Γράφει ο Στέφανος Κασιμάτης
Μένω στο κέντρο της πόλης και η θέα των αστυνομικών, που σταθμεύουν σε διάφορα σημεία του, μου γεννά το αίσθημα της ασφάλειας. Αμφιβάλλει κανείς ότι η παρουσία τους λειτουργεί αποτρεπτικά; Για να δώσω ένα παράδειγμα, αποτρέπει τα πρεζάκια των Εξαρχείων, που μέχρι να αποκτήσει σοβαρή ηγεσία το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και να αναδιοργανωθεί η αστυνόμευση του κέντρου, σχεδόν κάθε Σαββατόβραδο, συνήθιζαν να διεξάγουν την τακτική τους καταδρομική επιχείρηση επιθετικής επαιτείας κατά μήκος της Σκουφά, από τα Εξάρχεια ώς το Κολωνάκι και από εκεί ξανά προς τα πίσω.
Παραμένουν, βέβαια, οι μεμονωμένες περιπτώσεις τοξικομανών που επαιτούν, αλλά οι οργανωμένες εξορμήσεις έχουν πια σταματήσει. Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι οι τοξικομανείς είναι άρρωστοι. Καταλαβαίνω, επίσης, ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τη δύναμη να ελέγξουν τον ψυχικό πόνο που μπορεί να τους οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή. Αλλά, εφόσον μιλούμε για οργανωμένη κοινωνία και όχι για τη «φυσική κατάσταση του ανθρώπου», κατά την έννοια του Χομπς, η κάθε μειοψηφία δεν μπορεί να επιβάλει την ιδιορρυθμία της στην πλειοψηφία, ούτε η αρρώστια να γίνεται η δικαιολογία της βίας και της παραβατικότητας. Απλά πράγματα, νομίζω.
Ομως, όσο και αν κάποιες φορές προσπαθώ να το ξεχάσω, γνωρίζω ότι διαβιώ στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα και αυτό σημαίνει ότι η έννοια του αυτονόητου δεν ισχύει. Υπάρχουν και εκείνοι που έχουν τους λόγους τους να ενοχλούνται από την παρουσία της Αστυνομίας στο κέντρο της πόλης, όπως ο εκλεκτός του Τσίπρα για τη δημαρχία Αθηναίων: «Η υπερβολική παρουσία αστυνομικών μας ενοχλεί όλους», είπε σε συνέντευξή του ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης. Εννοείται ότι, μιλώντας για «όλους», αναφερόταν, με τη συνήθη ηθική έπαρση του αριστερού, στον εαυτό του και τους φίλους του. Διότι, από την άλλη πλευρά, προσωπικώς τυγχάνει να γνωρίζω πολύ κόσμο, ο οποίος καθόλου δεν ενοχλείται από την παρουσία των αστυνομικών. (Αλλο αν δεν διανοούμαι να ισχυρισθώ ότι αυτοί που εγώ γνωρίζω εκφράζουν το όλον, επειδή συμβαίνει να συμφωνώ με τις απόψεις τους, όπως κάνει ο Γ. Σακελλαρίδης…).
Ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ θέλει την Αστυνομία στις γειτονιές, μακριά από το κέντρο, επειδή το πραγματικό θέμα του είναι η αποκατάσταση του ιδιότυπου καθεστώτος ημιαυτονομίας των Εξαρχείων: «Ενα μεγάλο κομμάτι της Αστυνομίας παραμένει δεσμευμένο μέσα στο κέντρο της Αθήνας, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων με ένα τρόπο που και σε οπτικό επίπεδο να δημιουργεί άσχημο συναίσθημα στους κατοίκους ως αστυνομοκρατούμενη πόλη», μας λέει με τρόπο που αξίζει να τον προσέξουμε και για την ελαφρώς «κουλή» σύνταξη του λόγου του.
Δικαίωμά του να θέλει το κέντρο στο έλεος του υποκόσμου των Εξαρχείων. Εχω την εντύπωση όμως ότι η θέση του καθενός στο ζήτημα της αστυνόμευσης εξαρτάται από την πλευρά που ο ίδιος διάλεξε για να ζήσει τα Δεκεμβριανά του 2008 και τις ταραχές που ακολούθησαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια και σχεδόν διέλυσαν το κέντρο της Αθήνας. Ολοι γνωρίζουμε με ποια πλευρά ήταν ο Αλέξης και οι φίλοι του· και αν κάποτε το ξεχνάμε δεν παραλείπουν οι ίδιοι να μας το θυμίζουν ξανά. Εμείς οι άλλοι, όμως, που θυμόμαστε πολύ καλά την παρατεταμένη περίοδο αναρχίας στο κέντρο, ιδίως επί κυβερνήσεως ΓΑΠ, δεν νομίζω να νοσταλγούμε την εποχή που κάθε τόσο οι αναρχικοί έκαναν πάρτι καταστροφής εις βάρος όλων των άλλων. Ούτε και μας ενοχλεί η πράγματι έντονη παρουσία της Αστυνομίας στο κέντρο, διότι χάρη σε αυτήν έχει αποκατασταθεί η ομαλότητα της ζωής στην πόλη.
Στο βάθος του θέματος, όμως, δεν είναι ότι ο Σακελλαρίδης και, γενικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν την προτεραιότητα της αστυνόμευσης στις γειτονιές έναντι του κέντρου – ένα βολικό πρόσχημα είναι αυτό και τίποτε περισσότερο. Στην πραγματικότητα, είναι αντίθετοι για ιδεολογικούς και συμβολικούς λόγους με την ύπαρξη ενός κέντρου στην πρωτεύουσα, που θα λειτουργεί ως βιτρίνα της πόλης, όπως δηλαδή συμβαίνει σε κάθε πρωτεύουσα του πολιτισμένου κόσμου. Η εξομοίωση όλων υπαγορεύεται από την ίδια την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια κατάσταση που την επιδιώκουν, επειδή εξυπηρετεί τους απώτερους στόχους τους. Ο λόγος είναι ότι η ισοπέδωση αφαιρεί κάθε νόημα από την ατομική φιλοδοξία για πρόοδο: την εξουδετερώνει. Οταν η πόλη δεν έχει τη βιτρίνα της, όταν η εξαθλίωση και τα φαινόμενα της γκετοποίησης μοιράζονται εξίσου παντού, σε τι μπορείς να προσβλέπεις και τι μπορεί να κατευθύνει την ατομική φιλοδοξία του καθενός μας για ένα καλύτερο μέλλον; Δεν είναι, λοιπόν, μόνον ο φθόνος που ανάγει την ισοπέδωση σε επιδίωξη της Αριστεράς, αλλά και η χρησιμότητά της για τον έλεγχο που θέλει να επιβάλει στην κοινωνία.
Υπό το πρίσμα αυτό, δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι ο Γ. Σακελλαρίδης θα υποστήριζε ποτέ τη νομοθετική ρύθμιση στο ζήτημα των διαδηλώσεων. Δηλώνει ότι, γι’ αυτόν, οι πολίτες πρέπει να έχουν το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι. Εστω και αν είναι εκατόν πενήντα, όσοι και οι γιατροί που απέκλεισαν χθες το Σύνταγμα για δύο ώρες. Αυτό που εννοεί, στην πραγματικότητα, είναι το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι εις βάρος των άλλων. Εκεί, όμως, που η αφέλειά του φθάνει στο αποκορύφωμά της (ή μήπως ο κυνισμός του πολιτευόμενου που απευθύνεται συνειδητά στους ηλίθιους;) είναι όταν αιτιολογεί την άρνησή του με τον κωμικό ισχυρισμό ότι «όταν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, δεν θα χρειάζεται να κάνουν τόσες πορείες οι πολίτες».
Πρέπει να συγχαρούμε τον Αλέξη για μία ακόμη έξοχη επιλογή του στο πρόσωπο του Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Ειδικά, δε, θα όφειλε να το πράξει ο σημερινός δήμαρχος. Διότι, με τέτοιες θέσεις, ο Σακελλαρίδης στρέφει προς τον Καμίνη τον λογικό κόσμο, εκείνους δηλαδή που είτε προτιμούν να αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί (λόγω του γνωστού μεταπολιτευτικού συμπλέγματος) είτε ως κεντροδεξιοί…
Καθημερινή