Τι συνέβη την 24η Νοεμβρίου 1977, όταν ο Ανδρόνικος ανακοίνωσε την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου; Ιστορία, πολιτική και επικοινωνία, από τη Βεργίνα στην Αμφίπολη.
«Στηριγμένος λοιπόν σε ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι ο μεγάλος μακεδονικός τάφος μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο Β΄».
Η δήλωση του Μανόλη Ανδρόνικου το πρωινό της 24ης Νοεμβρίου 1977, σφράγισε τη μοίρα αυτής της ανακάλυψης και άλλαξε τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας. Μετά από εκείνη την ημέρα τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.
Το τηλεφώνημα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Στις 24 Νοεμβρίου, ο Ανδρόνικος κάνει την ανακοίνωση της ανακάλυψης στην αίθουσα Τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ. Μεταξύ των ακροατών είναι και δημοσιογράφοι. Δεν έχει προηγηθεί ανακοίνωση στον Τύπο. Οι δημοσιογράφοι ωστόσο, είναι υποψιασμένοι, έχουν μία εικόνα, αλλά σε αδρές γραμμές. Ως ήταν αναμενόμενο, με το τέλος της ομιλίας του Ανδρόνικου, τα νέα ταξιδεύουν στην Αθήνα.
Πριν από την ανακοίνωση στο Α.Π.Θ., ο Ανδρόνικος έχει κάνει δύο τηλεφωνήματα. Στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Το υπουργείο Πολιτισμού δεν εμπλέκεται. Η ανασκαφή της Βεργίνας είναι πανεπιστημιακή, χρηματοδοτείται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνομιλητής του Ανδρόνικου είναι, πέραν του Πανεπιστημίου, η αρμόδια ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και συγκεκριμένα, η επικεφαλής, η αείμνηστη αρχαιολόγος Μαίρη Σιγανίδου. Η Σιγανίδου συντρέχει, βοηθά σε πρακτικά ζητήματα και είναι παρούσα στις μεγάλες στιγμές. Στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα κατά την οποία ο Ανδρόνικος και οι συνεργάτες εισέρχονται στον τάφο του Φιλίππου, η Μαίρη Σιγανίδου είναι εκεί.
Η μεταφορά της λάρνακας από τη Βεργίνα στη Θεσσαλονίκη
Ακόμη και η στιγμή της μεταφοράς της λάρνακας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης γίνεται ήσυχα. Ουδείς μπορούσε να πει τί μετέφερε το μικρό κονβόι των τριών αυτοκινήτων που ξεκίνησε από τη Βεργίνα με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Στο ένα είναι ο Ανδρόνικος -μεταφέρει τη λάρνακα με το αυτοκινητάκι του– στο δεύτερο η Μαίρη Σιγανίδου, στο τρίτο, συνεργάτες, μέλη της ομάδας του. Ο Ανδρόνικος σκέφτηκε να ενημερώσει τη Χωροφυλακή Βέροιας, αλλά τελικά, δεν το έκανε φοβούμενος «διαρροές».
Φύλαξη μέρα – νύχτα, αλλά διακριτικά
Η Βεργίνα δεν διέθετε τοπικό τμήμα χωροφυλακής. Η ανασκαφή φυλάσσεται μέρα -νύχτα, αλλά ακόμη και η παρουσία της αστυνομίας (που ερχόταν από το γειτονικό, μεγαλύτερο χωριό) είναι διακριτική.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η «δίψα» για τη Μακεδονία και η σοφή αντίδραση
Για ποιό λόγο ο Καραμανλής, ενώ γνώριζε ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη και εκμεταλλεύσιμη πολιτικά η τεράστια αρχαιολογική ανακάλυψη του Ανδρόνικου στη Μακεδονία, υπήρξε τόσο «συνετός»; Και πώς ήταν η επικοινωνία του αριστερού Ανδρόνικου με τον δεξιό Καραμανλή;
Κάποια στιγμή, μετά και την επίσημη ανακοίνωση από τον Ανδρόνικο, ο Καραμανλής αποφασίζει να δώσει επιπλέον χρήματα, να στηρίξει με περισσότερους πόρους την ανασκαφή, κατανοώντας ότι δεν επαρκούν οι 150 – 200.000 δρχ της χρηματοδότησης από το Α.Π.Θ. .
Λίγους μήνες αργότερα, το 1978 κι ενώ ετοιμάζεται η έκθεση των ευρημάτων στο Μουσείο, ο Καραμανλής προγραμματίζει επίσκεψη στη Βεργίνα. Στις 20 Ιουνίου 1978, σεισμός μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ «χτυπά» τη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας πίσω θύματα. Μέσα σε κλίμα πανικού, η Κατερίνα Ρωμιοπούλου, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, προσπαθεί να στήσει την έκθεση, ενώ τα ευρήματα είναι ακόμη στις αποθήκες.
Ο Καραμανλής φθάνει με ελικόπτερο, σχεδόν ινκόγκνιτο -χωρίς φασαρία, πολυπληθή συνοδεία κλπ- ξεναγείται από τον Ανδρόνικο και ενημερώνεται. Η σχέση τους είναι αυτή του αμοιβαίου σεβασμού. Μάλιστα, ο Ανδρόνικος βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί και στη ανασκαφή στο Δίον, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Δημήτρης Παντερμαλής -νυν διευθυντής του Νέου Μουσείου Ακρόπολης- επίσης, πανεπιστημιακή, λέγοντας στον Καραμανλή: “κύριε Πρόεδρε κι αυτή είναι μία πολύ σημαντική ανασκαφή και έχει ανάγκη στήριξης”.
Πώς έφτασε ο Ανδρόνικος στην ανακάλυψη του ασύλητου τάφου του Φιλίππου και πώς βίωσε τη στιγμή της ιστορικής ανακάλυψης;
Στη Βεργίνα από το καλοκαίρι του 1949 μέχρι το 1993
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος σταμάτησε τις ανασκαφές. Ακολούθησαν τα χρόνια του εμφυλίου, που ήρθε να αποτελειώσει ό,τι ο μεγάλος πόλεμος δεν κατάφερε. Μέσα όμως από τα χαρακώματα, που σκάφτηκαν στη Μεγάλη Τούμπα για να κρύψουν τους ανθρώπους βρήκαν διέξοδο στο φως κάποιοι άλλοι που βρίσκονταν αιώνες στο σκοτάδι. Μια εντυπωσιακή ζωγραφιστή μαρμάρινη στήλη, η πρώτη από ένα μεγάλο αριθμό παρόμοιων ταφικών σημάτων που αποκαλύφθηκαν με την ανασκαφή των επόμενων δεκαετιών.
Όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος επέστρεψε στη Βεργίνα, ως επιμελητής αρχαιοτήτων το καλοκαίρι του 1949, ήταν το πρώτο πράγμα που του έδειξαν. «Αριστερά ένας όρθιος άνδρας, δεξιά μια γυναίκα καθιστή· άπλωναν ο ένας στον άλλο το χέρι και τα έσφιγγαν σε θερμό χαιρετισμό. Ανάμεσά τους ένα μικρό παιδί.[…]
Η Βεργίνα ήταν ένα μικρό, φτωχό χωριό που άπλωνε τα σπίτια του στην άκρη του κάμπου νοτιοανατολικά από τον Αλιάκμονα, ακριβώς στους πρόποδες των βουνών που χωρίζουν τον κάμπο της Ημαθίας από την παραλιακή πεδιάδα της Πιερίας. Μανόλης Ανδρόνικος
Τούτο ήταν το πρώτο «τυχαίο» εύρημα της Μεγάλης Τούμπας», έγραφε ο Ανδρόνικος στις σημειώσεις του.
Ξεκίνησε από το 1951 να σκάβει στο εκτενές νεκροταφείο των τύμβων που απλωνόταν στην πεδιάδα βόρεια του ανακτόρου, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του τη διερεύνηση της Μεγάλης Τούμπας. Από το 1952 έως το 1961 ανασκάφηκαν συστηματικά 32 τύμβοι και τα αποτελέσματά της έρευνας δημοσιεύθηκαν στον τόμο Βεργίνα Ι, που κυκλοφόρησε το 1969.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Μανόλης Ανδρόνικος γίνεται πανεπιστημιακός δάσκαλος (υφηγητής το 1957, καθηγητής το 1961) και διαδεχόμενος τον Ρωμαίο, ανασκάπτει πλέον στη Βεργίνα με τη βοήθεια των φοιτητών του. «Τώρα πια η ανασκαφή γινόταν και εργαστήριο διδαχτικό», έλεγε. Τα χρόνια που ακολούθησαν (1962-63) έγιναν δοκιμαστικές τομές στη Μεγάλη Τούμπα, οι οποίες όμως δεν έδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα.
1976, η συστηματική ανασκαφή
Μετά από ένα κενό αρκετών χρόνων ήρθε η ώρα (το 1976) για να αρχίσει η συστηματική ανασκαφή. Μέσα από μια έντονη ανασκαφική διαδικασία, που κράτησε πέντε χρόνια, ήρθαν στο φως οι αρχαιότητες που φυλούσε καλά κρυμμένες ο τεράστιος χωμάτινος όγκος. Ένα Ηρώο, ένας κιβωτιόσχημος τάφος με καταπληκτική ζωγραφική διακόσμηση, δύο ασύλητοι μακεδονικοί τάφοι και ένας κατεστραμμένος είναι χονδρικά ο απολογισμός της αποκάλυψης.
Πέρα όμως από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία, αυτό που κάθε φορά χαρίζει ζωή σε ένα αρχαιολογικό εύρημα είναι η ερμηνεία του.
Από αυτή την άποψη, η δήλωση του Ανδρόνικου το πρωινό της 24ης Νοεμβρίου 1977 «στηριγμένος λοιπόν σε ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι ο μεγάλος μακεδονικός τάφος μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο Β΄» σφράγισε τη μοίρα αυτής της ανακάλυψης.
Η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας ολοκληρώθηκε το 1981 και ο Ανδρόνικος δημοσίευσε το 1984 το βιβλίο του «Οι βασιλικοί τάφοι και άλλες αρχαιότητες», όπου εξέθετε τα δεδομένα, τους προβληματισμούς, τις σκέψεις και τις ερμηνείες του σχετικά με τα νέα ευρήματα. Η συζήτηση που ξεκίνησε από εκείνη τη μέρα και μετά, βέβαια, δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα, καθώς οι προεκτάσεις της επιστημονικής αυτής σκέψης είναι πολλές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.
Το 1982 η ανασκαφική ομάδα του πανεπιστημίου αφήνει πίσω της τη Μεγάλη Τούμπα (αφού πρώτα ο καθηγητής είχε φροντίσει για τη συντήρηση των μνημείων, σχετικά με την οποία έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία και αίσθημα ευθύνης και η οποία συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμα έως την κατασκευή του μεγάλου στεγάστρου των βασιλικών τάφων από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1992) και ξεχύνεται στην πόλη και στο νεκροταφείο ανοίγοντας έναν καινούργιο ευρύ κύκλο ανασκαφικών εργασιών.
Τη χρονιά αυτή εντοπίζεται σε άμεση σχέση με το ανάκτορο το θέατρο της πόλης και αμέσως βορειότερα το Ιερό της Εύκλειας (αγορά), ενώ συνεχίζονται οι εργασίες στην ακρόπολη και το νεκροταφείο (στενόμακρη τούμπα, ορθογώνιος περίβολος), που είχαν ξεκινήσει το προηγούμενο έτος.
Το 1987 ανακαλύπτεται πλάι στον τάφο του «Ρωμαίου», ο τάφος της «Ευρυδίκης», ένας πρωιμότερος μακεδονικός τάφος, που ενίσχυσε το συλλογισμό που είχε αναπτύξει ο Ανδρόνικος σχετικά με την τυπολογική και μορφολογική εξέλιξη των μακεδονικών τάφων, ενώ την επόμενη χρονιά ακολουθούν κι άλλοι τάφοι στην ίδια περιοχή. Η συνεχής λειτουργία του νεκροταφείου, που είχε αποδειχθεί με την χρονολογική ευρύτητα των αρχαιολογικών ευρημάτων ενισχύεται με τους νεοαποκαλυφθέντες τάφους του 5ου αι. π.Χ. κατά τη διάρκεια του 1989.
Επίσης εντοπίζεται και ανασκάπτεται ένα οικοδόμημα των ελληνιστικών χρόνων με εσωτερική αυλή και εξώστη. Το 1990 ξεκινά η ανασκαφή του «Μητρώου» (Ιερό της Μητέρας των θεών).
Από τις 30 Μαρτίου 1992 ο Μανόλης Ανδρόνικος επιτηρεί πλέον τα σκάμματα μέσα από τις σκέψεις και τις καρδιές των συνεργατών του και των νέων αρχαιολόγων που ετοιμάζονται κάθε καλοκαίρι στη Βεργίνα.
«Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του…
Tο χρονικό της ανακάλυψης του τάφου του Φιλίππου Β΄από τον Μανόλη Ανδρόνικο
«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη (…)
-Είναι ασύλητος!
-Είναι κλειστός!
Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα.
Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)
Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: «Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε». Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μανόλη Ανδρόνικου «Το Χρονικό της Βεργίνας» (εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης).