Στα 175 εκατ. ευρώ το ετήσιο όφελος από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ
Με ικανοποίηση υποδέχθηκαν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών την αναπάντεχη μείωση του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο ιστορικό χαμηλό του 0,25% την Πέμπτη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Πρόκειται για μία σημαντική εξέλιξη που επηρεάζει άμεσα το κόστος χρηματοδότησης του εγχώριου τραπεζικού κλάδου και υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων των τεσσάρων συστημικών ομίλων.
Δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν ουσιαστικά αποκλεισμένες από τις διεθνείς αγορές, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τα διοικητικά τους επιτελεία στην παρούσα φάση είναι ο περιορισμός των τόκων που καταβάλλονται στο Ευρωσύστημα για το δανεισμό που τους έχει εκτάκτως παρασχεθεί, ο οποίος προσεγγίζει τα 70 δισ. ευρώ.
Εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση θα εξοικονομηθούν 175 εκατ. ευρώ από τη συγκεκριμένη πηγή χρηματοδότησης, ενώ εφόσον καταστεί αναγκαίο, πχ. αν καταγραφεί μία σοβαρή μείωση των καταθέσεων στην Ελλάδα, θα υπάρχει η δυνατότητα αναπλήρωσης των απωλειών με πολύ χαμηλό επιπλέον κόστος μέσω των πράξεων που διενεργεί η ΕΚΤ.
Πάντως, όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, το μεγάλο «στοίχημα» για τον κλάδο συνεχίζει να αποτελεί η αποκλιμάκωση των αποδόσεων στους λογαριασμούς προθεσμίας.
Μέχρι στιγμής έχει καλυφθεί μία μεγάλη διαδρομή, από το 5% στο οποίο βρίσκονταν κατά μέσο όρο τα επιτόκια στα μέσα του 2012, χαμηλότερα του 3%. Ωστόσο, χρειάζονται και νέες περικοπές για τη διαμόρφωση των εξόδων για τόκους καταθέσεων πελατών σε βιώσιμα για τον κλάδο επίπεδα.
Βέβαια, η προσπάθεια αυτή είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα και τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις, παρά με τη νομισματική πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ.
Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίπτωση από την απόφαση της Ευρωτράπεζας θα υπάρχει στα έσοδα από τα δάνεια, με δεδομένο ότι η πλειονότητα των συμβάσεων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο, συνδεδεμένο με κάποιον από τους ευρωπαϊκούς δείκτες αναφοράς (ΕΚΤ, euribor).
Το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί από το «μείγμα» μεταβολών στα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων που θα ακολουθήσει το επόμενο διάστημα. Με βάση την έως σήμερα εμπειρία, εκτιμάται ότι θα υπάρξουν περικοπές τόσο στα καταθετικά προγράμματα πρώτης ζήτησης, όσο και στις προθεσμιακές καταθέσεις.
Στη στεγαστική πίστη, από τη στιγμή που τα νέα δάνεια είναι ελάχιστα και οι περισσότερες παλαιές χορηγήσεις είναι συνδεδεμένες άμεσα με το κόστος δανεισμού στην ευρωζώνη, οι μεταβολές θα περάσουν αυτόματα στις δόσεις των δανείων.
Το ίδιο ισχύει και στην επιχειρηματική πίστη, με εξαίρεση τις ανακυκλούμενες πιστώσεις που είναι ανανεούμενες ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τα περιθώρια κέρδους (spreads) είναι διαπραγματεύσιμα.
Από την άλλη πλευρά, στην καταναλωτική πίστη στα περισσότερα προγράμματα τα επιτόκια είναι διοικητικώς καθοριζόμενα και ενδεχομένως να μην υπάρξουν περικοπές, λαμβάνοντας υπόψιν και τις υψηλές επισφάλειες που καταγράφονται.