Ένα κράτος πρόνοιας και δικαίου δεν κρίνεται μόνο από τις παροχές του προς τους εργαζόμενους αλλά πρωτίστως από αυτά που που παρέχει στους ανασφάλιστους.
Και η Ελλάδα αυτή την στιγμή έχει γεμίσει από ανασφάλιστους οι οποίοι αγγίζουν τα 2,6 εκατ.
Ανασφάλιστοι όμως, που κάποτε ήταν νοικοκύρηδες πλήρωναν τις εισφορές τους στα ταμεία και ήταν συνεπείς απέναντι στο κράτος. Ένας μεγάλος όγκος ανασφάλιστων αυτή την στιγμή, είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες που απώλεσαν τις δουλειές τους και είδαν ξαφνικά να χάνονται όλα σε μία ημέρα στην Ελλάδα της κρίσης.
Αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως πολίτες τρίτης κατηγορίας και είναι αμφίβολο, όπως αναφέρουν εκπρόσωποι των υγειονομικών φορέων, να μπορέσουν να έχουν την περίθαλψη που δικαούνται και που αξίζουν με το νομοσχέδιο για την ΠΦΥ (ΠΕΔΥ) το οποίο ψηφίζεται την Τετάρτη και Πέμπτη στην Βουλή. Αλλά και τα περίφημα voucher υγείας που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο Υγείας για ανασφάλιστους, βρίθουν από γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα να γίνονται κάθε άλλο παρά ελκυστικά για τους πολίτες και ιδιαίτερα για τους ανασφάλιστους καρκινοπαθείς, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες από τις Ενώσεις Ασθενών, οι αιτήσεις είναι λίγες.
Τα στοιχεία αυτά, παρουσιάστηκαν το Σάββατο σε μία σημαντική ημερίδα που δυστυχώς πέρασε στα ψιλά και οργάνωσε το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνών για τον Καρκίνο σε συνεργασία με τέσσερις Ενώσεις Ασθενών. Μάλιστα στην ομιλία του ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Κυριάκος Σουλιώτης, έριξε μία ενδιαφέρουσα ιδέα: να μπορούσε κάποια στιγμή να συνεργασθεί η βιομηχανία με το κράτος για να βρει λύσεις για τους ανασφάλιστους. Σε κάποιες χώρες μάλιστα, όπως σημείωσε, οι εταιρείες ανέλαβαν το ποσοστό συμμετοχής του ασθενούς στο πλαίσιο της εταιρικής ευθύνης. Θα πρέπει επίσης επεσήμανε ο κ. Σουλιώτης, να αξιολογούμε το κόστος των θεραπειών και σε σχέση με την αποτελεσματικότητά τους, αφού μια ακριβή θεραπεία, που κάνει καλά τον ασθενή, τελικά μπορεί να αποδειχθεί φθηνή και συμφέρουσα για την σύστημα υγείας. Είναι καιρός, να σταματήσει το κράτος να κρύβει την σκόνη κάτω από το χαλί, τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Σουλιώτης.
Να σημειωθεί ότι το κόστος για την αντιμετώπιση του καρκίνου, ανέρχεται στο 5-7% του συνολικού κόστους για την υγεία, ενώ όπως αναφέρει στο onMed.gr ο κ. Σουλιώτης, εφέτος η δημόσια δαπάνη για την υγεία θα κυμανθεί κάτω από τον στόχο του ΑΕΠ.
Σε μία οριακή εποχή για την χώρα και τους πολίτες με την τρομακτική ανεργία, με τους ανασφάλιστους που δημιουργούνται καθημερινά κατά ορδές, με το 1/3 των εισοδημάτων των νοικοκυριών να κατευθύνονται στα χρέη, η άμεση πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και η ουσιαστική περίθαλψη, θα πρέπει να βρίσκεται στην «καρδιά» της μεταρρύθμισης. Λίγα πράγματα όμως βλέπουμε στο περίφημο νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, το οποίο τελικά, κάνει περισσότερο λόγο για απολύσεις και διαθεσιμότητα, και λιγότερο για πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
Η Ελλάδα ξοδεύει 1000 ευρώ κάτω από το μέσο όρο της κατά κεφαλήν δαπάνης για την υγεία, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2011, ενώ η μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης για την υγεία από το 2010 στο 2011 στην Ελλάδα, ήταν της τάξης του 19%. Σύμφωνα με τον κ. Σουλιώτη και βάσει στοιχείων για τρεις κατηγορίες καρκίνου στην Αττική από την Παθολογοανατομική Εταιρεία, κάνοντας τις απαραίτητες αναγωγές των σχετικών δεικτών, το μηνιαίο κόστος για τους ανασφάλιστους ασθενείς με καρκίνο του μαστού είναι 1 εκατομμύριο ευρώ, 300.000 για τους ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου και 300.000 για τους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα.
Στο ζήτημα που προκύπτει εάν μπορούμε να καλύπτουμε αυτούς τους ανασφάλιστους ασθενείς η απάντηση δεν είναι εύκολη, σημειώνει ο καθηγητής, και προσθέτει: «Το παράδοξο είναι ότι «ενώ η τρόικα ζητούσε από τη χώρα μας οι δαπάνες για την υγεία να περιορισθούν στο 9,1% του ΑΕΠ, εμείς τις φτάσαμε στο 5,9 του ΑΕΠ, απαντώντας στις υπερβολές του παρελθόντος και πάλι με υπερβολές, αυτή τη φορά από την άλλη μεριά».
Επιπλέον, συνεχίζει ο καθηγητής, η απροθυμία και η αδιαφορία της χώρας μας στην καταγραφή των περιστατικών, δε δίνει τη δυνατότητα για ουσιαστική και αποτελεσματική προσέγγιση του προβλήματος. «Στη Τσεχία αντιθέτως, από το 1977 όχι μόνο καταγράφουν τους ασθενείς τους αλλά παρακολουθούν και την εξέλιξη της ασθένειας τους, «στη χώρα μας όλες οι προσπάθειες καταγραφής προέρχονται από το ρομαντισμό ορισμένων με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να βρούμε λύση γιατί δε ξέρουμε ποτέ με ακρίβεια πόσο μεγάλο και ποιό είναι το πρόβλημα».
Οι ανασφάλιστοι και οι χρονίως πάσχοντες αποτελούν δύο καίριες ενότητες σε κάθε σύστημα υγείας. Η πολιτική για τις δύο αυτές κατηγορίες, χαρακτηρίζει άλλωστε και το ίδιο το κράτος. Στην σημερινή όμως οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα και κρίση που βιώνει η χώρα μας, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας δεν θα πρέπει να είναι περήφανη για τα μέτρα που έχει λάβει για τις δύο κατηγορίες αυτές των πολιτών μας.