Απώλεια της Ελλάδας ως προωθητή της ένταξης των βαλκανικών χωρών στην ΕΕ λόγω της κρίσης
Οι επιπτώσεις που είχαν η ελληνική και η διεθνής οικονομική κρίση στη σχέση της Ελλάδας με τις άλλες βαλκανικές χώρες, αποτέλεσαν το θέμα ημερίδας, που διοργάνωσε σήμερα το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στην αίθουσα εκδηλώσεών του, με τη συμμετοχή σημαντικών επιστημόνων.
«Θέλουμε να αναδείξουμε τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια και τις οικονομικές επιπτώσεις από τη διείσδυση της χώρας στις βαλκανικές χώρες πριν και μετά την κρίση, αλλά και να καταγράψουμε τις προοπτικές που δημιουργούνται σήμερα» παρατήρησε στον χαιρετισμό του ο πρόεδρος και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ, Νικόλαος Φίλιππας.
Σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρη Καιρίδη, η διάχυση της κρίσης, η μακροοικονομική επιδείνωση και η πτώση των μεταναστευτικών εμβασμάτων, είναι, μεταξύ άλλων, οι άμεσες συνέπειες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης της ευρωζώνης και της Ελλάδας στις βαλκανικές χώρες.
Όπως είπε ο κ. Καιρίδης, οι ευρύτερες συνέπειες έχουν να κάνουν με την απώλεια της Ελλάδας ως προωθητή της ένταξης των βαλκανικών χωρών στην ΕΕ, αλλά και την επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων, καθώς οι κυβερνήσεις είναι απορροφημένες με την αντιμετώπιση της κρίσης.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Χαράλαμπος Τσαρδανίδης, σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια, με την κρίση στην Ελλάδα, οι υποσχέσεις που δόθηκαν για ανασυγκρότηση των βαλκανικών χωρών δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν και η διακοπή της αναπτυξιακής βοήθειας της Ελλάδας είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της επιρροής της.
Στις προτάσεις του για τις προτεραιότητες που πρέπει να έχει σήμερα η άσκηση της οικονομικής διπλωματίας της Ελλάδας, ο κ. Τσαρδανίδης αναφέρθηκε στον ρόλο του αλβανικού παράγοντα, λέγοντας ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να διαμορφώσει ολοκληρωμένη βαλκανική πολιτική χωρίς να τον λάβει υπόψη, καθώς θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια στην περιοχή».
Επίσης, υπογράμμισε τη σημασία της προώθησης των διαπεριφερειακών συνεργασιών και τη μεγαλύτερη προσπάθεια που πρέπει να δοθεί στις εξαγωγικές δραστηριότητες των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια.
Για πλήγμα στον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια, καθώς και στο κύρος της χώρας μετά την κρίση, έκανε λόγο και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας. Αντίθετα, όπως είπε, οι φόβοι που υπήρχαν για περαιτέρω εξάπλωση της οικονομικής κρίσης στις βαλκανικές χώρες και για εμπλοκή της ενταξιακής διαδικασίας αυτών των χωρών στην ΕΕ, φαίνεται να μην έχουν βάση, καθώς «παρά τις αρχικές εκτιμήσεις η ελληνική οικονομική κρίση δεν επηρέασε καθοριστικά τα οικονομικά δρώμενα στα Βαλκάνια, ενώ, στο ίδιο πλαίσιο, η διαδικασία ένταξης βαλκανικών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίστηκε, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Κροατίας, που έγινε πλήρες μέρος τον περασμένο Ιούνιο».
«Δεν μπορεί να γίνει ασφαλής πρόβλεψη για το μέλλον» παρατήρησε ο ομιλητής για να προσθέσει: «Ο οικονομικός και πολιτικός ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια είναι άμεσα συνδεδεμένος με την οικονομική πορεία της χώρας, αλλά και το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον». Οι ελληνικές προτεραιότητες θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας, η άσκηση αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής και η ενδυνάμωση της οικονομικής διπλωματίας, κατέληξε ο κ. Λιαργκόβας.
Στις τραπεζικές εξελίξεις εστίασε την ομιλία του ο οικονομικός σύμβουλος και πρώην μέλος της Task Force της Κομισιόν στην Ελλάδα, Γενς Μπάστιαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, οι συστημικές τράπεζες διαθέτουν σήμερα 2.711 καταστήματα στη νοτιανατολική Ευρώπη, με το μερίδιο αγοράς τους να κυμαίνεται στο 17%. Όπως τόνισε, σήμερα, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες είναι η απαίτηση της τρόικας για περιορισμό των δραστηριοτήτων τους στις ξένες αγορές έως το 2017, που σημαίνει μείωση της μητρικής χρηματοδότησης για τις θυγατρικές τράπεζες και μείωση του δανεισμού.
Εξάλλου, ο κ. Μπάστιαν επέστησε την προσοχή στους κινδύνους που ελλοχεύουν για τις ελληνικές τράπεζες από την κατάσταση στην Ουκρανία. «Οι κυπριακές και αυστριακές τράπεζες κινδυνεύουν περισσότερο γιατί έχουν μεγάλη δραστηριότητα στην Ουκρανία. Υπάρχουν όμως και ελληνικές τράπεζες με θυγατρικές εκεί» ανέφερε, ενώ απαντώντας σε ερώτηση για το εάν πρέπει οι ελληνικές τράπεζες να μείνουν ή να φύγουν από την Ουκρανία, είπε: «Νομίζω ότι τελικά η παρουσία των ελληνικών τραπεζών στην Ουκρανία θα εξαρτηθεί από το εάν θα μείνουν οι περίπου 60 ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί».