινία προβάλλεται μόνο μεταγλωττισμένη στα ελληνικά :
Samba
των Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς
Γαλλία, 2014
Παραγωγή: Νικολά Ντιβάλ – Αντασόφσκι, Λοράν Ζεϊτούν, Γιαν Ζενού
Σκηνοθεσία: Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς
Σενάριο: Μιριέλ Κουλάν, Ολιβιέ Νακάς, Ερίκ Τολεντανό
Φωτογραφία: Στεφάν Φοντέν
Μοντάζ: Ντοριάν Ριγκάλ – Ανσού
Μουσική: Λουντοβίκο Εουινάντι
Πρωταγωνιστούν: Ομάρ Σι, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Ταχάρ Ραχίμ, Ιζια Ιζλάν
Διανομή: Odeon
O Σαμπά ήρθε στη Γαλλία πριν δέκα χρόνια από τη Σενεγάλη και άρχισε να κάνει διάφορες εποχιακές δύσκολες δουλειές. Η Aλίς, πρώην στέλεχος επιχειρήσεων, έχει εγκαταλείψει την καριέρα της και προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της προσφέροντας βοήθεια σε μία εθελοντική οργάνωση. Και οι δύο προσπαθούν να «απεγκλωβιστούν» από το αδιέξοδο της ζωής τους, μέχρι που η μοίρα θα τους φέρει κοντά.
Αν η προηγούμενη ταινία των Ερίκ Τολεναντό κι Ολιβιέ Νακάς έγινε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως ακόμη κι αν είχε ως κεντρικό πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο με σχεδόν ολική παράλυση, γιατί να μην συμβεί το ίδιο και την επόμενη κομεντί τους που αυτή τη φορά είχε σαν ήρωα έναν δίχως άδεια παραμονής μετανάστη στο Παρίσι.
Ομως οι «Αθικτοι» ήταν βασισμένοι στην συνταγή του αταίριαστου ζευγαριού, οπότε κι εδώ για να συμπληρωθούν τα απαραίτητα υλικά προσθέτουν στην συνταγή και μια businesswoman σε κρίση που θα ανακαλύψει ξανά, μέσα από την τριβή της με τους λιγότερο τυχερούς κάτι από το joie de vivre.
Η αλήθεια είναι πως το «Samba» δεν είναι ούτε το ίδιο αστείο, ούτε το ίδιο τρυφερό με την προηγούμενη ταινία των Γάλλων σκηνοθετών, είναι όμως υπερβολικά πολύ πιο συγκαταβατικό απέναντι στους χαρακτήρες του και πολύ περισσότερο «υπολογισμένο» για να πατήσει τα σωστά κουμπιά των θεατών του.
Κι αυτό είναι και το μεγαλύτερο ελάττωμά του.
Μπορεί η ηθική του στάση απέναντι στην μετανάστευση να είναι για παράδειγμα σωστή (ακόμη κι αν είναι μάλλον αμήχανη και απλοϊκή) και να είναι αρκετά έξυπνο ώστε να μην αφήνεται ξεδιάντροπα σε όλα τα κλισέ που ελλοχεύουν σε κάθε γωνία, αλλά δεν παύει να μοιάζει φτιαγμένο με ζυγαριά ακριβείας που υπολογίζει το γέλιο, την συγκίνηση και την πολιτική ορθότητα ή την έλλειψή της, με λεπτομέρεια χιλιοστού.
Κι έτσι ακριβώς μοιάζει μάλλον ειρωνικό το γεγονός ότι η ταινία καταλήγει ελλιποβαρής, τόσο στο γέλιο, την συγκίνηση και την όποια συναισθηματική αλήθεια.
Το trailer:
flix