Επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης – Παρατηρούνται μέχρι και ελλείψεις στη διατροφή (κρέας ή ψάρι)
Την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης καταγράφει η Στατιστική αρχή στην ετήσια έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας. Συνθήκες εξαθλίωσης που παραπέμπουν σε τριτοκοσμικές χώρες αντιμετωπίζουν όλο και περισσότεροι φτωχοί Ελληνες σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έδωσε την Δευτέρα στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Αυτοί που πλήττονται ιδιαίτερα είναι οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών.
Το 40% των φτωχών Ελλήνων στερείται ακόμη και βασικά διατροφικά αγαθά, ενώ το 50% στερείται ακόμη και την θέρμανση, σύμφωνα με τα ευρήματα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους δείκτες συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού για το 2013 προκύπτει ότι η στέρηση 9 βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού).:
– Δυσκολίες ανταπόκρισης πληρωμής πάγιων λογαριασμών (ενοίκιο ή δόση δανείου, λογαριασμοί ΔΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, φυσικού αερίου κλπ., δόσεις πιστωτικών καρτών, ή δόσεις δανείου για οικοσκευή, διακοπές κλπ. Ή στεγαστικό δάνειο)
– Οικονομική αδυναμία μίας εβδομάδας διακοπών
– Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας
– Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων αλλά αναγκαίων δαπανών περίπου 550 ευρώ
– Οικονομική αδυναμία για τηλέφωνο (σταθερό ή κινητό)
– Οικονομική αδυναμία για έγχρωμη τηλεόραση
– Οικονομική αδυναμία για πλυντήριο ρούχων
– Οικονομική αδυναμία για ΙΧ επιβατηγό
– Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση
Από το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, οι 2 στους 10 στερούνται τουλάχιστον τα 4 από τα 9 βασικά αγαθά, ενώ η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη σε άτομα ηλικίας έως 64 ετών.
Παράλληλα η έρευνα αποκαλύπτει μεγάλη δυσκολία κάλυψης βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα:
– Διατροφή: 4/10 φτωχού πληθυσμού στερούνται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 4,7%.
– Αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών (550€):8/10 του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες.
– Αδυναμία ικανοποιητικής θέρμανσης: 5/10 του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία να έχει ικανοποιητική θέρμανση και 24,3% για το μη φτωχό πληθυσμό.
– Δαπάνες στέγασης: 6/10 του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες στέγασης και 4/10 του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει
– Πάγια έξοδα (φως, νερό, τηλέφωνο): 6/10 του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών εγκαίρως, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κλπ.
– Αντιμετώπιση συνήθων αναγκών: 6/10 του φτωχού πληθυσμού αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
– ΙΧ & ηλεκτρονικός υπολογιστής: 2/10 του φτωχού πληθυσμού δε διαθέτουν ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ούτε προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και το χρειάζονται.
Ποιοι στερούνται 4 από τα 9 βασικά αγαθά και υπηρεσίες (ηλικιακά):
– 23,3% των παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών
– 35,2% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 59 ετών που έχει ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση
– 21,6% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 64 ετών
– 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 59 ετών που έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση
– 13,7% του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω
– 15,0% γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω
– 12,1% άνδρες ηλικίας 65 ετών και άνω.
Που καταγράφεται έλλειψη βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία ανά καθεστώς ιδιοκτησίας:
– 3,7% των νοικοκυριών με ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.)
– 6,7% των νοικοκυριών με ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.)
– 9,9% σε ενοικιασμένη κατοικία
– 9,6% σε παραχωρημένη δωρεάν κατοικία
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 27,3% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 22,9% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,0% για τον φτωχό πληθυσμό.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της Χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.784 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.428 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 1.879 ευρώ.
Μάλιστα, το κατώφλι της φτώχειας μειώθηκε το 2013 (εισοδήματα 2012) σε 5.023 ευρώ, από 5.708 ευρώ το 2012, ενώ το 2008 το κατώφλι της φτώχειας ήταν στις 6.897,30 ευρώ (εάν υπήρχε σήμερα το συγκεκριμένο όριο, το ποσοστό του κινδύνου σε φτώχεια θα ήταν στο 44,3%). Παράλληλα, στη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο της φτώχειας, δεν έχουν συμπεριληφθεί πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως οι άστεγοι, τα άτομα σε ιδρύματα, οι παράνομοι οικονομικοί μετανάστες, οι Ρομά, κ.ά.
Άκρως ενδεικτικό της οικονομικής κρίσης στη χώρα, είναι και το αποτέλεσμα συναφούς έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών. Σύμφωνα με αυτή, το 20,3% του πληθυσμού ζούσε πέρυσι σε συνθήκες «υλικής στέρησης» (στέρηση βασικών αγαθών διαβίωσης), με αποκορύφωμα το γεγονός ότι το 79,1% του φτωχού πληθυσμού και το 39,1% του μη φτωχού πληθυσμού είχε οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ακόμη και περίπου 550 ευρώ.
Κίνδυνος φτώχειας
Το 23,1% του συνολικού πληθυσμού αντιμετώπιζε, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (κοινωνικά επιδόματα και συντάξεις) τον κίνδυνο της φτώχειας το 2013. Το ποσοστό «εκτοξεύεται» στο 53,4% πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ εάν υπολογισθούν μόνον οι συντάξεις, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 28%. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) αυξήθηκε κατά 3 μονάδες από το 2010 (ήταν 20,1%). Η παιδική φτώχεια (άτομα έως 17 ετών) αποτελεί αρνητικό ρεκόρ, καθώς ανέρχεται στο 28,8%.
Σε σταθερές τιμές, το ποσοστό του πληθυσμού που είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας ανέρχεται σε 40% (συνθήκες 2005) και σε 44,3% (συνθήκες 2008).
Παράλληλα, συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αντιμετώπιζε πέρυσι το 35,7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (από 34,6% το 2012, από 31% το 2011, από 27,7% το 2010 και από 27,6% το 2009). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «28», οι τρεις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά, είναι η Βουλγαρία (48%), η Ελλάδα (35,7%) και η Λετονία (35,1%). Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε Ισλανδία (13%), Νορβηγία (14,1%) και Τσεχία (14,6%).
Συνθήκες διαβίωσης
Τα τελευταία 4 χρόνια (2010- 2013), παρατηρείται αύξηση της «υλικής στέρησης», δηλαδή του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται τεσσάρων τουλάχιστον βασικών αγαθών και υπηρεσιών από τον κατάλογο των εννέα αγαθών και υπηρεσιών που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ. Το ποσοστό αυτό ήταν 20,3% το 2013, από 19,5% το 2012, από 15,2% το 2011 και από 11,6% το 2010. Μάλιστα, η «υλική στέρηση» είναι μεγαλύτερη στα άτομα έως 64 ετών.
Οικονομική ανισότητα
Σύμφωνα με την συγκεκριμένη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,6 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Παράλληλα, το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει μόλις το 8,9% του συνολικού εθνικού εισοδήματος και το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 47,1% του συνολικού εθνικού εισοδήματος.