Ένα διαφορετικό διαγνωστικό τεστ, που θα ανιχνεύει τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ανακάλυψαν Αμερικανοί επιστήμονες.
Το νέο τεστ θα χρησιμοποιεί τη θερμότητα για την εξέταση δειγμάτων αίματος. Με την τεχνική του θερμογραφήματος θα ελέγχεται η θερμοκρασία τήξης των πρωτεϊνών που υπάρχουν στο αίμα, μεταξύ αυτών και των πρωτεϊνών που εκκρίνονται από τους καρκινικούς όγκους. Έτσι, θα διαπιστώνεται αν μια γυναίκα έχει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και σε ποιο βαθμό έχει προχωρήσει η ασθένεια. Επιπλέον, το τεστ θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας, που ακολουθείται.
Για τις ανάγκες της έρευνας, εξετάστηκαν τα δείγματα αίματος 67 γυναικών, οι οποίες έπασχαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και βρίσκονταν σε διαφορετικά στάδια εξέλιξης της νόσου. Με την τεχνική του θερμογραφήματος οι ειδικοί προσπάθησαν να ανιχνεύσουν διαφορές ανάμεσα στα δείγματα ασθενών και υγιών γυναικών.
Οι ειδικοί, πάντως, επισημαίνουν ότι το νέο τεστ δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως το γνωστό τεστ Παπανικολάου, καθώς δεν μπορεί να συλλέξει προκαρκινικά κύτταρα. «Πλέον, έχουμε τη δυνατότητα να επιδείξουμε ένα πιο βολικό και λιγότερο παρεμβατικό τεστ για την ανίχνευση και την εξέλιξη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Το κλειδί δεν είναι η πραγματική θερμοκρασία τήξης, αλλά το προφίλ της θερμότητας», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης, δρ Nichola Garbett, από το Πανεπιστήμιο του Louisville στο Κεντάκι των ΗΠΑ. Μάλιστα, συμπλήρωσε ότι το νέο τεστ θα μπορεί να καθορίσει ποιες περιπτώσεις καρκίνου χρειάζονται άμεση θεραπεία και ποιες παρακολούθηση.
Η πειραματική τεχνολογία έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως του πνεύμονα, του δέρματος, των ωοθηκών, της μήτρας καθώς και πολλών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του λύκου, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και της νόσου Lyme. «Έχουμε καθιερώσει τα θερμογραφήματα για την ανίχνευση ενός σημαντικού αριθμού ασθενειών. Η τεχνική αυτή μάς δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε καλύτερα τους ασθενείς, που υποβάλλονται σε θεραπεία και παρακολούθηση και να προσαρμόζουμε τις θεραπείες, ώστε να είναι πιο αποτελεσματικές», συμπλήρωσε η δρ Garbett.
Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο περιοδικό «Plos One».