Το κρύο, παραμονές Χριστουγέννων, είναι τσουχτερό. Το στολισμένο «τσαρδί» του 47χρονου άστεγου Διονύση Σοφιανόπουλου στην οδό Δεληγιώργη βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του κλειστού ξενοδοχείου Απόλλων.
«Ο ιδιοκτήτης είναι φίλος. Μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω τον χώρο και μέχρι τώρα δεν ήρθε κάποιος να με διώξει. Αυτήν τη στιγμή είναι και αυτός άστεγος. Φιλοξενείται στον ξενώνα του δήμου στη πλατεία Βάθη», λέει στο «Εθνος».
Οδηγός νταλίκας με προϋπηρεσία δύο δεκαετιών, ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα με φορτηγό αλλά και με «ψυγείο» στη Γερμανία. Η επαγγελματική του διαδρομή περιλαμβάνει, πάντως, πολύ περισσότερες στάσεις: τοποθέτηση επίπλων κουζίνας που ήταν και η δουλειά του πατέρα του, συνεργεία αυτοκινήτων, μεροκάματα στη βιομηχανία γάλακτος, δουλειές του ποδαριού…
Παιδί οικογένειας οικονομικών μεταναστών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αμβούργο μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, όταν και επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα με τους γονείς και τον αδελφό του. «Μιλάω πολύ καλά Γερμανικά, Σουηδικά και Αγγλικά, ενώ καταλαβαίνω και Νορβηγικά. Παράλληλα με το σχολείο, εργαζόμουν στη δουλειά του πατέρα μου από την πρώτη ημέρα που έφτασα στην Ελλάδα. Ολα πήγαιναν ρολόι, μέχρι που αρρώστησε. Οταν τον χάσαμε, το 1992, η δουλειά έμεινε στον αδελφό μου που δεν κατάφερε να την κρατήσει. Οικονομικά ήμασταν κατεστραμμένοι, οπότε είπα να αναζητήσω αλλού την τύχη μου. Πήγα στη Στοκχόλμη. Δούλευα στα πλοία της Βαλτικής και σπούδαζα διοίκηση επιχειρήσεων και μάρκετινγκ. Εφτασα ένα εξάμηνο πριν το πτυχίο», μας λέει ο άνθρωπος που έκανε τη Δεληγιώργη σπίτι…
Το χαστούκι
Στην πορεία παντρεύτηκε, αλλά ο γάμος του δεν άντεξε πάνω από δώδεκα χρόνια. Και το χειρότερο ήταν ότι πέρασε 17 μήνες στη φυλακή, εξαιτίας μίας βίαιης αντίδρασης κατά της συζύγου του. «17 μήνες πρωτόδικα, για ένα χαστούκι», αναπολεί με σαρκασμό. Ο εγκλεισμός έληξε το 2007. Η επιστροφή στην Ελλάδα, στο πατρικό σπίτι της Νέας Μάκρης, έμοιαζε να είναι η επόμενη λογική κίνηση. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ήταν, ωστόσο, η σειρά της μητέρας του να «φύγει». Στη συνέχεια δημιούργησε δύο καταστήματα πώλησης δίσκων, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των εμπορικών δικτύων franchise. Για άλλη μία φορά η τύχη δεν του γέλασε. Η εξάπλωση του Ιντερνετ έστελνε τις πωλήσεις δίσκων στα αζήτητα. Ξεχρέωσε, έκλεισε την επιχείρησή του και πάλι από την αρχή.
Υστερα ήρθε η κόντρα με τον αδερφό του… «Ο αδελφός μου με ανάγκασε να πουλήσουμε το πατρικό που είχαμε εξ αδιαιρέτου, για να αγοράσει μία Μερσεντές. Νοίκιασα ένα σπίτι στο Μάτι και δούλεψα ως οδηγός στον Δήμο Νέας Μάκρης. Πέρασε ένα εξάμηνο, η σύμβαση έληξε και βρέθηκα πάλι στο μηδέν. Οι προνοιακές υπηρεσίες με συμβούλευσαν να αφήσω τα πράγματά μου σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, όπου και εγκαταστάθηκα. Τον επόμενο χρόνο δούλευα σε συνεργείο αυτοκινήτων και επέστρεφα στο κονάκι μου με τη λάμπα θυέλλης», υπογραμμίζει ο Διονύσης.
Κάποια ημέρα γύρισε κατάκοπος, άναψε το υγραέριο για να ζεσταθεί και τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε από τους καπνούς και τις φλόγες. Μόλις και μετά βίας πρόλαβε να βγει έξω, πριν σκάσει η φιάλη. Ολα, ακόμα και τα χαρτιά του, χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Δεν είχε άλλη λύση, οπότε συνέχισε να μένει στο καμένο σπίτι. «Επιασα δουλειά σε βιομηχανία γάλακτος στο Κορωπί. Το 2010 αναγκάστηκα τελικά να βγω στον δρόμο. Το 2012, με διάφορες ενέργειες, κατέληξα στο Κέντρο Υποδοχής Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, στην οδό Πειραιώς. Τον περασμένο Ιούλιο έφυγα», καταλήγει ο 47χρονος άστεγος που διηγείται την ιστορία του με τη χαρακτηριστική στωικότητα ενός ανθρώπου μαθημένου στα βάσανα. Μιλάει για τη συμμετοχή του στη θεατρική ομάδα των αστέγων και τα μάτια του λάμπουν. Ζητάει μία δουλειά.