Ο πατέρας Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος – «Ήρωες ανάμεσα μας»
Το μαύρο ράσο, που καλύπτει όλο του το σώμα, σε συνδυασμό με τη μάσκα σού δίνουν την εντύπωση του «μαχητή». Ο πατέρας Θεμιστοκλής είναι ένας από εκείνους τους ρομαντικούς που θέλουν να σώσουν τον κόσμο. Όταν ήταν νέος, μέσω της ροκ. Τώρα, μέσω του Θεού.
Πριν από τρεις μήνες, η Σιέρα Λεόνε ήταν γνωστή κυρίως στους λάτρεις της περιπέτειας, που ήθελαν να ζήσουν στη μυστηριώδη φύση της αφρικανικής ηπείρου. Από τον περασμένο Ιούλιο, βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, για λόγους που καμία χώρα του κόσμου δεν θα ήθελε να βρεθεί.
Στην «Οροσειρά των Λεόντων» (η μετάφραση του Σιέρα Λεόνε στα πορτογαλικά) βρήκε πρόσφορο έδαφος ο θανατηφόρος ιός Ebola και τα 6 εκατομμύρια των κατοίκων της ζουν καθημερινά με την απειλή του. «Είναι άγριο και τρομακτικό να ξυπνάς κάθε πρωί και να σκέφτεσαι πως αυτή μπορεί να είναι και η τελευταία σου μέρα. Και ζω καθημερινά με αυτό» δηλώνει στο People ο πατέρας Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος, ιεραπόστολος που ζει στην πρωτεύουσα της χώρας, τη Freetown, προσπαθώντας να βοηθήσει τους κατοίκους που υποφέρουν. Μεγαλωμένος στη Μελβούρνη, από Έλληνες γονείς με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο εμπνευσμένος από το έργο της Μαρίας Τερέζας κληρικός περιγράφει την καθημερινότητά του στην «πρωτεύουσα του Ebola».
«Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, βάζω γάντια, προσέχω τι θα αγγίξω. Όλοι μας ζούμε με αυτό το άγχος. Βέβαια, δεν φτάνω σε κατάσταση πανικού. Δεν με σταματάει από το να βγω έξω από την κάμαρά μου, να πάω και να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Αλλά ό,τι κι αν κάνω δεν είναι πια το ίδιο. Έχω πάντα το άγχος να μην κολλήσω Ebola. Και είναι σαν να το έχω παντρευτεί. Ζω με το άγχος. Είναι γύρω μου. Αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπορώ να βρω τρόπο να την αποφύγω» δηλώνει με σταθερή μπάσα φωνή, μεταδίδοντας αποφασιστικότητα.
Κάθε Αύγουστο, ο πάτερας Θεμιστοκλής ταξιδεύει από τη Σιέρα Λεόνε στην Αυστραλία. Το ταξίδι αυτό δεν έχει να κάνει με κάποιου είδους αναψυχή για τον ίδιο, αλλά σχετίζεται με την οργάνωση εράνων για την οικονομική βοήθεια της ιεραποστολής. Εράνων που διασφαλίζουν τη συνέχιση του έργου του στην Αφρική. Το εισιτήριο είχε κλειστεί μήνες πριν, αλλά πριν πετάξει φέτος τον Αύγουστο ξέσπασε ο ιός Ebola. «Έβλεπα τα πράγματα να γίνονται πολύ σοβαρά» εξιστορεί «και ότι τα θύματα αυξάνονταν κατά δεκάδες. Αν εκείνη τη στιγμή έφευγα, τότε πολλοί από εμάς, από το ορθόδοξο ποίμνιό μας, μπορεί να έπεφταν θύματα του ιού. Έχουμε πολλούς βαφτισμένους ορθόδοξους. Έχουμε και μια κλινική, όπου περιθάλπουμε μη αρτιμελή παιδιά, θύματα του εμφυλίου, παιδιά εγκαταλελειμμένα από τους γονείς τους, ορφανά. Σκέφτηκα τι θα μπορούσε να συμβεί αν έφευγα». Αυτοί είναι οι πρακτικοί λόγοι, οι οποίοι τον ανάγκασαν να παραμείνει, σύμφωνα με τον ίδιο. Αλλά ο πιο σημαντικός είναι άλλος: «Η διδασκαλία του Χριστού. Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, διαβάζουμε: “ο ποιμήν δεν φεύγει όταν έρχεται ο κίνδυνος”. Αυτός που λαμβάνει μισθό και υπολογίζει μόνο το χρήμα δεν θα μείνει».
Η πρωτεύουσα της χώρας, Freetown, μόνο ως «ελεύθερη πόλη» δεν μπορεί να περιγραφεί, αφού από το 18ο αιώνα αποτελούσε κέντρο του παγκόσμιου δουλεμπορίου, ενώ το τελευταίο τρίμηνο είναι μια βουβή πόλη. Ο πατέρας Θεμιστοκλής ζει εκεί και μεταφέρει την καθημερινότητα μιας πόλης που προσπαθεί για αιώνες να δικαιολογήσει το όνομά της. «Είναι στο επίκεντρο του ιού, με πάρα πολλά θύματα. Ζούμε με το άγχος, ένα καθημερινό άγχος, και προσέχουμε όλοι πάρα πολύ. Για παράδειγμα, ξυπνάω το πρωί και έχω ελαφρύ βήχα. Κι αμέσως σκέφτομαι “οχ, τι μπορεί να έπαθα;”. Ή ξυπνάω και αισθάνομαι λίγο ζεστός και ο νους μου πηγαίνει κατευθείαν εκεί, πως έχω πυρετό και λέω “τι θα κάνω τώρα, πάει, τελείωσε!”. Αυτή είναι η ψυχολογία όσων ζούμε στη Freetown αυτή τη στιγμή» λέει ο ιεραπόστολος και συνεχίζει τη σκιαγράφηση: «Ο ένας δεν αγγίζει τον άλλον, κάτι που είναι πολύ παράξενο για την κουλτούρα της Αφρικής, όπου γενικά οι άνθρωποι είναι φιλικοί. Όταν δύο άτομα αντικρίζονται, θα κάνουν χειραψία, οι γυναίκες θα αγκαλιαστούν, θα φιληθούν. Είναι πολύ φιλικός ο λαός εδώ κι αυτή η φιλία εκφράζεται πολύ εγκάρδια. Τώρα όλα αυτά είναι αδύνατα κι αυτό τους στενοχωρεί πολύ. Και η στενοχώρια δεν εξαντλείται εκεί. Πλέον, όλοι φοβούνται πως θα κολλήσουν Ebola, γιατί είναι γύρω μας. Είναι στη γειτονιά σου, μπορεί και μέσα στο γραφείο σου. Δεν ξέρεις πού μπορεί να είναι. Ο εχθρός είναι αόρατος. Εδώ είχαμε έναν εμφύλιο πόλεμο για δέκα χρόνια, όμως ήξερες πού βρισκόταν. Ακούγαμε τη βόμβα, τις σφαίρες, καταλαβαίναμε από πού έρχονταν. Αυτός ο εχθρός, τώρα, είναι αθόρυβος. Δεν ξέρεις πότε θα έρθει και πότε θα σε σκοτώσει. Κι αυτό κάνει το φόβο πολύ πιο βαθύ».
Ο εμφύλιος διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια και έληξε το 2001, έχοντας αφήσει πίσω χιλιάδες νεκρούς και τη χώρα υπανάπτυκτη. Πλέον, ο Ebola έχει έναν ακόμη σύμμαχο, ο οποίος είναι ο υποσιτισμός. «Οι περισσότεροι έχουν εγκαταλείψει τις φάρμες τους. Χωριά έχουν ερημώσει. Πολλοί που δούλευαν στις φάρμες έχουν τρομάξει και έχουν φύγει για περιοχές όπου πιστεύουν πως δεν υπάρχει Ebola. Το ρύζι είναι η καθημερινή τροφή κι εδώ δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό» υπογραμμίζει ο 70χρονος ιερέας και συνεχίζει: «Παράγεται στις τοπικές φάρμες ή έρχεται από το εξωτερικό. Επειδή όμως δεν υπάρχει τοπική παραγωγή, όχι μόνο ρυζιού, αλλά ούτε λάχανα ή ντομάτες ή αγγούρι και κολοκύθι, όλα έρχονται από το εξωτερικό και είναι πανάκριβα. Εμείς που είμαστε από το εξωτερικό κάπως βολευόμαστε. Αν όμως ήμουν ένας ιθαγενής που ζούσα σε μια καλύβα, είχα μια δεκαμελή οικογένεια και ήμουν άνεργος, πώς θα αγόραζα το ρύζι, το οποίο πλέον πωλείται στη διπλάσια τιμή από πριν; Αυτό που θα συμβεί τώρα, το επόμενο μετά τον Ebola στη Σιέρα Λεόνε, θα είναι το πρόβλημα του υποσιτισμού. Αυτή θα είναι η δεύτερη καταστροφή, γιατί ο κόσμος θα πεθαίνει από την πείνα. Δεν υπάρχουν τα χρήματα για να αγοραστούν τρόφιμα. Είναι πάνω από τις δυνάμεις ενός ανθρώπου να αγοράσει, πλέον, τα τρόφιμα που αγόραζε πριν. Δουλειές δεν υπάρχουν, τα σχολεία κλείνουν».
Η Freetown μοιάζει με πόλη-φάντασμα, σαν ταινία θρίλερ β’ διαλογής. «Όποιος είναι φοβισμένος, κρατάει τα παιδιά και τη γυναίκα του στο σπίτι. Αποφεύγει, όσο μπορεί, να κυκλοφορεί στους δρόμους και προσπαθεί να ζήσει με ό,τι έχει. Αυτό συμβαίνει με όσους έχουν μια γνώση του κινδύνου που ονομάζεται Εbola. Υπάρχουν και άλλοι, που είναι αναγκασμένοι να βγουν από τα σπίτια τους» λέει ο πατέρας Θεμιστοκλής. Με το μεροκάματο να αγγίζει το 1 ευρώ την ημέρα, πολλοί αναγκάζονται να βγουν στην αναζήτησή του για να εξασφαλίσουν τροφή για την οικογένειά τους. «Αν δεν βγει αυτό το ευρώ, τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα. Η πείνα τούς αναγκάζει να βγουν έξω. Ο πλούσιος ίσως να ζήσει, ο φτωχός θα πεθάνει. Είναι, πλέον, ένα δράμα» λέει ο κληρικός, με τη φωνή του να γίνεται ακόμα πιο βαθιά.
Η θρησκεία δεν πρωταγωνιστούσε πάντα στη ζωή του πατέρα Θεμιστοκλή Αδαμόπουλου. Για την ακρίβεια, ο έφηβος μετανάστης με τα μακριά μαλλιά και τα μούσια φαινόταν πως θα ακολουθούσε μια άλλη καριέρα, είτε στην πολιτική είτε στη μουσική. «Στα 20 μου, ήμουν μαρξιστής και άθεος. Πίστευα κι εγώ πως η θρησκεία είναι εχθρός του εργάτη και πως χρησιμοποιείται για να “κοιμίζει” το λαό. Και ήμουν όχι απλά αθεϊστής, αλλά ένθερμος υποστηρικτής» θυμάται ο «Άγιος της Αφρικής», όπως συχνά τον αναφέρουν. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60, με τη νεολαία να αμφισβητεί οτιδήποτε φαντάζει συντηρητικό. Ο πόλεμος του Βιετνάμ γίνεται η αφορμή για να κατέβει στους δρόμους η νεολαία των δυτικών χωρών, με το «Make love, not war» («Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο») να είναι το κεντρικό σύνθημα που θα χαρακτηρίσει την εποχή. Και στις πρώτες σειρές των διαδηλώσεων ο Θεμιστοκλής.
«Τότε συμμετείχα ενεργά στο κίνημα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Τρώγαμε ξύλο από την αστυνομία, αλλά στο τέλος κερδίσαμε. Μέχρι να σταματήσει εκείνος ο πόλεμος, όμως, πέρασα μεγάλες αγωνίες» θυμάται ο τότε «επαναστάτης» και συνεχίζει. «Κάποια στιγμή με είχε ρωτήσει κάποιος πώς βλέπω τον Χριστό και άρχισα να γελάω, απαντώντας του “Eίσαι στα καλά σου; Μιλάς σοβαρά;”. Τόσο μακριά από εμένα ήταν το θέμα της θρησκείας, που δεν άντεχα να μου μιλάνε για αυτή. Θεωρούσα πως ήταν κάτι το παλιό, που συνεχίζει να ταράζει τον κόσμο».
Πώς συνέβη αυτή η μεταστροφή; Πώς ο άθεος μαρξιστής και μπασίστας του συγκροτήματος The Flies, που άνοιξαν τη συναυλία των Rolling Stones στη Μελβούρνη, έγινε ο σύγχρονος ιεραπόστολος, ακολουθώντας τα βήματα της Μητέρας Τερέζας; «Είχα μια πνευματική εμπειρία, που αδυνατώ να περιγράψω, γιατί είναι υπερλογική. Είναι κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ, αλλά έγινε. Αυτή η πνευματική ενόραση ήταν επαναστατική. Ό,τι πίστευα στο παρελθόν εξαφανίστηκε. Ήταν σοκ! Δεν είναι πως κάποιος της εκκλησίας άρχισε να μου μιλάει, κρατώντας ένα ευαγγέλιο. Ούτε ήρθε κάποιος να μου μιλήσει επιχειρηματολογώντας με λογικές αποδείξεις για την ύπαρξή Του. Αυτά δεν θα τα άκουγα, γιατί είχα τη δική μου λογική. Το υπερφυσικό ήταν που με τάραξε και με έκανε να σκεφτώ ότι τώρα πρέπει να αλλάξουν όλα» περιγράφει ο πατέρας Θεμιστοκλής.
Επιμένω να ρωτάω για την εμπειρία που είχε και του άλλαξε τη ζωή. Φαίνεται πως η τηλεφωνική σύνδεση δεν θα κρατήσει για πολύ. Τον έψαχνα για περίπου δέκα ημέρες, αλλά καταφέρναμε να μιλήσουμε το πολύ για δύο λεπτά κάθε φορά. Τώρα η φωνή του ακούγεται πιο μακρινή… «Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αισθάνθηκα την ύπαρξη του Χριστού, πράγμα που δεν πίστευα πως υπάρχει. Όταν όμως συνέβη, το αντιλήφθηκα. “Ο μαρξισμός και η επανάσταση φεύγουν” σκέφτηκα “για να ακολουθήσω το χριστιανισμό”. Αλλά τι συνειδητοποίησα, διαβάζοντας το ευαγγέλιο; Πως πολλά από τα θέματα στα οποία αναφέρεται ο Μαρξ υπάρχουν και στο χριστιανισμό. Η ανάγκη να βοηθάς το φτωχό, η προσπάθεια για ισότητα, ο σεβασμός στον εργάτη, σε εκείνον που η κοινωνία εκμεταλλεύεται. Έτσι, δεν είχα ανάγκη να αλλάξω πολλά σε ό,τι είχε να κάνει με τα μαρξιστικά μου “πιστεύω”. Αυτό που άλλαξα, όμως, ήταν η ύπαρξη του Θεού. Κι έτσι, μπορώ να λέω τώρα πως έγινα ένα χριστιανός μαρξιστής».
Γιώργος Πράτανος