Οι πρώτες επιπτώσεις από το εμπάργκο άρχισαν ήδη να γίνονται αισθητές, ενώ έρευνες δείχνουν ότι έρχεται ένα δύσκολο φθινόπωρο
Μόλις δύο εβδομάδες και κάτι ημέρες πέρασαν από την επιβολή του εμπάργκο εισαγωγών αγροτικών προϊόντων από την Ευρωπαϊκή Ενωση που επέβαλε ως αντίποινα η Μόσχα.
Μόλις τώρα άρχισε να κλιμακώνεται ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Και οι επιπτώσεις για την Ευρώπη γίνονται ήδη αισθητές και σε επίπεδο αριθμών. Η μικρότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που κατέγραψε τον Αύγουστο η έρευνα Markit προοιωνίζεται ένα δύσκολο φθινόπωρο για την οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Ο δείκτης Markit, ο οποίος συντίθεται από τις προθέσεις των ευρωπαίων επιχειρηματιών να επενδύσουν για τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών τους, περιορίστηκε στο 52,8 τον Αύγουστο από το 53,8 που ήταν τον Ιούλιο, ενώ οι ειδικοί που μετείχαν σε έρευνα του Reuters ανέμεναν μια συγκρατημένη υποχώρησή του στο 53,4 (διευκρινίζεται ότι κάθε ένδειξη πάνω από το 50 υποδηλώνει ανάπτυξη της αγοράς και κάθε ένδειξη κάτω από το 50 υποδηλώνει συρρίκνωση). Μετά την εξέλιξη αυτή η Markit προέβλεψε ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων μόλις κατά 0,3% το τρίτο τρίμηνο του έτους στην ευρωζώνη.
Σημειωτέον ότι η επιβράδυνση αυτή καταγράφεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών υποχωρούν σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε σημείο μάλιστα που προκαλεί μείζονες ανησυχίες στον Μάριο Ντράγκι και στους επιτελείς του στην ΕΚΤ, που μελετούν τη λήψη πρόσθετων μέτρων για τη στήριξη των τιμών και την αποτροπή μιας διολίσθησης της ευρωοικονομίας στον αποπληθωρισμό. Και το ερώτημα που αβίαστα ανακύπτει είναι: Βρισκόμαστε μπροστά στην προοπτική μιας νέας «βουτιάς» της ευρωοικονομίας στην ύφεση;
Ας μην πανικοβαλλόμαστε
«Είναι σαφώς πολύ νωρίς ακόμη για να αρχίσουμε να πανικοβαλλόμαστε. Αντίθετα, με δεδομένη την ένταση των γεωπολιτικών τριβών και σε συνδυασμό με την εύθραυστη κατάσταση της ευρωοικονομίας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ έχει ακόμη έργο να επιτελέσει για να βοηθήσει την οικονομία» δήλωσε την Παρασκευή στο Reuters ο Μάρτιν βαν Φλιτ της ING. Εχει δίκιο ο αναλυτής του ολλανδικού χρηματοοικονομικού ομίλου. Οι παραγωγοί όμως και οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη έχουν αρχίσει ήδη να αισθάνονται το ζόρι από το ρωσικό εμπάργκο. Κι ας είναι συντριπτικά υπέρ της Ευρώπης το εμπορικό ισοζύγιο με τη Ρωσία, υπό την έννοια ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εισάγουν από τη Ρωσία πολύ υψηλότερης αξίας προϊόντα (με πρώτους βεβαίως τους υδρογονάνθρακες) από όσα εξάγουν σ’ αυτήν.
Η ΕΕ είναι η μεγαλύτερη εμπορική εταίρος της Ρωσίας (το 41% του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών της Ρωσίας διεξάγεται με ευρωπαϊκές χώρες). Ευλόγως θα υπέθετε κανείς ότι το κόστος των κυρώσεων για τη Μόσχα θα ήταν μεγαλύτερο σε περίπτωση κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου και επηρεασμού των εισαγωγών πετρελαίου και (κυρίως) φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Πρώτον, επειδή η Μόσχα προωθεί εδώ και χρόνια με μεγάλη ζέση τις σχέσεις της με την Κίνα και τις αγορές της Ανατολής. Και, δεύτερον, επειδή, όπως έγραφε σε πρόσφατη ανάλυσή του ο «Economist», η Ρωσία «είναι μια χώρα που δεν στηρίζει τους επιχειρηματίες και τους πολίτες, είναι μια χώρα που έχει συνηθίσει να ακροβατεί μεταξύ της καταστροφής και του θριάμβου και ως εκ τούτου οι προσδοκίες και οι φοβίες της κοινωνίας της για το μέλλον είναι περιορισμένες».
Τώρα ας πανικοβληθούμε
Από την άλλη πλευρά, έρευνα της ING που δημοσίευσε την περασμένη Τετάρτη το περιοδικό «Businessweek» ανεβάζει την εκτίμηση για τις ζημιές που θα έχουν οι ευρωπαίοι εξαγωγείς από το ρωσικό εμπάργκο στα αγροτικά προϊόντα (όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα οι απαγορεύσεις, όχι αν επεκταθούν…) στα 9 δισ. δολάρια ή 6,7 δισ. ευρώ. «Είναι προφανές ότι οι ζημιές, στις οποίες συνυπολογίζονται και οι απώλειες και των προμηθευτών των αγροτών, ξεπερνούν κατά πολύ τη βοήθεια των 167 εκατ. δολαρίων (125 εκατ. ευρώ) που έχουν προσφέρει οι Βρυξέλλες στους παραγωγούς φρούτων και λαχανικών που επλήγησαν από το ρωσικό εμπάργκο» γράφει το αμερικανικό περιοδικό.
Οι αναλυτές της ING θεωρούν επίσης ότι ο εμπορικός πόλεμος μπορεί να στοιχίσει στις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ 130.000 θέσεις εργασίας (εκ των οποίων οι 23.000 θέσεις μόνο στην Πολωνία). Πρόκειται για τεράστιες απώλειες αν συγκριθούν με τα μόλις 1,7 δισ. δολάρια και τις μόλις 12.000 θέσεις εργασίας που υπολογίζεται ότι θα στοιχίσει στις ΗΠΑ ο εμπορικός πόλεμος Μόσχας – Δύσης. Και, σημειωτέον, οι εκτιμήσεις αφορούν την έκταση που ως σήμερα έχει λάβει ο εμπορικός πόλεμος. Αν οι κυρώσεις επεκταθούν και στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, τότε η εκτίναξη στα ύψη των τιμών ενέργειας θα γονατίσει την ευρωπαϊκή οικονομία – και αυτός ασφαλώς δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο αποπληθωρισμός! Ηδη, δίχως τίποτε να αλλάξει, οι ειδικοί προβλέπουν αύξηση των τιμών φυσικού αερίου κατά 15% τον χειμώνα που έρχεται…