Διαφορετικά θα υπολογίζεται το τεκμήριο απόκτησης πριν και μετά τις 31 Οκτωβρίου
«Πόθεν έσχες» δύο ταχυτήτων θα εφαρμόζει η εφορία ανάλογα με την περίοδο αγοράς των ακινήτων. Συγκεκριμένα, διαφορετικά θα υπολογίζεται το τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων στην περίπτωση που κάποιο ακίνητο αποκτήθηκε μέχρι 31-10-2014 και διαφορετικά εάν αποκτήθηκε μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
Τυχεροί, βέβαια, θα είναι οι ιδιοκτήτες ακινήτων που απέκτησαν ή πρόκειται να αποκτήσουν ακίνητο μετά την αλλαγή των διατάξεων που προβλέπουν ότι ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται το ποσό που προκύπτει από το συμβόλαιο αγοράς. Μέχρι όμως τις 31-10-2014 το τίμημα αγοράς ήταν σχεδόν πάντα η αντικειμενική αξία (τα τελευταία χρόνια οι αντικειμενικές αξίες είναι πολύ υψηλότερες από τις εμπορικές τιμές). Όπως γράφει σήμερα η «Καθημερινή», η νέα διάταξη, δηλαδή, δεν εφαρμόζεται αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2014 που ενεργοποιήθηκε το «πόθεν έσχες» στις μεταβιβάσεις ακινήτων αλλά από την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις μεταβιβάσεις ακινήτων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από τις αρχές του έτους, δεδομένου ότι κάποιος μπορεί να αγόρασε ένα ακίνητο καταβάλλοντας 100.000 ευρώ, όμως η αντικειμενική αξία ήταν στις 150.000 ευρώ.
Η εφορία με βάση τον νόμο που ίσχυε θα ζητήσει εξηγήσεις για το «πόθεν έσχες» των υπόλοιπων 50.000 ευρώ δεδομένου ότι το ποσό αυτό αναγραφόταν στα συμβόλαια. Συγκεκριμένα, στις δηλώσεις που θα υποβληθούν το 2015 για τα εισοδήματα του 2014 όσοι φορολογούμενοι απέκτησαν μέχρι και τις 30 Οκτωβρίου κάποιο ακίνητο του οποίου η αντικειμενική αξία είναι μεγαλύτερη από το πραγματικό τίμημα, θα κληθούν να καλύψουν τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ της αντικειμενικής αξίας και του πραγματικού τιμήματος. Δηλαδή, όσα συμβόλαια έχουν συνταχθεί μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου έχουν γίνει με τον στρεβλό νόμο, ενώ όσα έχουν μεταβιβασθεί τις τελευταίες μέρες, τα συμβόλαια έχουν συνταχθεί στην πραγματική τιμή που αποκτήθηκε το ακίνητο. Η νέα διάταξη του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει ότι: ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται το ποσό της συνολικής επιβάρυνσης, όπως αυτό προκύπτει από τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια αγοράς, εκτός εάν από έλεγχο προκύπτει μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται υπόψη το ποσό αυτό.
Για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος που αγόρασε τον Αύγουστο μια κατοικία έναντι 120.000 ευρώ με αντικειμενική αξία 150.000 ευρώ θα πρέπει να δικαιολογήσει στην εφορία την προέλευση κεφαλαίων ύψους 150.000 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα έχει καταβάλει 120.000 ευρώ για την απόκτηση του ακινήτου. Αν δεν καταφέρει να δικαιολογήσει την προέλευση των χρημάτων, ο νόμος προβλέπει ότι θα πρέπει να πληρώσει φόρο εισοδήματος επί του ποσού του τιμήματος που δεν θα καταφέρει να δικαιολογήσει καθώς αυτό θα αντιμετωπιστεί ως φορολογητέο εισόδημα. Σημειώνεται ότι το τίμημα για την αγορά του ακινήτου αναγράφεται στη φορολογική δήλωση. Αν δεν δικαιολογηθεί με κάποιο τρόπο τότε θα φορολογηθεί ως εισόδημα με συντελεστή έως 42% και με ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Αντίθετα, μετά την αλλαγή του νόμου, πρέπει να δηλωθεί μόνο το πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε. Για παράδειγμα φορολογούμενος πραγματοποιεί αγορά ακινήτου στις 5 Νοεμβρίου 2014 με πραγματικό τίμημα 100.000 ευρώ και λοιπά έξοδα. Η αντικειμενική αξία ακινήτου είναι 140.000 ευρώ. Η δαπάνη απόκτησης με την οποία θα επιβαρυνθεί ο φορολογούμενος και την οποία θα πρέπει να καλύψει είναι αυτή που προκύπτει από το συμβόλαιο αγοράς δηλαδή 100.000 ευρώ συν τα λοιπά έξοδα. Το ποσό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δηλαδή 140.000 ευρώ, δεν λαμβάνεται υπόψη καθόλου για τον υπολογισμό της δαπάνης απόκτησης του ακινήτου.