Το 1963, ο ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλγκραμ πραγματοποίησε ένα από τα πιο γνωστά και ριζοσπαστικά πειράματα στην Ιστορία.
Ο Μίλγκραμ ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και το πείραμά του είχε σαν στόχο εξερευνήσει τη σχέση της ηθικής με την υποταγή.
Αφορμή για το πείραμά του ήταν οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων στη Δίκη της Νυρεμβέργης, η οποία αφορούσε στα εγκλήματα που έγιναν κατά της ανθρωπότητας κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους κατηγορούμενους να υποστηρίζουν ότι δε φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους αλλά ακολουθούσαν τις εντολές των ανωτέρων τους.
Ο Μίλγκραμ αναζήτησε εθελοντές για το πείραμά του μέσω αγγελίας. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε ζευγάρια και τους είπαν πως στόχος του πειράματος ήταν να μελετηθεί η διαδικασία μάθησης και απομνημόνευσης.
Ο ένας εκ των δύο εθελοντών θα ήταν ο «δάσκαλος» και ο άλλος ο «μαθητής». Αυτό που δε γνώριζαν οι εθελοντές ήταν ότι ο μαθητευόμενος ήταν ηθοποιός, συνεργάτης του Μίλγκραμ, και πως η φαινομενικά τυχαία κατανομή των ρόλων με κλήρο ήταν προσχεδιασμένη ώστε ο πραγματικός εθελοντής να είναι πάντα ο «δάσκαλος».
Ο «μαθητής» έπρεπε να απομονωθεί σε ένα δωμάτιο και να τον συνδέσουν με ηλεκτρόδια στα χέρια. Ο «δάσκαλος» και ο «πειραματιστής», επίσης συνεργάτης του Μίλγκραμ, βρίσκονταν σε άλλο δωμάτιο, όπου υπήρχε μια γεννήτρια ηλεκτροσόκ και ένα πάνελ με διακόπτες. Η ισχύς του ρεύματος ξεκινούσε από τα 15 Βολτ (ήπιο ηλεκτροσόκ) και έφτανε μέχρι τα 450 Βολτ (πιθανώς θανατηφόρο ηλεκτροσόκ).
Ο «δάσκαλος» έκανε μια σειρά από ερωτήσεις στο «μαθητή». Εάν ο «μαθητής» απαντούσε λάθος, ο «δάσκαλος» πατούσε το διακόπτη ώστε να χορηγηθεί το ηλεκτροσόκ. Για κάθε λάθος απάντηση, η ένταση του ηλεκτροσόκ αυξανόταν. Εάν ο «δάσκαλος» δίσταζε, ο «πειραματιστής» τον παρακινούσε να συνεχίσει, τονίζοντας ότι είναι απολύτως απαραίτητο να συνεχιστεί το πείραμα.
Η διαδικασία αυτή είχε σαν στόχο να καταδείξει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος και πόσο πόνο είναι διατεθειμένος να προκαλέσει σε κάποιον άλλο όταν ακολουθεί εντολές από έναν «ανώτερο», μεταβιβάζοντας έτσι την ηθική ευθύνη για τις πράξεις του.
Όλοι οι συμμετέχοντες χορήγησαν ηλεκτροσόκ έντασης έως και 300 Βολτ, ενώ το 65% (τα δύο τρίτα) των «δασκάλων» προχώρησε έως και τα πιθανώς θανατηφόρα 450 Βολτ, ακόμη κι αν ο «μαθητής» ούρλιαζε απελπισμένα και δήλωνε πως θέλει να αποχωρήσει.
Το πείραμα του Μίλγκραμ αποδεικνύει ότι φαινομενικά νομοταγείς και καλοί άνθρωποι μπορεί να ξεπεράσουν τα όρια της ηθικής και να βλάψουν έναν άλλο άνθρωπο όταν ακολουθούν τις εντολές ενός «ανωτέρου».
Κατά την ολοκλήρωση του πειράματος, οι «δάσκαλοι» έμαθαν τους πραγματικούς στόχους της έρευνας. Ενημερώθηκαν πως το ηλεκτροσόκ ήταν προσποιητό και πως ο «μαθητής» ήταν στην πραγματικοτητα ηθοποιός.