Αυτοεξέταση ή επαγρύπνηση; Υπέρηχος ή/και μαστογραφία… Ερωτήματα που συχνά προκαλούν πονοκέφαλο στις γυναίκες που επιθυμούν και προσπαθούν να λειτουργούν υπεύθυνα απέναντι στον εαυτό τους. Τι πρέπει να κάνουν τελικά;
Όσον αφορά στο δίλλημα αυτοεξέταση ή επαγρύπνηση, έρευνες που διεξήχθησαν σε πολύ μεγάλους πλυθησμούς στην Κίνα και τη Ρωσία έδειξαν ότι δεν υπάρχει διαφορά στην επιβίωση είτε μια γυναίκα αυτοεξετάζεται τακτικά είτε βρίσκεται σε επαγρύπνηση.
Πρέπει λοιπόν οι γυναίκες να ελέγχουν τακτικά το στήθος τους, χωρίς άγχος, όποτε θέλουν, και με όποιο τρόπο θέλουν υπό την προϋπόθεση να μην παραλείπουν κανένα από τα σημεία που απαιτούν την προσοχή τους.
Παράλληλα, είναι σε όλους γνωστό ότι η μαστογραφία είναι, σε γενικές γραμμές, ένα εργαλείο για την κατά το δυνατόν πιο πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Πρόκειται για μια εξέταση που προσπαθεί να ανιχνεύσει τον καρκίνο πριν γίνει μικρό ογκίδιο στο στήθος. Σε αυτό το στάδιο, που ο καρκίνος του μαστού φαίνεται μόνο στη μαστογραφία, είναι πιο εύκολα αντιμετωπίσιμος, χωρίς να απαιτείται -στις περισσότερες περιπτώσεις – συστημική θεραπεία (πχ. χημειοθεραπεία) παρά μόνο χειρουργείο.
Για αυτό το λόγο η κλινική εξέταση και ο υπέρηχος δεν χρησιμοποιούνται για προληπτικούς λόγους. Δεν έχουν κανένα παραπάνω πλεονέκτημα από την επαγρύπνηση που έχει μία γυναίκα για το στήθος της. Οι εξετάσεις αυτές μπορούν να εντοπίσουν ένα ογκίδιο σε λίγο μικρότερη διάμετρο από αυτή που θα το αντιληφθεί μία γυναίκα, ωστόσο η τόσο μικρή διαφορά μεγέθους δεν θα αλλάξει την πρόγνωση ή τον τρόπο αντιμετώπισης.
Έτσι λοιπόν οι γυναίκες που υποβάλλονται σε μαστογραφία σε τακτά χρονικά διαστήματα χωρίς να έχουν αντιληφθεί κάποια αλλαγή στο στήθος τους στην ουσία υποβάλλονται σε “προληπτική” μαστογραφία. Αυτό σε γενικές γραμμές έχει νόημα να γίνεται όταν η εξέταση αυτή είναι πιο ευαίσθητη, δηλαδή κυρίως μετά τη εμμηνόπαυση που ο μαστός δεν είναι πια τόσο πυκνός.
Πέραν όμως από τις προληπτικές εξετάσεις και ανεξάρτητα από τη διενέργεια αυτών,οι γυναίκες που εντοπίζουν κάποιο ογκίδιο στο στήθος τους πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να επισκεφτούν μία κλινική μίας στάσης, δηλαδή να απευθυνθούν σε μία οργανωμένη μονάδα μαστού και πρωτίστως να εξεταστούν από ένα χειρουργό μαστού. Κατόπιν να υποβληθούν σε μαστογραφία και αν χρειάζεται σε υπέρηχο και σε διαδερμική βιοψία. Τα καλά νέα είναι ότι το 90% των γυναικών που θα παρατηρήσουν μία αλλαγή στο στήθος τους αυτό δε θα οφείλεται σε καρκίνο του μαστού και σε λίγη ώρα θα επιστρέψουν στο σπίτι τους με τη καλοήθη γραπτή διάγνωση τους.
Όμως, δεν είναι λίγες οι φορές που αυτές οι γυναίκες είτε δεν γνωρίζουν είτε το σοκ δεν τους επιτρέπει να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις στον γιατρό τους, προκειμένου να έχουν πλήρη γνώση της πάθησής τους. Ωστόσο, κάθε γυναίκα φεύγοντας από την κλινική μίας στάσης πρέπει να γνωρίζει τη διάγνωση της.
Σε περίπτωση που τα συμπτώματα της οφείλονται σε καλοήθη βλάβη πρέπει οι γυναίκες να μάθουν ποια είναι αυτή και στην περίπτωση που πρόκειται για καρκίνο να έχουν πλήρη εικόνα για το είδος και τον τύπο του και για την ταχύτητα ανάπτυξής του. Δεν νοείται μία γυναίκα να έχει έναν όγκο στο στήθος και να μην έχει ιστολογική διάγνωση. Αυτό γίνεται με ακρίβεια ασφάλεια και χαμηλό κόστος, άμεσα, με τη καθοδήγηση του υπέρηχου ή του μαστογράφου διαδερμικά με τοπική αναισθησία και χωρίς περιττά χειρουργεία.
Όταν η διάγνωση ενός ογκιδίου είναι κακοήθεια τότε ο γιατρός της μονάδας μαστού οφείλει να δώσει στην ασθενή ένα λεπτομερές πλάνο τοπικής ή/και συστημικής θεραπείας και όπου υπάρχουν πάνω από μία το ίδιο ασφαλείς επιλογές να συζητηθούν για να καταλήξουν από κοινού τι της ταιριάζει περισσότερο.
Πέραν των εξετάσεων, προληπτικών ή διαγνωστικών, υπάρχουν δύο άνθρωποι κλειδιά τόσο για τη διάγνωση όσο και τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού: ο ειδικός ακτινολόγος μαστού και ο χειρουργός μαστού.
Η γνωμάτευση των μαστογραφιών πρέπει να γίνεται από ειδικούς ακτινολόγους του μαστού. Λέμε συνήθως ότι η μαστογραφία είναι “όσο καλή όσο αυτοί που τη γνωματεύουν”. Οι ακτινολόγοι αυτοί πρέπει να βλέπουν πάνω από 5000 μαστογραφίες το χρόνο για να έχουν τη διαγνωστική ευαισθησία να βρίσκουν το καρκίνο στις προληπτικές μαστογραφίες.
Όσον αφορά τους χειρουργούς μαστού, από το 1997 αρχικά το Βρετανικό κράτος και κατόπιν όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσαν προδιαγραφές για το ποιος μπορεί να θεραπεύει τις παθήσεις του μαστού. Σε γενικές γραμμές είναι ένας εκπαιδευμένος σε οργανωμένες μονάδες μαστού χειρουργός ο οποίος πρέπεινα αντιμετωπίζει χειρουργικά τουλάχιστον 30 νέους καρκίνους του μαστού ετησίως, να γνωρίζει την άμεση αποκατάσταση και να μπορεί να προσφέρει νέες τεχνικές και προεγχειρητική διάγνωση σε όλους τους καρκίνους.