Πώς η οικονομική κρίση μείωσε τα απορρίματα στις φτωχές κυρίως περιοχές. Τι δείχνουν τα στοιχεία της τελευταίας 5ετίας και τι περιμένουμε για το 2015
Εντυπωσιακή είναι η μείωση των απορριμάτων των ελληνικών νοικοκυριών κατά την τελευταία πενταετία, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί από την κορυφή της λίστας των χωρών που παράγουν τα περισσότερα σκουπίδια, στις τελευταίες θέσεις .
Ειδικότερα, ενώ το 2009 ο μέσος Έλληνας πέταξε στον κάδο 641 κιλά απορριμάτων, το 2013 κατάφερε να τα περιορίσει στα 427 κιλά. Με άλλα λόγια, η ημερήσια ατομική παραγωγή σκουπιδιών μειώθηκε από 1,75 κιλά ημερησίως στα 1,19 κιλά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Περιφέρειας Αττικής που παρουσιάζει η εφημερίδα “Καθημερινή”.
Η μεγάλη αυτή μείωση της τάξεως του 32% μέσα σε 5 χρόνια, οφείλεται σαφώς στη συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και τη συνακόλουθη μείωση της κατανάλωσης που επέφερε η οικονομική κρίση. Ωστόσο είναι και αποτέλεσμα του περιορισμού της σπατάλης που ήταν σύνηθες φαινόμενο στην προ κρίσης εποχή.
Πλέον, τίποτα δε μπαίνει στο καλάθι της νοικοκυράς αν προηγουμένως δεν γίνει σύγκριση τιμής και αναλογισμός της ακρινούς ποσότητας που χρειάζεται για να μην καταλήξει τίποτα στα σκουπίδια.
Μεγαλύτερη μείωση στις φτωχότερες περιοχές
Με αυτήν την οπτική έχει ενδιαφέρον να δει κανείς και τα επιμέρους στοιχεία για το πώς μείωσαν τα σκουπίδια τους οι κάτοικοι της Αττικής. Διότι αν κάτι προκύπτει ως συμπέρασμα δεν είναι μόνον ότι η ποσότητα των σκουπιδιών που παράγει κανείς βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το εισόδημά του. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι η ποσοστιαία μείωση των σκουπιδιών εμφανίζεται συχνά μεγαλύτερη στις κατά τεκμήριο φτωχότερες περιοχές απ’ ό,τι στις ακριβότερες. Για παράδειγμα, ο μέσος κάτοικος Ψυχικού και Φιλοθέης που το 2010 παρήγαγε 706 κιλά σκουπίδια, ακόμη και πέρυσι δεν τα περιόρισε παρά μόλις κατά 16%. Ενώ ο μέσος Περιστεριώτης, που το 2010 παρήγαγε 678 κιλά σκουπίδια, το 2013 τα μείωσε κατά 38%. Αντιστοίχως δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι πρωταθλητές στον εν λόγω πίνακα αναδεικνύονται οι Κηφισιώτες και οι κάτοικοι της Βουλιαγμένης, της Βούλας και της Βάρης, οι οποίοι ακόμη και πέρυσι παρήγαγαν από 655 κιλά σκουπίδια, ενώ στον αντίποδα, με μόλις τη μισή… σκουπιδοπαραγωγή, θα βρει κανείς τους δημότες του Γαλατσίου, του Ζωγράφου, της Πετρούπολης και του Περάματος.
Πέραν, ωστόσο, των επιμέρους αυτών στοιχείων που κατ’ εξοχήν προσφέρονται για τοπικιστικούς εντυπωσιασμούς, υπάρχει κι ένα ευρύτερο που μένει να επιβεβαιωθεί όταν η Περιφέρεια Αττικής επεξεργαστεί και τα στοιχεία για το 2014. Βάσει των πρώτων ενδείξεων, τη χρονιά που διανύουμε για πρώτη φορά δεν καταγράφεται περαιτέρω μείωση των σκουπιδιών που συνολικά παράγουμε, ενώ σε ορισμένες περιοχές και κάποιους μήνες παρατηρείται σταθεροποίηση στα επίπεδα του 2013 ή και σχετική αύξηση.
Η ένδειξη αυτή, με την αίρεση ότι θα επαληθευθεί, θα έχει βέβαια και αυτονόητη πολιτική σημασία, καθώς, ο όγκος των σκουπιδιών και οι ετήσιες μεταβολές του διεθνώς αναγνωρίζονται ως σημαντικότατος οικονομικός δείκτης. Περίοδοι ύφεσης είναι ευνόητο ότι συνοδεύονται με μείωση απορριμμάτων εν αντιθέσει με τις περιόδους ανάκαμψης στις οποίες τα σκουπίδια αυξάνονται. Κατόπιν τούτων αναμένονται, βέβαια, με αγωνία τα στοιχεία για το 2014, για να δούμε αν η σκουπιδοπαραγωγή μας ανεστράφη. Αν δηλαδή θα αποδειχθεί ότι το 2013 ήταν η χειρότερη χρονιά και ότι η περίοδος που έρχεται αν μη τι άλλο δεν θα είναι χειρότερη από αυτή που προηγήθηκε.
Οι οικονομολόγοι, ωστόσο, που παρακολουθούν στενά τον συγκεκριμένο δείκτη, μάς συστήνουν να μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα από τα σκουπίδια μας. Δεν αρνούνται ότι ο μόνος τρόπος να πάρει μπρος η οικονομία είναι να αρχίσουμε και πάλι να καταναλώνουμε. Αλλά αναρωτιούνται μήπως οι πρώτες θετικές ενδείξεις για το 2014 απλά δείχνουν ότι αρκετοί Ελληνες μπαϊλντισμένοι από την κρίση αντιδρούν με το «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» και άρχισαν και πάλι να αγοράζουν περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται.
Η νεοελληνική παραδοξότητα
Οποιος ψάξει την ιστορία με τα σκουπίδια θα χαμογελάσει πικρά ανακαλύπτοντας και διάφορες παραμέτρους που αναδεικνύουν τη λεγόμενη νεοελληνική παραδοξότητα. Για παράδειγμα μέχρι το 2009 η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ε.Ε. που δεν ζύγιζε (άρα δεν ήξερε καν) πόσα σκουπίδια παράγει κατ’ έτος. Στους δε συγκεντρωτικούς πίνακες που δημοσιεύονταν από την Ε.Ε., η χώρα μας εμφανιζόταν πάντα τελευταία, διότι απλούστατα η Αθήνα έκρυβε τα σκουπίδια της για να αποφεύγει και τα πρόστιμα για το πού τα εναποθέτει. Εν ολίγοις, ο μόνος λόγος που είμαστε σε θέση έστω σήμερα να γνωρίζουμε ότι την τελευταία πενταετία πετύχαμε τόσο σημαντική μείωση είναι γιατί από το 2009 υποχρεωθήκαμε να τοποθετήσουμε πλατφόρμες ζυγίσματος των σκουπιδιών μας, όπως έχουν όλες οι πολιτισμένες χώρες.
Μια άλλη -εξίσου θλιβερή- πτυχή του φακέλου «σκουπίδια» είναι το τι συμβαίνει με την ανακύκλωση. Οχι μόνο γιατί η χώρα μας εξακολουθεί και βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. Η Ελληνική Εταιρεία Αξιοποίησης και Ανακύκλωσης που ελέγχει τους μπλε κάδους διαπιστώνει και εκείνη τεράστια μείωση (της τάξεως του 33%) στα σκουπίδια που ξεχωρίζουν οι πολίτες προσβλέποντας στην ανακύκλωσή τους. Στελέχη της, ωστόσο, αποδίδουν την πρωτόγνωρη μείωση που συντελέστηκε μεταξύ του 2008 και του 2013 κυρίως στα παράνομα κυκλώματα που δρουν ανέλεγκτα υποκαθιστώντας την.