Οι πιστοί μένουν για πάντα πιστοί
Στο Λέικ Σίτι της Μινεζότα, ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου, κάπου στη δεκαετία του 1950, η «Lake City Herald» δημοσίευσε άρθρο για την προφητεία της Μαρία Κιτς: η πόλη, όπως και άλλα μέρη των ΗΠΑ, θα καταστρέφονταν, και μόνον οι πιστοί θα σώζονταν από τους εξωγήινους που θα εισέβαλαν με διαστημόπλοια από τον πλανήτη Κλέρον.
Το τέλος του κόσμου ήταν προγραμματισμένο για τις 21 του επόμενου Δεκεμβρίου, σύμφωνα με την Κιτς.
Τη θεωρία της Κιτς παρακολουθούσε ομάδα κοινωνιο-ψυχολόγων, οι οποίοι υποστήριζαν πως, με βάση τη σύγχρονη παρατήρηση του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούσαν να εξηγήσουν τους μηχανισμούς κάθε προφητείας γενικότερα, από τις πρώτες χριστιανικές μέρες μέχρι την εποχή μας.
Η αναμονή πήγε στράφι, αλλά οι οπαδοί της Μαρία Κιτς βρήκαν δικαιολογίες για την αποτυχία της πρόβλεψης. Οι παρατηρητές αναγνώρισαν ακριβώς τις ίδιες αντιδράσεις για τη συντέλεια του κόσμου όπως και στις αρχαίες αιρέσεις, για τις οποίες, όμως, οι πληροφορίες ήταν ελλιπείς.
Οι «μιλερίτες» -οπαδοί του Ουίλιαμ Μίλερ, ενός αγρότη που ζούσε στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης και πίστευε στην πραγματοποίηση της βιβλικής προφητείας- περίμεναν κατά τη διάρκεια όλου του έτους 1843, χωρίς να χάνουν τις ελπίδες τους. «Η χρονιά που θα τελείωνε ο κόσμος πέρασε. Ο μιλερισμός παρέμεινε. Οσοι δεν υπήρξαν απόλυτα πεπεισμένοι εγκατέλειψαν, ήταν όμως ελάχιστοι. Αντίθετα, ήταν πολλοί εκείνοι που διατήρησαν την πίστη και τη φλόγα τους. Απέδιδαν, ευχαρίστως, την απογοήτευσή τους, σε λάθος στον υπολογισμό του έτους. Παρά τη διάψευση της προφητείας, ο φανατισμός φούντωνε. Η φωτιά που προέρχεται από τέτοιου είδους συναισθήματα δεν σβήνει κατά παραγγελία. (…) Αντί να μειωθούν, οι εκδηλώσεις πίστης έγιναν ακόμα πιο αποφασιστικές στην προσμονή της Τελικής Κρίσης»(1).
Συγγραφείς του «Η αποτυχία μιας προφητείας», ο Λεόν Φέστινγκερ και οι συνάδελφοί του, είχαν, προφανώς, στο μυαλό τους το πιο σημαντικό επεισόδιο των απαρχών της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία συστάθηκε με αφορμή την προσμονή της Δευτέρας Παρουσίας, της γρήγορης επιστροφής του Χριστού στη Γη για την Τελική Κρίση.
«Πολιτικές ψευδαισθήσεις»
Οταν η προφητεία διαψεύδεται, οι οπαδοί δεν εγκαταλείπουν υποχρεωτικά την πίστη που έχει αποδειχθεί λανθασμένη. Το να αποκηρύξουν την πίστη τους κοστίζει ακριβά, κι έτσι αντιδρούν με υπερβάλλοντα ζήλο. Εφευρίσκουν κάθε είδους δικαιολογίες, που αφορούν κυρίως την ημερομηνία του γεγονότος -λανθασμένοι υπολογισμοί- για να πειστούν οι ίδιοι και διπλασιάζουν την ευλάβειά τους προσπαθώντας, μάλιστα, περισσότερο από ποτέ, να πείσουν και τους υπόλοιπους.
Σύμφωνα με τον Φέστινγκερ, η παράδοξη -για να μην πούμε παράλογη- αυτή συμπεριφορά εξηγείται από τη «γνωστική δυσαρμονία», ένα είδος ηθικής και διανοητικής «ενόχλησης», τόσο επίπονης, που η πραγματικότητα υποχωρεί μπροστά στην πίστη.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι τομείς πίστης, όπως η πολιτική, στην οποία αναφέρεται και ο πρόλογος του βιβλίου, εξηγώντας ότι το έργο φωτίζει τις «αντιδράσεις μας στις λαϊκές και πολιτικές προφητείες στις οποίες έχουν επενδύσει πολλές γενιές από το 1917»(2).
Η ημερομηνία της επανάστασης υποδήλωνε το πόσο ο νεοφιλελεύθερος στοχαστής Σερζ Μοσκοβιτσί είχε στο νου του τις θέσεις του Ρεϊμόν Αρόν για τις «κοσμικές θρησκείες», οι οποίες εκφράστηκαν την ίδια στιγμή με τη θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας.
Στο έργο «Το όπιο των διανοούμενων», ο Αρόν τα έβαζε με τον κομμουνισμό, μια ιδεολογία που, όπως έλεγε, καλυμμένη πίσω από το πέπλο της επιστήμης, αποτελούσε θρησκευτική πίστη εμποτισμένη με την ελπίδα της σωτηρίας. Υπογράμμιζε, μάλιστα, ότι οι οπαδοί της επιδείκνυαν επίμονα την άρνησή τους μπροστά στις πιο ξεκάθαρες αλήθειες, όπως η δικτατορική φύση του σταλινισμού και η φτώχεια της σοβιετικής κοινωνίας.
Ο Αρόν, κοινωνιολόγος και αρθρογράφος στη «Figaro», πετύχαινε έτσι διπλό χτύπημα: Τακτοποιούσε τους λογαριασμούς του με τους πρώην συντρόφους του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, και, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, υπηρετούσε και τον αντικομμουνισμό της νέας του πολιτικής οικογένειας.
Αλλά, γιατί, άραγε, οι κομμουνιστές ήταν οι μόνοι που είχαν ψευδαισθήσεις;
Οταν ο Αρόν υποστήριζε ότι «η αταξική κοινωνία που θα φέρει την κοινωνική πρόοδο χωρίς επανάσταση είναι συγκρίσιμη με το βασίλειο της χιλιετίας που ονειρεύονται οι οπαδοί του τέλους του κόσμου»(3), πώς να μη διακρίνει κανείς ότι ο θρησκευτικός ορισμός του κομμουνισμού εφαρμόζεται και σε άλλες ιδεολογίες; Κι όμως, ο κατήγορος απέκλειε ντε φάκτο την πιθανότητα. Αναφερόταν στους νεοφιλελεύθερους, ως άτομα που αμφιβάλλουν και που δεν έχουν κανένα δόγμα.
Η ανάλυση των κοσμικών θρησκειών θα είχε μεγαλύτερη αξία εάν είχε εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις. Μόνο που, έτσι, θα έπρεπε ν’ ασκήσει κριτική και στο δικό του στρατόπεδο, σε μία στιγμή όπου οι ιδεολογικοί του φάροι δεν έλαμπαν ιδιαίτερα.
Η αδυναμία αυτή ήταν αποτέλεσμα της πρόσφατης πανωλεθρίας που είχε προκαλέσει η κρίση του 1929 και η Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930. Ποια ήταν η αντίδραση των νεοφιλελεύθερων στην αποτυχία της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας; Τήρησαν στάση αιρετικών, αρνούμενοι την πραγματικότητα, στάση που εκφράστηκε από την περίφημη διακήρυξη του αμερικανού προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ, ο οποίος, ενάντια σε κάθε πραγματικό στοιχείο, στην καρδιά της ύφεσης, διαβεβαίωνε ότι «η ευημερία μάς περιμένει στην επόμενη γωνία».
Υπήρξαν επίσης και πιστοί, όπως ο Κλοντ Γκινού, διευθυντής της επιθεώρησης «La Journee industrielle», που υποστήριξαν ότι δεν επρόκειτο για σφάλμα της αγοράς αλλά του κράτους, εξαιτίας του παρεμβατισμού του: «Αυτό που ονομάζουμε καπιταλιστικό χάος είναι απλώς το κακό αποτέλεσμα ενός οργανισμού που επί είκοσι χρόνια ταλαιπωρείται από σπασμωδικές κρατικές παρεμβάσεις»(4).
Απέναντι στην κατάφωρη διάψευση από την πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη επιμονή πυροδοτεί, λοιπόν, την αναθέρμανση του προσηλυτισμού. Οι πιστοί τα βάζουν με το New Deal και κάθε κοινωνική πολιτική. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρόλο που ήταν προϊόν της κρίσης, τους έδωσε επιπλέον επιχειρήματα για να καταφερθούν εναντίον του κρατικού παρεμβατισμού, εξομοιώνοντας, βολικά, τον ναζισμό με τον κομμουνισμό.
Ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμη, όταν ο Φρίντριχ Χάγεκ ξεχνούσε ήδη τον ναζισμό για να αφοσιωθεί στην κριτική του κράτους πρόνοιας, στο οποίο δεν έβλεπε τίποτα περισσότερο -ένα ακόμα μεγάλο του λάθος- παρά το φάντασμα του κομμουνισμού. Το 1946, δημιούργησε τη «Societe du Mont-Pelerin» για να ενώσει τις προσπάθειες των ηττημένων. Σχεδόν κανείς, τότε, δε γνώριζε το μυστικό αυτό κλαμπ, που συγκέντρωνε τους ελάχιστους οικονομολόγους που αντιτίθεντο στις κυρίαρχες θεωρίες του Κέινς.
Νεοφιλελεύθερη πίστη
Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να θριαμβεύσει και πάλι η νεοφιλελεύθερη πίστη, κυρίως χάρη στο βραβείο οικονομίας -ψεύτικο Νόμπελ και αληθινό βραβείο- που ιδρύθηκε το 1968 από την Τράπεζα της Σουηδίας στη μνήμη του Αλφρεντ Νόμπελ. Το βραβείο αυτό επέτρεψε να τιμηθούν από το 1974 και μετά, με πρώτο τον Χάγεκ, νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι. «Κερδίσαμε»(5) θριαμβολογούσαν τότε οι κληρονόμοι, οι οποίοι δεν είχαν διδαχθεί από την εμπειρία τους τη σεμνότητα.
Πριν από τον πρόσφατο και εντέλει σύντομο θρίαμβό τους, ήταν δύσκολο να δει κανείς το πόσο οι απόστολοι του νεοφιλελευθερισμού έτρεφαν φανατική πίστη που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τη θυσία των μαρξιστών για χάρη των επόμενων γενιών.
Ο προστατευτισμός της αγοράς είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα κακό υποκατάστατο του επίγειου παράδεισου, και ακόμα χειρότερο του ουράνιου παράδεισου -αρκετός όμως για να τρέφει το προφητικό ντελίριο και τους παραλογισμούς.
Η παράξενη συντηρητική συμμαχία ανάμεσα σε φονταμενταλιστές χριστιανούς και ευαγγελιστές της αγοράς, η οποία κυριάρχησε στην αμερικανική πολιτική σκηνή μέχρι το τέλος της προεδρίας Μπους(6), χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο στη Γαλλία για τη συμμαχία παραδοσιακών καθολικών και νεοφιλελεύθερων γύρω από το πρόσωπο του Νικολά Σαρκοζί.
Ο μόνος τρόπος να εξηγήσουμε το γεγονός ότι οι οπαδοί του κέρδους τα βρήκαν μια χαρά με τους οπαδούς της λύτρωσης είναι η ομοιότητά τους. Αλλωστε, επέδειξαν καλό γούστο, με το να μη σφετεριστούν ο ένας το βασίλειο του άλλου.
(1) Leon Festinger, Hank Riecken et Stanley Schachter, «L’Echec d’une prophetie», Presses universitaires de France, Paris, 1993 (πρώτη έκδοση το 1956), σ. 16.
(2) Leon Festinger, όπ.π, σ. 10.
(3) Raymond Aron, «L’Opium des intellectuels», Hachette, συλ. «Pluriel», Παρίσι, 2002, σ. 276.
(4) Αναφέρεται από τον Richard F. Kuisel, «Le Capitalisme et l’Etat en France. Modernisation et dirigisme au XXe siecle», Gallimard, Παρίσι, 1984, σ. 174.
(5) Jean-Claude Casanova, «Le Point», Παρίσι, 26 Ιουνίου 1989.
(6) Βλ. Thomas Frank, «Pourquoi les pauvres votent a droite. Comment les conservateurs ont gagne le c―ur des Etats-Unis», Agone, συλ. « Contre-Feux », Μασαλία, 2008.
* Ο ALAIN GARRIGOU είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris-Ouest-Nanterre, συγγραφέας του «Les Elites contre la Republique. Sciences Ρο et l’ΕΝΑ», La Decouverte, Παρίσι, 2001.