AMFIPOLH  ΑΜΦΙΠΟΛΗ

Τους τέσσερις πιθανούς «ενοίκους» στον τάφο της Αμφίπολης, αρχίζουν δειλά να «φωτογραφίζουν» Ελληνες και ξένοι αρχαιολόγοι και ιστορικοί. Πιθανότατα να υπάρχει κι ένας πέμπτος και συγκεκριμένα ο γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλέξανδρος ο Δ’ ο οποίος δολοφονήθηκε με τη μητέρα του Ρωξάνη και μπορεί να έχουν ταφεί μαζί.

Οι άλλοι τρεις πιθανοί «ένοικοι» είναι ο επικεφαλής του στόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Νέαρχος, η αδερφή του Μακεδόνα βασιλιά Κλεοπάτρα ενώ τελευταία διακινείται το σενάριο της μητέρας του Ολυμπιάδας.

Στα… αουτσάιντερ προβάλλουν ο Κάσσανδρος και φυσικά ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος, ένα σενάρια που οι περισσότεροι θεωρούν απίθανο αλλά ιστορικοί όπως ο Σαράντος Καργάκος δεν αποκλείουν. Υπάρχει ασφαλώς και το σενάριο της κατασκευής του μεγαλοπρεπούς αυτού τάφου, με τις Σφίγγες, τις Καρυάτιδες και ότι άλλο βρεθεί ακόμη, για λογαριασμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου χωρίς όμως να ετάφη εκεί. Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν. Για παράδειγμα, η οικογένεια του Νεάρχου εγκαταστάθηκε στην Αμφίπολη όταν εκείνος ήταν ακόμη παιδί. Επομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια από τις μεγάλες προσωπικότητες της πόλης, γεγονός που, σύμφωνα με τον καθηγητή, θα μπορούσε να τον ανταμείψει με έναν μεγαλοπρεπή τύμβο. Επιπλέον ο Νέαρχος δεν ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να ταφεί στις Αιγές / Βεργίνα.

Τα πέντε πρόσωπα που είναι πιθανόν θαμμένα στο τάφο της Αμφίπολης

Η σύζυγος του Αλέξανδρου, Ρωξάνη δεν είχε βασιλικό μακεδονικό αίμα, δεν είναι απαραίτητο ότι θα θαβόταν στις Αιγές/ Βεργίνα και επομένως ίσως να έχει θαφτεί κοντά στην Αμφίπολη. Όσο για τον γιο της, ίσως να θάφτηκε με τη μητέρα του, ίσως στις Αιγές/ Βεργίνα.

Η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Κλεοπάτρα, δολοφονήθηκε το 309 π.Χ. – πιθανόν στην Αμφίπολη. Θα μπορούσε να έχει ταφεί στον συγκεκριμένο τύμβο αλλά ως πλήρες μέλος της βασιλικής οικογένειας πιθανώς να θαβόταν στις Αιγές / Βεργίνα.

Τα πέντε πρόσωπα που είναι πιθανόν θαμμένα στο τάφο της Αμφίπολης

Αναλυτικά το… προφίλ των πιθανών «ενοίκων» του τάφου είναι σύμφωνα με τη Βικιπέδια:Νέαρχος

Ο Νέαρχος υπήρξε ο επικεφαλής του στόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία. Ήταν κρητικής καταγωγής, γιος του Ανδροτίμου (πιθανόν από την Λατώ). Ο Βασιλιάς Φίλιππος Β΄ τον εξόρισε στην Αμφίπολη, καθώς ο ίδιος είχε πέσει στη δυσμένεια του Βασιλιά. Αργότερα αποκαταστάθηκε από τον Αλέξανδρο και ανέλαβε διοικητής της Λυκίας στην Μικρά Ασία. Ο στόλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην αρχή της εκστρατείας του, περιλάμβανε 150 με 160 πολεμικά πλοία, κυρίως τριήρεις (από τις οποίες 29 ήταν Αθηναϊκές) και δεκάδες μεταγωγικά. Ξεκινώντας ο Νέαρχος από τον Υδάσπη ποταμό, έπλευσε στις ακτές του Περσικού κόλπου και έφτασε στις εκβολές του Ευφράτη ποταμού. Αποκομμένος ο στόλος, χωρίς τρόφιμα και χωρίς την υποστήριξη του στρατού, περνώντας από άγνωστα μέρη έφτασε και μετά από πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να φτάσει στο Ευφράτη, χάρη της ικανότητας του Νέαρχου που με πραότητα, αποφασιστικότητα και θάρρος ξεπέρασε τα εμπόδια και τη δεισιδαιμονία των ναυτών του που διογκώθηκε λόγω του άγνωστου του εγχειρήματος.

Τα πέντε πρόσωπα που είναι πιθανόν θαμμένα στο τάφο της Αμφίπολης

Η κάθοδος του Ινδού ποταμού από το στόλο του Μ. Αλεξάνδρου με το ναύαρχο Νέαρχο και το μεγάλο ταξίδι από τις εκβολές του Ινδού ποταμού μέχρι τον Περσικό Κόλπο αποτελούν μια απ’ τις μεγαλύτερες εποποιίες του Αρχαιοελληνικού Ναυτικού. Σύντομα θα ακολουθήσουν η εξερεύνηση των ακτών της Αραβίας και της Κασπίας, ενώ η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται ελληνική λίμνη προστατευμένη από τα καράβια των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών.

Με την επικράτηση των Μακεδόνων το εμπόριο και η ναυτιλία γνωρίζουν νέα άνθιση, όμως, λόγω της επέκτασης των Μακεδόνων, τα λιμάνια της Ασίας και της Αιγύπτου μεγαλώνουν σε βάρος του Πειραιά. Οι Μακεδόνες επεκτείνουν συνεχώς την επικράτειά τους και μεταφυτεύουν το ελληνικό στοιχείο μέχρι τις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου. Εξαιτίας αυτού η ελληνική γλώσσα και γραφή θα γίνουν διεθνείς.

Τα πέντε πρόσωπα που είναι πιθανόν θαμμένα στο τάφο της Αμφίπολης

Έπειτα από το θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου, ο Νέαρχος παρέμεινε στην αρχηγία του στόλου, ωστόσο παρέδωσε την διοίκηση της Λυκίας στον Αντίγονο.

Κλεοπάτρα

Τα πέντε πρόσωπα που είναι πιθανόν θαμμένα στο τάφο της Αμφίπολης

Η Κλεοπάτρα (πεθ. 308 π.Χ.) ήταν κόρη του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου Β΄ από την Ολυμπιάδα, μέλος του βασιλικού οίκου των Μολοσσών της Ηπείρου. Ήταν αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Όταν ο σύζυγος (και θείος) της, βασιλιάς Αλέξανδρος ο Μολοσσός σκοτώθηκε το 331 π.Χ., ανέλαβε τη διακυβέρνηση του βασιλείου ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Νεοπτόλεμου. Αργότερα (περίπου το 324 π.Χ.) εγκατέλειψε την Ήπειρο μαζί με τα δυο παιδιά της. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις δολοπλοκίες που ακολούθησαν για τη διαδοχή του. Η Κλεοπάτρα ήταν η μικρότερη από τα δυο παιδιά του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου Β΄ από την Ολυμπιάδα. Γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά το πρώτο τους παιδί, τον Αλέξανδρο (γεν. 356 π.Χ.).

Από τους άλλους γάμους του πατέρα της, η Κλεοπάτρα είχε πέντε ετεροθαλή αδέλφια:

την Κυνάνη, κόρη της Αυδάτης (Ευρυδίκης)

τον Αριδδαίο, γιο της Φιλίννας

τη Θεσσαλονίκη, κόρη της Νικησίπολης

την Ευρώπη και τον Κάρανο, παιδιά της Κλεοπάτρας Ευρυδίκης

Η Κλεοπάτρα μεγάλωσε στην Πέλλα και η ζωή της σημαδεύτηκε από τις ενδοοικογενειακές έριδες αλλά και από εξελίξεις στους βασιλικούς οίκους των Αργεάδων και των Αιακίδων.

Όταν το 337 π.Χ. ο Φίλιππος αποφασίζει να πάρει νέα σύζυγο την Κλεοπάτρα (Ευρυδίκη) επέρχεται ολική ρήξη ανάμεσα σε εκείνον και την Ολυμπιάδα. Μετά το γάμο η Ολυμπιάδα και ο γιος τους Αλέξανδρος καταφεύγουν στην αυλή του Αλέξανδρου του Μολοσσού, αδελφού της Ολυμπιάδας. Αργότερα πατέρας και γιος συμφιλιώνονται, αλλά η Ολυμπιάδα παραμένει στην Ήπειρο.

Προς ενίσχυση των δεσμών τους, ο Φίλιππος αποφασίζει να δώσει το χέρι της κόρης του Κλεοπάτρας στο κουνιάδο του (και θείο της) Αλέξανδρο το Μολοσσό. Κατά τη γαμήλια εορτή ο Φίλιππος δολοφονείται από το σωματοφύλακα του Παυσανία (336 π.Χ.). Το νιόπαντρο ζευγάρι μεταβαίνει αμέσως μετά το συμβάν στην Ήπειρο.

Η Ολυμπιάδα επιστρέφει στην Πέλλα, κοντά στο γιο της Αλέξανδρο, το νέο βασιλέα των Μακεδόνων. Τα επόμενα χρόνια Κλεοπάτρα θα γεννήσει δυο παιδιά: την Καδμεία και τον Νεοπτόλεμο.

Μετά από πρόσκληση των Ταραντινών ο Αλέξανδρος ο Μολοσσός εκστρατεύει στην Ιταλία (334 π.Χ.). Εκεί σημειώνει πολλές επιτυχίες, αλλά τελικά χάνει τη ζωή του καθώς διασχίζει με το στρατό του ένα ποτάμι στην Πανδοσία (331 π.Χ.). Ο ανήλικος γιος του, Νεοπτόλεμος ανακηρύσσεται βασιλέας και τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η Κλεοπάτρα, ως επίτροπος του βασιλέα.

Παράλληλα με την εκστρατεία του συζύγου της στη δύση, το 334 π.Χ. ο αδελφός της Αλέξανδρος ξεκινά την εκστρατεία του κατά των Περσών στην ανατολή και ορίζει τον στρατηγό του Αντίπατρο «επιμελητή της Μακεδονίας και των Ελλήνων». Τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις του Αντίπατρου με την Ολυμπιάδα πάνε από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα το 330 π.Χ. η τελευταία να μεταβεί κοντά στην κόρη της στην Ήπειρο. Αλλά και στην Ήπειρο φαίνεται πως οι σχέσεις μητέρας και κόρης διαταράχθηκαν καθώς περίπου το 324 π.Χ. η Κλεοπάτρα εγκαταλείπει την Ήπειρο με τα παιδιά της και μεταβαίνει στην Πέλλα φιλοξενούμενη του Αντίπατρου. Ως αποτέλεσμα ο εξάδελφος της Κλεοπάτρας Αιακίδης γίνεται βασιλιάς των Μολοσσών.

Τον Ιούνιο του 323 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Μέγας πεθαίνει στη Βαβυλώνα, χωρίς να ορίσει διάδοχο. Οι στρατηγοί του εμπλέκονται σε διαμάχες που καταλήγουν στη διανομή των επαρχιών και των αξιωμάτων (Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Στον ελληνικό χώρο πολλές πόλεις δημιουργούν αντιμακεδονικό συνασπισμό που έχει ως αποτέλεσμα τον Λαμιακό πόλεμο.

Η Κλεοπάτρα έρχεται σε επαφή με το σατράπη της Φρυγίας του Ελλησπόντου, το Λεοννάτο και του δίνει υπόσχεση γάμου. Ο Λεοννάτος κινείται με το στρατό προς ενίσχυση του Αντίπατρου που αντιμετωπίζει τον αντιμακεδονικό συνασπισμό. Σε μια μάχη κατά την πολιορκία της Λαμίας ο Λεοννάτος σκοτώνεται (322 π.Χ.).

Τον ίδιο χρόνο η Κλεοπάτρα συμφωνεί σε γάμο με τον ισχυρό «επιμελητή της βασιλείας» Περδίκκα. Αυτός διαλύει τον αρραβώνα του με τη Νικαία, την κόρη του Αντίπατρου και νυμφεύεται την Κλεοπάτρα. Το γεγονός αυτό οδηγεί τους Αντίπατρο, Κρατερό, Αντίγονο και Πτολεμαίο σε συνασπισμό εναντίον του Περδίκκα και την έναρξη του πρώτου πολέμου των Διαδόχων. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου ο Περδίκκας δολοφονείται μέσα στη σκηνή του από τους στρατηγούς του Πίθωνα, Σέλευκο και Αντιγένη (321 π.Χ.).

Τα επόμενα χρόνια το χέρι της Κλεοπάτρας ζητούν οι Κάσσανδρος, Λυσίμαχος και Αντίγονος, αλλά εκείνη απορρίπτει και τις τρεις προτάσεις. Τελικά η Κλεοπάτρα μεταβαίνει στις Σάρδεις, όπου ο Αντίγονος την θέτει αιχμάλωτη κατ’ οίκον για πολλά χρόνια.

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Πτολεμαίου στη νότια Μικρά Ασία, η Κλεοπάτρα δραπετεύει και προσπαθεί να φτάσει σε εκείνον. Το εγχείρημα αποτυγχάνει καθώς συλλαμβάνεται, μεταφέρεται πίσω στις Σάρδεις, όπου και δολοφονείται (308 π.Χ.).

Ηφαιστίων

Ο Ηφαιστίων (356 π.χ.-325 π.χ.) ήταν γιος του Αμύντορα, παιδικός φίλος, αξιωματικός και συνοδοιπόρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην εκστρατεία του στην Ασία.

Γεννήθηκε στην Πέλλα και ήταν ένας από τους Μακεδόνες βασιλικούς παίδες που συμμετείχαν μαζί με τον Αλέξανδρο στις διαλέξεις του Αριστοτέλη στη Μίεζα, ίσως το 343. Συμμετείχε ως αξιωματικός στην εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ασία.

Αρχικά τον βρίσκουμε στην Τροία να στεφανώνει τον τάφο του Πατρόκλου, ενώ αντίστοιχα ο Αλέξανδρος στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα, φανερώνοντας την ισόβια φιλία ανάμεσα στους δύο άνδρες. Χαρακτηριστικά, ο Αλέξανδρος συνήθιζε να αναφέρεται στον Κρατερό ως Φιλοβασιλέα, ενώ στον Ηφαιστίωνα ως Φιλαλέξανδρο. Στα πρώτα χρόνια της εκστρατείας στην Ασία, βρίσκουμε ελάχιστες αναφορές στον Ηφαιστίωνα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το 332 π.χ. τον βρίσκουμε να ηγείται του στόλου που συνόδευε τον στρατό του Αλέξανδρου στη Φοινίκη. Το 331 π.χ., ήταν αυτός που δέχτηκε ένα νεαρό από τη Σάμο, τον Αριστίωνα, σταλμένο από τον Δημοσθένη για να μεσολαβήσει στον Αλέξανδρο για ένα πιθανό συμβιβασμό.

Κατά τη διάρκεια της μάχης στα Γαυγάμηλα, ο Ηφαιστίων τραυματίστηκε ενώ πολεμούσε ως επικεφαλής των σωματοφυλάκων. Πήρε ενεργό μέρος στην ανάκριση του Φιλώτα και μάλιστα προέτρεψε τους υπόλοιπους Μακεδόνες να τον βασανίσουν ώστε να ομολογήσει τους συνενόχους του. Ως ανταμοιβή, του δόθηκε η ηγεσία των Εταίρων, την οποία μοιράστηκε με τον Κλείτο τον μαύρο, γιο του Δροπίδη. Στη συνέχεια ο Ηφαιστίων πήρε ενεργό μέρος στις εκστρατείες στη Βακρία, στη Σογδιανή και αργότερα στην Ινδία επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής μαζί με τον Περδίκκα. Μάλιστα, μετά από 30 ημέρες πολιορκίας κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη Ομφιδα (Τάξιλα).

Στη μάχη του Υδάσπη εναντίον του Πώρου, ο Ηφαιστίων διοικούσε το ιππικό στην αριστερή πτέρυγα της στρατιάς του Αλέξανδρου. Στην συνέχεια μαζί με τον Περδίκκα ίδρυσαν την πόλη Οροβάτιδα στον δρόμο προς τον Ινδό Ποταμό.

Αργότερα, στα Σούσα πήρε μέρος στον ομαδικό γάμο με γυναίκες από την Περσία και μάλιστα ο ίδιος νυμφεύθηκε τη Δρυπετίδα, αδερφή της γυναίκας του Αλέξανδρου, Στατείρας. Από τα Σούσα στάλθηκε με το κυρίως τμήμα του πεζικού στον Περσικό Κόλπο και έφτασαν μαζί στα Εκβάτανα το 325 π.χ.. Κατά τη διάρκεια αγώνων και εκτεταμένης οινοποσίας, ο Ηφαιστίωνας αρρώστησε από πυρετό, με συνέπεια ύστερα από εφτά ημέρες να πεθάνει σε ηλικία 31 ετών.

Ρωξάνη και Αλέξανδρος Δ΄

Η Ρωξάνη (στα Βακτριανά Roshanak, μετ. «αστέρι») ήταν η πρώτη σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε περίπου το 341 π.Χ. στην Βάκτρια (τότε Ανατολική Περσία, τώρα βόρειο Αφγανιστάν) με πατέρα τον τοπικό άρχοντα Οξυάρτη. Παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο το 327 π.Χ. μετα την κατάκτηση του φρουρίου του πατέρα της από τον Αλέξανδρο. Πιθανώς ο γάμος τους να είχε πολιτική σκοπιμότητα για το εξευμενισμό των Βακτρικών Σατραπιών αλλά ο Αλέξανδρος είχε δηλώσει ερωτευμένος. Η Ρωξάνη τον συνόδευσε στην εκστρατεία του στην Ινδία και γέννησε τον γιο τους Αλέξανδρο Δ’ μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ.. Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου άφησε εκτεθειμένους την Ρωξάνη και το γιο της, οι οποίοι έπεσαν θύματα δολοφονίας περίπου το 309 π.Χ. μετά από διαταγή του Κασσάνδρου, καθώς ο 13χρονος Αλεξανδρος Δ’ ήταν ο μόνος νόμιμος διάδοχος της τεράστιας αυτοκρατορίας.

Ο Αλέξανδρος Δ’ (323 π.Χ. – περίπου 311 π.Χ.) ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας, γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, πριγκίπισσας της Βακτριανής. Γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του το 323 π.Χ.

Αμέσως μόλις γεννήθηκε, αναγνωρίστηκε Βασιλιάς μετά του Φιλίππου του Αρριδαίου, υπό την κηδεμονία πρώτα του Περδίκκα και αργότερα του Αντίπατρου, αλλά μετά το θάνατό του υπέστη με τη μητέρα του Ρωξάνη πολλές περιπέτειες.

Tελικά φονεύθηκε κατά διαταγή του Κασσάνδρου μαζί με τη μητέρα του, περίπου στο 311 π.Χ. σε ηλικία 12 ετών στην Αμφίπολη που ήταν φυλακισμένος. Το 1979 βρέθηκε από τον αρχαιολόγο Μανώλη Ανδρόνικο στις Αιγές (σημερινή Βεργίνα Ημαθίας), πρώτη πρωτεύουσα των Μακεδόνων, όπου κατά παράδοση τάφονταν οι Μακεδόνες Βασιλιάδες, μεγαλοπρεπής ασύλητος τάφος με πλούσια κτερίσματα-ευρήματα, πλησίον του επονομαζόμενου ως τάφου του Φιλίππου Β΄, ο επονομαζόμενος τάφος του Πρίγκιπα. Ο τάφος ανήκει σε έφηβο 12-13 ετών και σύμφωνα με τις ενδείξεις πρόκειται για τον Αλέξανδρο Δ΄.

Ολυμπιάδα

Η Ολυμπιάδα ήταν Πριγκίπισσα των Μολοσσών της Ηπείρου, κόρη του Βασιλιά Νεοπτόλεμου B´, σύζυγος του Βασιλιά Φιλίππου Β´ των Μακεδόνων, και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου των Μακεδόνων. Γεννήθηκε στην Αρχαία Πασσαρώνα (Νομός Ιωαννίνων) το έτος 373 π.Χ., μεγάλωσε στο Αρχαίο Όρραον (Νομός Πρέβεζας), έζησε ως σύζυγος του Φιλίππου Β´ στην Πέλλα και στις Αιγές (σήμερα Βεργίνα) και δολοφονήθηκε με λιθοβολισμό στην Πύδνα με εντολή του Κάσσανδρου το έτος 316 π.Χ..

Ως ιστορική προσωπικότητα η Ολυμπιάδα έζησε στη σκιά δύο μεγάλων ιστορικών χαρακτήρων, του Φιλίππου Β´ και του γιού της Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όμως, δεν υστερούσε καθόλου σε δύναμη προσωπικότητας και η συμμετοχή ή η παρέμβασή της συνετέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση πολλών ιστορικών γεγονότων της εποχής της. Ήταν η δευτερότοκη κόρη του Νεοπτόλεμου ΙΙ, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, και γεννήθηκε το 373 π.Χ. στην Πασσαρώνα (Νομός Ιωαννίνων), την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μολοσσών. Η αδελφή της λεγόταν Τρωάδα. Το όνομα της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel, ήταν Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη. Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ..[2]

Η απροσδόκητη και θλιβερή αγγελία του θανάτου του γιου της Αλέξανδρου ΙΙΙ, το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, τη συνέτριψε. Δε θέλησε ποτέ να δεχτεί πως ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε από φυσιολογικό θάνατο και θρηνούσε ακόμα που μάθαινε ότι έμενε άταφος στη Βαβυλώνα επί δύο χρόνια, εξαιτίας των άγριων αγώνων διαδοχής των στρατηγών του. Η οργή της μεγάλωσε, όταν ο Μακεδονικός στρατός της Ασίας αναγόρευσε βασιλιά τον διανοητικά καθυστερημένο γιο του Φιλίππου – από τη Φίλιννα – ως Φίλιππο Αριδαίο, τον οποίο παντρεύτηκε η φιλόδοξη κόρη της Κυνάνης, Ανταία-Ευρυδίκη, για να εξυπηρετήσει τους φιλόδοξους σκοπούς της. Ο νεογέννητος γιος του Μεγάλου Αλέξανδρου και της Ρωξάνης, Αλέξανδρος Δ’, αναγορεύτηκε συμβασιλιάς. Η αχαλίνωτη φιλοδοξία της Ευρυδίκης ανησυχούσε την Ολυμπιάδα, που φοβόταν για τη ζωή του εγγονού της. Έπεισε τη Ρωξάνη να καταφύγει στην Ήπειρο. Εκεί βρήκε προστασία και η κόρη του Φιλίππου Β´ και της Νικησίπολης, η Θεσσαλονίκη, για την οποία η Ολυμπιάδα έτρεφε αγάπη και στοργή, αφού την ανάθρεψε σαν δικό της παιδί, διότι είχε μείνει ορφανή είκοσι μόλις μέρες μετά τη γέννηση της. Μετά τους εξοντωτικούς πολέμους των επιγόνων, ο Κάσσανδρος, υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της Ολυμπιάδας, έγινε κυρίαρχος στρατηγός στη Μακεδονία και ο Φίλιππος Αρριδαίος με την Ευρυδίκη συμμάχησαν μαζί του και τον ανακήρυξαν επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου. Η Ολυμπιάδα, βλέποντας να κινδυνεύουν τα συμφέροντα του εγγονού της, Αλεξάνδρου Δ’, εγκαταλείπει την Ήπειρο και εκστρατεύει στη Μακεδονία. Σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Ευρυδίκης και του Αρριδαίου, οι τελευταίοι αιχμαλωτίζονται από τη γηραιά βασίλισσα και θανατώνονται άγρια. Ο Κάσσανδρος, απασχολημένος την εποχή εκείνη στην Αθήνα, κατευθύνεται εναντίον της Ολυμπιάδας, η οποία καταφεύγει στην οχυρωμένη παραθαλάσσια πόλη του Θερμαϊκού κόλπου Πύδνα, έχοντας μαζί της το μικρό Αλέξανδρο Δ´, τη Ρωξάνη, τη Θεσσαλονίκη και πολλούς πιστούς της. Μετά από επτάμηνη στενή πολιορκία και αφού η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε αφόρητη (οι εγκλωβισμένοι αναγκάσθηκαν να σφάξουν και να φάνε έναν ελέφαντα δώρο του Μ.Αλεξάνδρου), η Ολυμπιάδα συνθηκολόγησε για να σώσει τον εγγονό της. Ο Κάσσανδρος, αθετώντας την υπόσχεσή του, έβαλε τους ανθρώπους του να τη σφάξουν – κατ’ άλλους κάλεσε όλους τους εξαγριωμένους συγγενείς των δολοφονηθέντων από την Ολυμπιάδα, να τη λιθοβολήσουν, “αφήνοντας άταφο το πτώμα της να σαπίσει”. Σήμερα πιθανολογείται ότι ο τάφος της βρίσκεται στόν τύμβο “Τούμπα” στό μακρύγιαλο της Πύδνας, αλλά δεν έχει ακόμα ανασκαφεί.

Κάσσανδρος

Ο Κάσσανδρος ( 358 ή 350297 π.Χ. ) ήταν ένας από τους Επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στους πολέμους των Διαδόχων, που βασίλεψε στο χώρο της Μακεδονίας. Ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία γιος του Αντιπάτρου και ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα που σχετίζονται με τη βασιλεία του είναι η ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Επίσης ήταν ιδρυτής της βραχύβιας δυναστείας των Αντιπατριδών.

Μικρός είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Αριστοτέλη μαζί με τον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Ο Κάσσανδρος δεν ακολούθησε τον στρατό του Αλεξάνδρου, αλλά έμεινε στην Μακεδονία στο πλευρό του Αντιπάτρου. Αργότερα, στην αυλή του στρατηλάτη στη Βαβυλώνα, ο Κάσσανδρος ήταν αυτός που υπερασπίστηκε τον πατέρα του απέναντι στις κατηγορίες των εχθρών τους και κυρίως της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλεξάνδρου.

Αργότερα, μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, ο πατέρας του ανακήρυξε διάδοχό του στη βασιλεία της Μακεδονίας τον Πολυπέρχοντα. Ο Κάσσανδρος έλαβε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία και το βαθμό του χιλιάρχου, που ήταν αξιόλογη θέση από την εποχή των Περσών, και που είχε υιοθετήσει και ο Μ. Αλέξανδρος στη διακυβέρνηση του κράτους του. Ο Κάσσανδρος ωστόσο δυσαρεστήθηκε, καθώς ο Πολυπέρχων, αν και πολύπειρος, δεν ήταν συγγενής τους εξ αίματος. Τότε, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, συμμάχησε πρώτα με ντόπιους συμμάχους και κατόπιν με τον βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο το Σωτήρα και τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο, και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των ανταγωνιστών του. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις τάχθηκαν με το μέρος του και η Αθήνα παραδόθηκε επίσης. Μέχρι το 318 π.Χ., που ηττήθηκε ο στόλος του Πολυπέρχονα στο Βόσπορο, είχε συγκεντρώσει στα χέρια του την κυριαρχία της Μακεδονίας και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Έκανε επίσης συμμαχία με την Ευρυδίκη, τη φιλόδοξη σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου Γ’ του Αρριδαίου της Μακεδονίας, και έγινε αντιβασιλιάς. Ωστόσο, τόσο εκείνη όσο και ο σύζυγός της (που ήταν ετεροθαλής αδερφός του Αλεξάνδρου), φονεύτηκαν από την Ολυμπιάδα, μαζί με τον αδερφό του Κασσάνδρου, Νικάνορα. Ο Κάσσανδρος αμέσως προέλασε εναντίον της Ολυμπιάδας και, αφού την ανάγκασε να παραδοθεί στην Πύδνα, λιμάνι στους πρόποδες του Ολύμπου, διέταξε το θάνατό της το 316 π.Χ. Περίπου το 313, διάφορες πόλεις αποκήρυξαν τη συμμαχία που είχαν με τον Κάσσανδρο και μεγάλα μέρη της Πελοποννήσου έπεσαν στα χέρια του Αντίγονου, ενώ οι πόλεμοι των Διαδόχων ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Ο Κάσσανδρος αναγκάστηκε να μπει σε διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Στα επόμενα δύο χρόνια, ο Πτολεμαίος κι ο Κάσσανδρος πήραν και πάλι την πρωτοβουλία και ο Αντίγονος υπέστη ήττες. Το φθινόπωρο του 311, υπογράφτηκε συμφωνία ειρήνης, η οποία προέβλεπε παύση των εχθροπραξιών και αναγνώριση του γιου του Μ. Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ’, ως βασιλιά μετά την ενηλικίωσή του.

Το 310 π.Χ. – 309 π.Χ., ο Κάσσανδρος δολοφόνησε τον Αλέξανδρο Δ’ και τη μητέρα του, Ρωξάνη, οι οποίοι βρίσκονταν στα χέρια του. Επίσης έπεισε τον Πολυπέρχονα πως συμφέρον του ήταν να δηλητηριάσει το νόθο γιο του Αλεξάνδρου, Ηρακλή, και τη μητέρα του, μια ερωμένη του Αλεξάνδρου από την Περσία, τη Βαρσίνη, το 309 π.Χ.. Είχε ήδη συνδεθεί με τη βασιλική οικογένεια παίρνοντας για σύζυγο τη Θεσσαλονίκη, ετεροθαλή αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Έχοντας συνάψει συμμαχία με το Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, εναντίον του Αντιγόνου, έγινε μετά την ήττα του τελευταίου και του γιου του Δημητρίου το 301 π.Χ. στη Μάχη της Ιψού, αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της Μακεδονίας.

Στον ελλαδικό χώρο ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, βάσει της οποίας φερόταν στις πόλεις κράτη ως υποτελείς κι όχι ως συμμάχους, το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Αντίγονος Α΄ και ο Δημήτριος Πολιορκητής. Ο Κάσσανδρος ήταν ένας άνδρας με αγάπη για τη φιλολογία, αλλά επίσης βίαιος και φιλόδοξος. Έχτισε εκ νέου τη Θήβα μετά την ισοπέδωσή της από τον Αλέξανδρο και έχτισε στη θέση της Θέρμας την Θεσσαλονίκη, προς τιμή της συζύγου του. Έχτισε και μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, στα ερείπια της Ποτίδαιας που είχε καταστρέψει ο Φίλιππος.

Πέθανε από υδρωπικία, το 297 π.Χ. Ο Παυσανίας γράφει πως ο μεγαλύτερος γιος του, ο Φίλιππος, λίγο μετά την ενθρόνισή του, έπαθε εκφυλιστική ασθένεια και πέθανε. Ο επόμενος γιος, ο Αντίπατρος Β’, δολοφόνησε τη μητέρα του, Θεσσαλονίκη, θεωρώντας πως έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια για το μικρότερο γιο της, τον Αλέξανδρο Ε’. Ο Αλέξανδρος εκδικήθηκε εκθρονίζοντας τον Αντίπατρο Β’, αν και ο δεύτερος ξαναπήρε για λίγο τη βασιλεία, μερικά χρόνια αργότερα. Ο Αλέξανδρος έχασε επίσης τη ζωή του από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, το γιο του Αντίγονου.

imerisia

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.