Ήταν στη δύση πια της ζωής του.Μιας ζωής γεμάτης αγώνες και αγωνίες, πόνο και κόπους για τη διάδοση και τη θεμελίωση των ρημάτων του αγαπημένου του Διδασκάλου.Για χάρη Του ήταν όλος αυταπάρνηση και με θυσιαστική αγάπη που συγκινούσε και συγκλόνιζε.Τώρα όμως που οι δυνάμεις του οι σωματικές ατόνησαν και τον προειδοποιούν ότι ο χρόνος της επίγειας ζωής του συντομεύει, θέλει ο απόστολος να ξαναπεράσει απ’ όλα εκείνα τα μέρη της Μ. Ασίας που κήρυξε τα λόγια του Ευαγγελίου.Και ιδιαίτερα απ’ την Έφεσο, στην οποία τώρα καθώς πλησιάζει, θυμάται τη μικρή ομάδα των ανθρώπων που τους πρωτομίλησε για το Χριστό.Απερίγραπτη αυτή η αγαλλίαση και η χαρά, όταν έβλεπε ανθρώπους να επιστρέφουν από τα είδωλα και να καταθέτουν μπροστά του και ενώπιον του Θεού τις αμαρτίες τους.Τα λάθη τους.Τις πλάνες τους.Τα βάσανά τους.Τους θυμάται σχεδόν όλους, μα προπαντός εκείνο τον νεαρό που, ενθουσιασμένος απ’ όσα άκουσε στη σύναξη, τον πλησίασε στο τέλος και του εκμυστηρεύτηκε τους ιερούς πόθους που του άναψαν τα λόγια του για το Λυτρωτή.Ο νεαρός αυτός φαινόταν τότε συγκινημένος βαθιά και από την αγάπη του Θεού και από το πρόσωπο του αποστόλου που τους μίλησε, αλλ΄ο οποίος ήταν τόσο βιαστικός.Έπρεπε, ως αυτόπτης μάρτυρας των όσων είδε και έζησε κοντά στο Χριστό και ως απόστολος στη συνέχεια, να φέρει το φως του Ευαγγελίου και σ’ άλλους τόπους.Δεν είχε χρόνο και δυνατότητες για κάτι περισσότερο προς τον νέο αυτόν μαθητή. Πριν φύγει, ο Ιωάννης – αυτός ήταν ο απόστολος – τον συστήνει στον υπεύθυνο της εκκλησιαστικής κοινότητας που δημιούργησε στην Έφεσο.Σ’ αυτόν τον εμπιστεύεται.Και στο λόγο του Θεού.Κι είναι σίγουρος ότι τον ασφαλίζει. Τον χαιρετάει εγκάρδια και προσεύχεται γι’ αυτόν από βάθους καρδίας.Και τώρα που φτάνει στην πόλη αυτή ξανά, στην Έφεσο, να την αποχαιρετήσει για πάντα, αναζητά τον νεαρό εκείνο, με τη δίψα για την αλήθεια και τη φλογερή ματιά, ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών που τον περιμένουν.Σίγουρα θα είχε γίνει και σπουδαίος κήρυκας των όσων τους παρέδωσε…Με το βλέμμα του τον ψάχνει… Να όλοι εκείνοι που τότε τους δίδαξε, τους συμβούλεψε, τους στήριξε.Ο νεαρός όμως; Πουθενά δε φαίνεται.Κι όταν ρωτάει ο Ιωάννης, τι κρίμα! μαθαίνει πως λείπει απ’ τη ζωή της κοινότητας.Και μάλιστα πολλά χρόνια.Κι όχι μόνο αυτό. Είναι ο αρχιλήσταρχος μιας συμμορίας που ρημάζει την όλη περιοχή.Ο απόστολος σαστίζει. Δεν αργεί όμως και να αποφασίσει.Θα πάει να τον συναντήσει.Ναι, θα ανεβεί στο βουνό και θα τον ζητήσει. Ό,τι κι αν του στοιχίσει αυτό.Οι άλλοι προσπαθούν να τον συγκρατήσουν, γιατί η συμμορία αυτή είναι ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων.Και προπάντων ο αρχηγός της.Ο Ιωάννης ανένδοτος. Θα πάει να τον βρει.Κι ας μην τον βοηθούν οι σωματικές του δυνάμεις.Έτσι, παίρνει το δρόμο προς το βουνό.Προς το λημέρι των ληστών.Καθώς πλησιάζει ασθμαίνοντας, ακούει ένα “αλτ”.Αν ήταν άλλος, θα του κόβονταν τα πόδια.– Γέρο, πού πας; Τι ζητάς εδώ πάνω;– Τον αρχηγό σου, παιδί μου. Αυτόν ζητώ.– Δεν μπορείς να τον δεις.Ο γέροντας απόστολος επιμένει, ενώ μέσα του θεριεύει η προσευχή και η επιθυμία να τον δει.– Έχω ένα μήνυμα να του μεταφέρω.– Μήνυμα..; Τι μήνυμα;Ο ληστής τον περιεργάζεται. Δεν του φαίνεται ύποπτος για κάτι κακό.Ούτε έχει συνοδούς που να τον προστατέψουν, αν διαπιστωθεί πως…– Δεν μπορείς, γέρο, να μου το πεις, για να του το μεταφέρω εγώ; Γιατί εδώ κινδυνεύεις.– Όχι, γιε μου. Πρέπει να το πω στον ίδιο.– Μα κινδυνεύεις, σου λέω.– Το ξέρω, παιδί μου, ωστόσο επιμένω.– Πάμε τότε μαζί.Κόντευαν να φτάσουν στην απόμερη σπηλιά, όταν βλέπει μια άγρια μορφή, με μακριά άπλυτα μαλλιά και γένια και με το χέρι στη λαβή του σπαθιού, να βγαίνει από μέσα και να ζητά το λόγο από το πρωτοπαλίκαρό του που ανέβασε αυτόν το γέρο ως εκεί.Ο μικρός ληστής του ψιθύρισε τότε κάτι. Σε λίγο βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο ο μεγάλος απόστολος με το μεγάλο ληστή.Καμία σύγκριση ανάμεσα στη γλυκιά και ήρεμη μορφή εκείνου του νεαρού που γνώρισε κάποτε, πριν χρόνια πολλά στην Έφεσο, με τούτη τη μαύρη όψη και το σκοτεινό βλέμμα.Η αποστολική του καρδιά ραγίζει.Τα μάτια του βουρκώνουν. Είναι έτοιμα να δακρύσουν.Απ’ τη συγκίνηση δεν μπορεί ο απόστολος να του μιλήσει.Μόνο κραυγαλέα προσευχή ανεβαίνει στον Κύριό του γι’ αυτόν τον αρχιληστή.Κι ο ληστής τον κοιτάζει καθηλωμένος.Κάτι βαθιά στην ψυχή του αναδεύεται, καθώς συναντιούνται τα βλέμματά τους.Κάτι.., κάτι.., μα ποιο είναι αυτό;Ο Ιωάννης, γεμάτος ιερά πατρικά συναισθήματα, τον χτυπάει εγκάρδια στον ώμο.Ψελλίζει το όνομα του νεαρού και δακρύζει.Και τότε μια παράξενη δύναμη παραλύει το χέρι του ληστή και αφήνει να πέσει κάτω το σπαθί του.Τον τσακίζει και του συντρίβει την ψυχή.Τον γονατίζει. Και πέφτει στα πόδια του αποστόλου.Τα αγκαλιάζει κι αρχίζει να κλαίει σαν μικρό παιδί.“Εσύ, πατέρα μου, εδώ; Με βρήκες..; Δε με διέγραψες, όταν έμαθες ότι είμαι αρχιληστής;Ποια χρόνια μου ξυπνάς… Ποιες αποφάσεις μού ανασταίνεις…”Και του φιλάει το χέρι από ευγνωμοσύνη.Τι άλλο ακολούθησε, ο καθένας μπορεί να φανταστεί.Κι έτσι ο μαθητής της αγάπης, του οποίου τη μετάσταση γιορτάζουμε στις 26 αυτού του μήνα, κατάφερε να επαναφέρει στην αληθινή ζωή ένα νεκρό ηθικά και πνευματικά παιδί του.Ποιος ξέρει σε ποια σταυροδρόμια της νεανικής του ζωής λάθεψε και πώς έχασε το μονοπάτι προς τον Ουρανό, που είχε αρχικά επιλέξει.Να όμως που Εκείνος που αιώνες στήνει καρτέρι στα σκοτεινά σταυροδρόμια της γης και ψάχνει το χαμένο πρόβατο στους γκρεμούς και τα χάη αυτού του κόσμου, μαζί με το μεγάλο απόστολο που βαδίζει στα ίχνη Του, τον βρήκε και τον γύρισε πίσω.Θεέ μου, μη στερέψεις ποτέ, σε παρακαλούμε, τη γη και την Εκκλησία μας από τέτοιους καλούς ποιμένες, που να αναζητούν τους παγιδευμένους στρατοκόπους της ζωής σ’ όποιες κακοτοπιές…Το έχουμε τόση ανάγκη.
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός
Κυρία Κατερίνα αφουγκραζόμαστε την αγωνία σου για καλούς ποιμένες σε παρακαλούμε εαν αλήθεια αγαπάς την εκκλησία προσευχήσου να έλθει ενας από αυτούς τους καλούς ποιμένες ως μητροπολίτης μας ο οποίος ακούει στο όνομα π. Καλλίνικος Πουλής.