Ο Έλληνας χάκερ που έγινε φόβος και τρόμος του Facebook μιλά σε εφημερίδα: Ό,τι κάναμε, το κάναμε για να δοκιμάσουμε τις αντοχές και τις ικανότητές μας…
Αν και ήξερε ότι θα τον έβρισκαν, ο Α.Κ. συνέχιζε να προσπερνάει τα μέτρα ασφαλείας του Facebook και να μολύνει χιλιάδες υπολογιστές.
Μέχρι που όλα τελείωσαν στις 2 Ιουλίου, στις 7.30 το πρωί. Επτά αστυνομικοί της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ντυμένοι με πολιτικά και παρουσία εισαγγελέα, χτύπησαν την πόρτα του. Αφού πέρασε πέντε βραδιές στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, στο ίδιο κελί με κατηγορουμένους για υποθέσεις ναρκωτικών, απολογήθηκε την περασμένη Δευτέρα και αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. “Αυτό που έκανα το θεωρώ έρευνα. Για κάποιον είμαι κράκερ ή χάκερ. Για κάποιον άλλον μπορεί να είμαι και εγκληματίας”, αναφέρει ο ίδιος στην Καθημερινή.
Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας τον συνάντησε στο γραφείο του δικηγόρου του, δρος Σπύρου Καρανικόλα. Δέχθηκε να μιλήσει χωρίς να δημοσιευθεί το πλήρες όνομά του. Είναι 27 ετών, με λεπτό μούσι και γαλάζια μάτια. Φοράει τζιν και μια γκρίζα μπλούζα με την επιγραφή: “I sync therefore I am”, «Συγχρονίζομαι άρα υπάρχω». Ο Α.Κ., μαζί με έναν 31χρονο συνεργό του, που συνελήφθη την ίδια ημέρα και έχει αφεθεί και αυτός ελεύθερος μετά την απολογία του, κατηγορούνται για κακουργήματα που μπορεί να τους οδηγήσουν σε πολυετή φυλάκιση.
Ψηφιακό νόμισμα
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δύο νέοι διέδιδαν μέσω μηνυμάτων στο Facebook το κακόβουλο λογισμικό Lecpetex, με το οποίο αποκτούσαν πρόσβαση σε υπολογιστές άλλων χρηστών. Στη συνέχεια υπέκλεπταν κωδικούς από ηλεκτρονικά ταχυδρομεία και λογαριασμούς αυτών των χρηστών και χρησιμοποιούσαν τους μολυσμένους υπολογιστές για να παράγουν το ψηφιακό νόμισμα bitcoin. Σύμφωνα με την αστυνομία, εξαργύρωναν αυτά τα bitcoins σε ηλεκτρονικά ανταλλακτήρια. Η αξία ενός bitcoin αποτιμάται σε πάνω από 450 ευρώ. Η ΕΛ.ΑΣ. λέει ότι οι δύο νέοι μόλυναν πάνω από 200.000 υπολογιστές. Ο Α.Κ. δεν αποκαλύπτει τον ακριβή αριθμό. Eίχε όμως στον φορητό υπολογιστή του χάρτη με τις συσκευές στις οποίες είχε εισχωρήσει το λογισμικό του. “Μόνο στην Κεντρική Αφρική και στην Αλάσκα δεν υπήρχε υπολογιστής”, λέει ο Α.Κ. αστειευόμενος.
Επειτα από παρακολούθηση των τηλεφωνικών συσκευών και των ψηφιακών ιχνών τους, οι Αρχές έφτασαν στα σπίτια των δύο χάκερ. Ο επικεφαλής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Μανώλης Σφακιανάκης τους χαρακτήρισε ιδιοφυΐες. “Ανθρωποι με ευφυΐα πάνω από τον μέσο όρο, που ξεχωρίζουν για τις ικανότητές τους”, είπε. Και το Facebook ευχαρίστησε με επιστολή του την ελληνική αστυνομία για τη σύλληψη των δύο δραστών. Αυτές τις ημέρες ο Α.Κ. ελπίζει να δεχθεί κάποια πρόταση δουλειάς από το εξωτερικό. Ο δικηγόρος του λέει ότι ήδη κάποιες εταιρείες ενδιαφέρονται. Εφόσον υπάρξει συμφωνία, λέει ότι ενδέχεται να αρθεί η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα που έχει επιβληθεί στον 27χρονο.
Με βαθμούς “στη βάση”
Ο Α.Κ. δεν θεωρεί τον εαυτό του ιδιοφυή. Δεν σπούδασε πληροφορική, παρά τα όσα δημοσιεύθηκαν στα ΜΜΕ τις προηγούμενες ημέρες. Μεγάλωσε σε νομό της Θράκης και ολοκλήρωσε τη Β΄ Λυκείου σε σχολείο της Γερμανίας, όπου ζει πλέον μόνιμα η οικογένειά του. “Τελείωσα το σχολείο στα όρια της βάσης”, μου λέει. “Ακριβώς γιατί το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να γυρίσω σπίτι και να καθίσω στον υπολογιστή”.
Ξεκίνησε στα 12 του να παίζει παιχνίδια και τρία χρόνια αργότερα, έπειτα από συνομιλίες που είχε στο IRC, να ασχολείται με μορφές προγραμματισμού. Δεν φοίτησε σε κάποια σχολή. Από τα 17 του μένει μόνος του και προτεραιότητά του ήταν, όπως λέει, η δουλειά και η αυτοσυντήρηση. Προσπάθησε να σπουδάσει Σχεδιασμό Κτιριακών Εγκαταστάσεων μέσω υπολογιστή σε ΙΕΚ στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Δεν ολοκλήρωσε όμως ούτε το πρώτο εξάμηνο. Εχει εργαστεί σε ίντερνετ καφέ, αλλά και σε φρουτάκια παράνομων καζίνο, περνώντας στους υπολογιστές τα χρήματα που τζόγαραν οι παίκτες. Πριν από μερικά χρόνια λέει ότι προσπάθησε να προσληφθεί ως προγραμματιστής στη Volkswagen στη Γερμανία. Πέρασε κάποια διαδικτυακά τεστ, αλλά λίγες ημέρες πριν από τη συνέντευξη επέστρεψε στην Ελλάδα. “Δεν ένιωθα άνετα στη Γερμανία. Επρεπε να έχω κάποιον από πάνω μου να λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Είμαι αγχωτικός τύπος”, λέει.
Στην Αθήνα μένει τα τελευταία δύο χρόνια. Εδώ γνώρισε και τον 31χρονο συνεργό του. “Με το παλικάρι αυτό γράφαμε κώδικα σε ρακομελάδικα και καφετέριες. Πίναμε μπίρες και είχαμε τα λάπτοπ μπροστά”, λέει. “Είναι ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή μου που κατάλαβε πώς σκέφτομαι και εγώ πώς σκέφτεται εκείνος. Συμπλήρωνε ο ένας τα κενά του άλλου”.
Μαζί δημιούργησαν το Lecpetex, ονομασία που έδωσε στο λογισμικό η Microsoft. Οι ίδιοι ονόμαζαν το λογισμικό «Πέπε» και τους μολυσμένους υπολογιστές «κουνάβια». Οταν τον ρωτάνε την πηγή έμπνευσης, σηκώνει το μανίκι του και αποκαλύπτει στο δεξί του μπράτσο ένα τατουάζ με το καρτούν Πέπε λε Πιου.
Εστελναν το Lecpetex ως συνημμένο αρχείο σε μηνύματα μέσω Facebook. Οποιος χρήστης το άνοιγε, το μετέδιδε με τον ίδιο τρόπο σε δικούς του φίλους στο Facebook. “Οταν έμπαινε σε έναν υπολογιστή, δεν μπορούσες να το κλείσεις”, λέει για το κακόβουλο λογισμικό ο Α.Κ. “Αυτό δεν έκανε τίποτα. Απλά περίμενε, άκουγε. Ηταν το πρώτο κομμάτι επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Μετά στέλναμε άλλο πρόγραμμα, που μετέφερε την πληροφορία που θέλαμε”. Το άλλο πρόγραμμα μπορεί να έδινε εντολές για υποκλοπή κωδικών πρόσβασης και ηλεκτρονικών πορτοφολιών. Ή ακόμη να χρησιμοποιούσε τη δύναμη των μολυσμένων συσκευών για παραγωγή bitcoins. Ο Α.Κ. λέει ότι συνήθως έβαζαν τα bitcoins σε ηλεκτρονικές λοταρίες και εφόσον κέρδιζαν, τα πολλαπλασίαζαν. Ωστόσο, λέει, ότι ο αριθμός που είχαν παραγάγει ήταν «πολύ μικρός». “Εμείς δεν βγάλαμε λεφτά. Κάναμε τη μούρλα μας”, προσθέτει.
Ο συνήγορός του, Σπύρος Καρανικόλας, λέει ότι ο Α.Κ. και ο 31χρονος δεν εξαργύρωσαν bitcoins άλλων χρηστών ούτε σήκωσαν χρήματα από ηλεκτρονικούς λογαριασμούς. “Δεν υπάρχει στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα δύο παιδιά είχαν περιουσιακό όφελος ή ζημίωσαν άλλους”, υποστηρίζει. “Εκαναν ό,τι έκαναν για να δοκιμάσουν τις αντοχές και τις ικανότητές τους”. Στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι οι δύο χάκερ υπέκλεψαν κωδικό ασφαλείας του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. “Ενα mail ανοίξαμε και ήταν τα δρομολόγια πλοίων που έστελναν οι εταιρείες στο υπουργείο, τίποτα παραπάνω”, λέει ο Α.Κ.
Αντίθετα με την αστυνομία, ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν μόλυναν ποτέ με το λογισμικό ταινίες, παιχνίδια ή τραγούδια που διατίθενται πειρατικά στο Διαδίκτυο και κατεβάζουν οι χρήστες. Συζητούσαν απλά στο τηλέφωνο το ενδεχόμενο να καταφύγουν σε τέτοιες λύσεις. “Για εμάς οι απομαγνητοφωνήσεις είναι παράνομες και δεν θα έπρεπε να είναι στοιχείο της δικογραφίας”, δηλώνει ο Σπύρος Καρανικόλας. Από αυτές, πάντως, φαίνεται να προκύπτει ο εθισμός των δύο νέων στους υπολογιστές. Υπήρχαν περίοδοι που έπεφταν για ύπνο στις επτά το πρωί, ύστερα από ώρες μπροστά στις οθόνες τους. “Το Facebook δεν είχε οικονομική ή τεχνική απώλεια. Προσπαθούσε να προστατέψει τους χρήστες του και εμείς παίζαμε κυνηγητό μαζί του”, λέει ο Α.Κ. “Είναι θέμα φαντασίας και εξάσκησης”.