Το… τρελό όνειρο με το οποίο κοιμάται κάθε βράδυ αποκαλύπτει o ομοσπονδιακός τεχνικός της εθνικής ομάδας Φερνάντο Σάντος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα». Ο έμπειρος τεχνικός μιλάει επίσης για την προετοιμασία της Ελλάδας εν όψει Παγκοσμίου Κυπέλλου, για τα προβλήματα υποδομής και νοοτροπίας που υπάρχουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο και πώς αυτά μπορούν να αλλάξουν εφόσον παραμείνει σε εφαρμογή το «Στρατηγικό πλάνο ανάπτυξης εθνικών ομάδων», αλλά και για την επόμενη στάση της προπονητικής καριέρας του.
Δεδομένης της εμπειρίας που βιώσατε ως πρωτάρης σε επίπεδο εθνικών ομάδων στο Euro της Πολωνίας και της Ουκρανίας το 2012, νιώθετε πιο έτοιμος ως προπονητής εν όψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου;
«Σίγουρα νιώθω πιο έτοιμος. Κάνοντας πλέον μια σύγκριση με τον τρόπο προετοιμασίας και οργάνωσης της ομάδας στο Euro έχω εντοπίσει πράγματα που θα μπορούσα να έχω κάνει διαφορετικά. Αν είσαι ανοιχτόμυαλος άνθρωπος και δεν πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα, κάθε μέρα, κάθε στιγμή μπορεί να μαθαίνεις κάτι καινούργιο και να γίνεσαι καλύτερος. Αυτή τη φορά παίρνω απευθείας 23 αντί για 25 παίκτες. Επίσης θα δώσουμε περισσότερα φιλικά για να έχουν ικανοποιητικό χρόνο συμμετοχής όλοι οι παίκτες, ενώ και ο τρόπος προσέγγισης και προετοιμασίας για τους αντιπάλους μας θα είναι διαφορετικός καθώς δεν θα “φορτώνουμε” τους παίκτες με πληροφορίες από το ξεκίνημα της προετοιμασίας αλλά θα διαχειριζόμαστε κάθε ματς ξεχωριστά. Μέχρι να πάμε στη Βραζιλία θα προετοιμάσουμε την ομάδα μας και όταν φθάσουμε εκεί θα αρχίσουμε να δουλεύουμε για το επόμενο παιχνίδι».
Είναι δύσκολη η προετοιμασία μιας ομάδας για μια τόσο σημαντική διοργάνωση;
«Προσπαθήσαμε να οργανώσουμε όσο καλύτερα γίνεται αυτό το ταξίδι. Σε ποδοσφαιρικό επίπεδο παρακολουθώντας και αναλύοντας διεξοδικά το παιχνίδι των αντιπάλων μας και προετοιμάζοντας το πρόγραμμα των προπονήσεων και σε οργανωτικό επίπεδο προσπαθώντας να δημιουργήσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την ομάδα. Πρόκειται για ένα δύσκολο ταξίδι που απαιτεί πολύ καλή διοργάνωση και “λογιστική” για την τοποθεσία που θα επιλέξεις, για τα ξενοδοχεία όπου θα καταλύσεις, για τις αθλητικές εγκαταστάσεις όπου θα προπονηθείς, για τις ώρες των προπονήσεων, τις μετακινήσεις κτλ. Ολα αυτά θα πρέπει να οργανωθούν άψογα ώστε όταν στο τέλος ενσωματωθούν στην αποστολή οι ποδοσφαιριστές τα πάντα να λειτουργούν στην εντέλεια για να μην υπάρξει το παραμικρό πρόβλημα. Στόχος είναι να δουλέψουμε απερίσπαστοι αποκλειστικά με την προετοιμασία της ομάδας για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα».
Εκτιμάτε ότι σε αυτό το Μουντιάλ θα διακριθούν και πάλι τα φαβορί ή θα υπάρξουν εκπλήξεις;
«Σίγουρα η Βραζιλία είναι το μεγάλο φαβορί. Παίζει στην έδρα της και παραδοσιακά έχει μια πολύ δυνατή ομάδα. Από εκεί και πέρα υπάρχουν άλλες 5-6 ομάδες που στοχεύουν ξεκάθαρα στην κατάκτηση του τίτλου. Ιδίως για τη Γερμανία και την Ισπανία, αν δεν τα καταφέρουν, θεωρείται αποτυχία. Ενα άλλο γκρουπ, αυτό της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ολλανδίας, έστω και δεν βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, στοχεύει ενδόμυχα να φτάσει ψηλά. Γενικά όλες οι ομάδες που συμμετέχουν σε αυτές τις διοργανώσεις θέτουν υψηλούς στόχους και πιστεύουν πως μπορούν να πετύχουν ό,τι καλύτερο γίνεται. Και προφανώς το καλύτερο δυνατό είναι η συμμετοχή στον τελικό. Και εμένα αν με ρωτήσετε θα σας πω ότι και βέβαια πιστεύω ότι μπορούμε. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο αλλά το πιστεύω. Ολες τις νύχτες με αυτό το όνειρο κοιμάμαι».
Παράλληλα με την ενασχόλησή σας με την Εθνική ανδρών αναλάβατε, μαζί με τους συνεργάτες σας, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του «Στρατηγικού πλάνου ανάπτυξης εθνικών ομάδων». Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε σε αυτή την ιδέα;
«Ηθελα να αφήσω κάτι δημιουργικό στο ελληνικό ποδόσφαιρο γιατί σέβομαι τη βοήθεια που μου έχει προσφέρει. Ανέλαβα αυτό το πλάνο γιατί αγαπώ το ελληνικό ποδόσφαιρο, το οποίο έπειτα από δέκα χρόνια το ξέρω και από την καλή και από την ανάποδη. Το όλο κακό ξεκινάει από τις μικρές ηλικίες και από τον τρόπο που μαθαίνουν ποδόσφαιρο τα παιδιά. Σήμερα προφανώς τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα συγκριτικά με δέκα χρόνια πριν, όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, αλλά και πάλι υπάρχουν προβλήματα. Οι έλληνες ποδοσφαιριστές φτάνουν σε ηλικία 22-23 ετών, είναι βασικοί στις ομάδες τους και παίζουν μόνο με το ταλέντο που διαθέτουν και όπως αυτοί ενστικτωδώς θεωρούν ότι είναι σωστό. Δεν αγωνίζονται με οργανωμένο τρόπο, δεν έχουν μάθει να παίζουν πραγματικό ποδόσφαιρο αλλά αυτό που λέμε ποδόσφαιρο αλάνας. Και εκείνο ήταν που με ενοχλούσε διότι έβλεπα παίκτες με τόσο ταλέντο οι οποίοι δεν αξιοποιούνταν σωστά και παρέμεναν στάσιμοι».
Θεωρείτε ότι με αυτό το πλάνο που έχει τεθεί σε εφαρμογή μπορεί μελλοντικά να υπάρξει «εθνική ποδοσφαιρική ταυτότητα» στο ελληνικό ποδόσφαιρο και στις εθνικές ομάδες;
«Πιστεύω πως ναι. Το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου είναι ότι, εφόσον παραμείνει ενεργό αυτό το πρότζεκτ, όποιος προπονητής κι αν έρθει τα επόμενα χρόνια, εννοείται ότι θα θέλει να περάσει στην ομάδα κάποια δικά του στοιχεία, αλλά θα γνωρίζει πως όποιους ποδοσφαιριστές και αν επιλέξει που θα προέρχονται από τις μικρές εθνικές ομάδες θα έχουν αναπτυχθεί μέσα από αυτό το ενιαίο εθνικό ποδοσφαιρικό μοντέλο που εφαρμόζεται σε όλες τις Εθνικές. Τα παιδιά που σήμερα είναι 14 ετών, όταν θα φτάσει η ώρα να παίξουν στην Ανδρών, θα είναι πανέτοιμοι για να ενταχθούν στην ομάδα και σε επίπεδο τακτικής και σε επίπεδο φιλοσοφίας. Ετσι συμβαίνει σε όλες τις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ολλανδία. Υπάρχει μια συγκεκριμένη σχολή ποδοσφαίρου και ο κάθε προπονητής που αναλαμβάνει βρίσκει ένα έτοιμο μοντέλο στο οποίο απλά βάζει τις δικές του πινελιές».
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα στο ελληνικό ποδόσφαιρο φαίνεται να πηγάζει περισσότερο από τα εθνικά πρωταθλήματα και λιγότερο από τις εθνικές ομάδες, που αποτελούν ό,τι πιο υγιές διαθέτει ποδοσφαιρικά η Ελλάδα…
«Κατά τη γνώμη μου δύο είναι τα βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά τα πρωταθλήματα υποδομής και την ακατανόητη μείξη που υπάρχει στις ηλικίες. Επί παραδείγματι, μου φαίνεται πολύ περίεργο ότι, ενώ στο καλεντάρι της FIFA και της UEFA υπάρχουν διοργανώσεις με συγκεκριμένες ηλικίες, κάτω των 15, κάτω των 17, κάτω των 19 και κάτω των 21 ετών, εδώ ακολουθείται ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο. Θεωρώ αδιανόητο να βάζεις ένα παιδί 21 ετών να παίζει απέναντι σε έναν 17χρονο. Και αυτό διότι άλλα πράγματα πρέπει να μαθαίνει ο ένας και άλλα ο άλλος. Η λύση λοιπόν είναι εθνικά πρωταθλήματα συγκεκριμένα για αυτές τις ηλικίες. Το δεύτερο έχει να κάνει με την προπόνηση, όπου θα πρέπει τα παιδιά να μαθαίνουν να παίζουν σωστό ποδόσφαιρο. Οπως πηγαίνουν στο σχολείο για να μάθουν γράμματα και σταδιακά εξελίσσονται και διδάσκονται άλλα πράγματα στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, έτσι και στο ποδόσφαιρο πρέπει να υπάρχει μια πρόοδος στην εκμάθηση. Τα βασικά του ποδοσφαίρου τα μαθαίνεις όταν είσαι μικρός και έχεις την ευχέρεια. Αν φτάσεις 20, 23, 25 ετών, είναι δύσκολο να αλλάξεις νοοτροπία σε έναν ποδοσφαιριστή. Και ας μην ακούω όλη την ώρα ότι υπάρχει πρόβλημα στην ψυχολογία ή στη φυσική κατάσταση, όπως πολλοί αναφέρουν ως την εύκολη λύση αν δεν έρχονται τα επιθυμητά αποτελέσματα. Προφανώς και αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά τις περισσότερες φορές το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως στην ποδοσφαιρική παιδεία και στο κατά πόσον αυτή εφαρμόζεται μέσα στο γήπεδο».
Η επόμενη ημέρα μετά την Εθνική Ελλάδας πού θα σας βρει;
«Ειλικρινά δεν ξέρω. Υπήρξαν κάποια τηλεφωνήματα, αλλά σε αυτή τη φάση θέλω να είμαι απόλυτα προσηλωμένος στην Εθνική. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει τίποτα χειροπιαστό. Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον. Μπορεί να με βρει οπουδήποτε, από την Κίνα ως και στο σπίτι μου».
Το ενδεχόμενο να παραμείνετε κάτοικος Ελλάδας υπάρχει;
«Δεν νομίζω ότι είναι ισχυρό αυτό το σενάριο. Στη φάση που βρίσκομαι δεν θα αποφασίσω μόνο με την καρδιά μου αλλά θα παίξουν ρόλο οι συνθήκες εργασίας, η προοπτική, οι στόχοι και φυσικά το οικονομικό. Και επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκομαι ήδη επτά χρόνια μακριά από την Πορτογαλία».