«Η ζωή δεν µιµείται την τέχνη αλλά την κακή τηλεόραση» έλεγε ο Γούντι Αλεν, διά στόµατος Τζούλιετ Λιούις στα «Παντρεµένα ζευγάρια». Eλα όµως που δεν είναι λίγες οι φορές που το καλό σινεµά πατά πάνω σε αυτό που αποκαλούµε αληθινή ζωή για να στήσει µια εξόχως καθηλωτική µυθοπλασία.
Οι σεναριογράφοι του Χόλιγουντ μπορεί να είναι εξαφανισμένοι από προσώπου Γης για τριακόσιες εξήντα τέσσερις ημέρες τον χρόνο (εν αντιθέσει προς τους σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές και μεγαλοπαραγωγούς – που πάνω τους στηρίζονται), αλλά τη βραδιά της οσκαρικής τελετής μπορούν και αυτοί να περιδιαβούν στο κόκκινο χαλί (και στον πανάκριβο μπουφέ).
Και ενώ άλλες χρονιές τα βασικότερα ονόματα στις κατηγορίες των Οσκαρ αφορούσαν διασκευασμένα μυθιστορήματα του Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν, του Μάριο Πούζο, της Τζέιν Οστιν ή του Κόρμακ Μακ Κάρθι (που έκανε το πέρασμά του στην αυθεντική σεναριακή μυθοπλασία φέτος με τον «Συνήγορο», τρώγοντας θεαματικά τα μούτρα του), φέτος η πρώτη ύλη στην κατηγορία του διασκευασμένου σεναρίου είναι «βασισμένη σε αληθινή ιστορία».
Και φυσικά η λέξη-κλειδί εδώ δεν είναι το «αληθινή» αλλά το «βασισμένη». Γιατί αυτή δίνει το περιθώριο στους δημιουργούς να παίξουν με τα όρια της πραγματικότητας, να την κάνουν πιο φωτογενή και αν σκοντάψουν και λίγο στα χωράφια της μυθοπλασίας, ε, δεν έγινε και τίποτα. Και φυσικά, αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται.
Πάρτε τον σεναριογράφο Τζον Ρίντλεϊ, για παράδειγμα. Ο άνθρωπος πέρασε όχι ένα και δύο αλλά τέσσερα χρόνια προσπαθώντας να διασκευάσει τα απομνημονεύματα του Σόλομον Νόρθαπ, να τα μετατρέψει δηλαδή σε κινηματογραφικές εικόνες στο «12 χρόνια σκλάβος». Και το πιθανότερο είναι πως θα κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματάκι. Η Αμερικανική Κινηματογραφική Ακαδημία άλλωστε έχει αποδείξει πως δύσκολα μπορεί να μείνει ασυγκίνητη σε ιστορίες που καταπιάνονται με τον ρατσισμό, το Ολοκαύτωμα ή και την τρομοκρατία. Μια ματιά στις βραβεύσεις των τελευταίων ετών θα σας πείσει.
Φέτος, έξι από τις εννέα ταινίες που προτείνονται ως καλύτερες βασίζονται σε αληθινά γεγονότα – ίσως η μεγαλύτερη αναλογία στην ιστορία του θεσμού. Ανέκαθεν υπήρχε μια τάση, αλλά παρουσιάζεται έκρηξη τα τελευταία δύο χρόνια – από το περσινό «Επιχείρηση Αργώ» (μια επιχείρηση της CIA στο Ιράν), το τραύλισμα του «Λόγου του βασιλιά» μέχρι το «Hurt Locker», νικητή του Οσκαρ το 2009, ένα φιλμ για τις ομάδες εξουδετέρωσης βομβών στο εμπόλεμο Ιράκ.
Το φαβορί για την κατηγορία του Α’ Ανδρικού Ρόλου, ο Μάθιου Μακ Κόναχι, πρωταγωνιστεί ενσαρκώνοντας έναν καουμπόη ηλεκτρολόγο στο «Dallas Buyers Club» – και θα μπορούσε να κλέψει την παράσταση αν στο πλάι του δεν πρωταγωνιστούσε ο εξίσου καθηλωτικός Τζάρεντ Λίτο, επίσης φαβορί για το βραβείο… Β’ Ανδρικού Ρόλου. Οι δύο ηθοποιοί υποβλήθηκαν σε εξαντλητική απώλεια βάρους για να υποδυθούν τους οροθετικούς, αντίθετους πόλους, έναν ομοφοβικό μάτσο Τεξανό και μια εκκεντρική τραβεστί.
Στη κατηγορία της καλύτερης ταινίας, πάντως, ουσιαστικά συναγωνίζονται τρεις – επικρατούν δηλαδή στα προγνωστικά: «12 χρόνια σκλάβος», «Οδηγός διαπλοκής» και «Gravity». Από αυτά τα φιλμ, τα δύο βασίζονται σε αληθινά περιστατικά. «Πάντοτε ήθελα να διηγηθώ μια κινηματογραφική ιστορία για τη σκλαβιά και ήταν απλώς ένα από αυτά τα θέματα για τα οποία σκέφτεσαι ότι δεν θα ξέρεις ποτέ πώς να το προσεγγίσεις.
Μου άρεσε στην ιστορία η ιδέα να ξεκινάς από έναν ελεύθερο άνθρωπο, έναν άνθρωπο όπως οποιοσδήποτε από αυτούς που βλέπουν την ταινία στο σινεμά, έναν συνηθισμένο οικογενειάρχη» δηλώνει ο σκηνοθέτης του «12 χρόνια σκλάβος» Στιβ Μακ Κουίν. Φρόντισε ωστόσο να αποτυπώσει το δράμα του με τον πλέον φωτογενή τρόπο, ειδάλλως, το θέμα του με τίποτα δεν θα περνούσε τα σκαλοπάτια της Αμερικανικής Κινηματογραφικής Ακαδημίας.
Φωτογενές είναι ούτως ή άλλως το φιλμ του Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ «Οδηγός διαπλοκής», αλλά αυτό είναι εύκολο όταν έχεις να κάνεις με ιστορία που διαδραματίζεται στα 70s.
Η περιπέτεια της ταινίας άρχισε όταν ο σεναριογράφος Ερικ Γουόρεν Σίνγκερ πλησίασε τον Ρόβεν και τον Σακλ για να φτιάξουν ένα φιλμ με θέμα το σκάνδαλο Αμπσκαμ. Οταν όμως έφεραν το πρότζεκτ στον Ο’ Ράσελ εκείνος πρότεινε μια νέα προσέγγιση, να απομακρυνθεί από το σκάνδαλο και να επικεντρωθεί στις προσωπικές αναμνήσεις, στα αισθήματα και στη φαντασία του για να δημιουργήσει μια φανταστική ταινία χαρακτήρων.
«Τελικά, ελπίζω το κοινό να περάσει όμορφα με τους χαρακτήρες» έλεγε σε συνέντευξή του. «Η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που μπορεί να μου κάνει κάποιος είναι όταν φύγει από την αίθουσα και πει, “τους λάτρεψα αυτούς τους ανθρώπους, δεν ήθελα να τους αφήσω”».
Αντιλαμβάνεστε ότι οι ιστορίες αυτές δεν έπρεπε να στηθούν μονάχα αξιοπρεπώς στην οθόνη, αλλά να μπορούν και να παρελάσουν στο κόκκινο χαλί. Τι κι αν ο «Λύκος της Γουόλ Στριτ», ο χαρακτήρας που ενσάρκωσε ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο (επίσης υποψήφιος), έκανε πολλά χειρότερα από όσα η ταινία τού καταλογίζει; Δεν έχει και τόση σημασία. Γιατί όταν η πραγματικότητα συναντά τη χολιγουντιανή αισθητική (η οποία είναι ένα αχανές διάστημα από μόνη της και μπορεί να δεχτεί μέσα της σχεδόν τα πάντα), αυτό που προκύπτει είναι ένα πάντρεμα που μπορεί να είναι και καταγγελτικό αλλά και εξίσου απαστράπτον.
Στο ζήτημα του Α’ Γυναικείου Ρόλου, όσοι ασχολούνται σοβαρά με τα της Αμερικανικής Ακαδημίας γνωρίζουν πως οι καταγγελίες της Μία Φάροου δεν θα μπορούσαν να την επηρεάσουν σε καμία περίπτωση. Η ίδια – απίστευτο! – δεν κατόρθωσε ποτέ να βρεθεί ούτε καν υποψήφια για μια ταινία του τότε συντρόφου της Γούντι Αλεν, ενώ οι συγκεκριμένες κατηγορίες σκάνε περίπου κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια και ξεχνιούνται λίγο καιρό μετά.
Κανείς όμως δεν θα μπορούσε εύκολα να ξεχάσει την Κέιτ Μπλάνσετ στον πρώτο ρόλο της «Θλιμμένης Τζάσμιν». Βασισμένος σε μια ιστορία που του μετέφερε η σύζυγός του, ο Αλεν έπλασε μια κωμικοτραγική μυθοπλασία και η ηθοποιός του έδωσε μια ερμηνεία από αυτές που η Ακαδημία δεν θα μπορούσε να αγνοήσει. Ομοίως, η Λουπίτα Νιόνγκο του «12 χρόνια σκλάβος» διεκδικεί (και πιθανότατα θα κερδίσει) το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου, πατώντας και εκείνη σε ένα καθ’ όλα αληθινό δράμα – ειδικά στη σκληρή σκηνή του μαστιγώματός της από τον αφέντη της, Μάικλ Φασμπέντερ.