Τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013 πραγματοποιήθηκε στον ημιώροφο του Μπλιούρειου, στην Κοζάνη και ώρα 7.30 μ.μ, με διοργανωτή το Σύλλογο Γρεβενιωτών Κοζάνης “Ο Αιμιλιανός” παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Ν.Σιώμου «Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ».
Το βιβλίο παρουσίασαν οι κ.Απόστολος Παπαδημητρίου, κ.Λευτέρης Σιαμπανόπουλος και ο γράφων. Στην αφήγηση διηγήματος ο συγγραφέας Γ.Σιώμος. Συντόνισε η φιλόλογος κ. Τάσα Σιώμου.
Εισήγηση Βασίλη Αποστόλου :«Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, καλησπέρα σας.
Ο Γιώργος Σιώμος έλκει την καταγωγή από Λόχμη Γρεβενών, πρώην Βίτσι με πληθυσμό το 1951 εκατόν δύο κατοίκους και 1961 ενενήντα τέσσερις κατοίκους. Αναφέρω τα συγκεκριμένα έτη καθότι τα 21 αυτοτελή διηγήματα που αναφέρονται στο πόνημα ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 155 σελίδων έχουν κατά κύριο λόγο σημείο αναφοράς τη Λόχμη της περιόδου 1950-1967.
Πρωτοχορευτής στο σύλλογό μας, στο σύλλογο Γρεβενιωτών Κοζάνης “Ο ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ” μας ξάφνιασε θετικά η άλλη μεγάλη του αγάπη η ενασχόληση με τη διηγηματογραφία. Στο βιβλίο γνωστοποιείται ότι είναι η πρώτη συγγραφική του απόπειρα. Διαβάζοντας όμως τα αυτοτελή διηγήματα ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι πρόκειται για έναν ώριμο συγγραφέα με πολύ καλό γράψιμο, με συνεχείς εναλλαγές εικόνων, με στοχευμένα σχήματα λόγου, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, με πολλούς διαλόγους στο τοπικό ιδίωμα, με δρώμενα από την καθημερινότητα της μεταπολεμικής εποχής, μιας περιόδου που έφυγε βιαίως από την εισβολή της σύγχρονης τεχνολογίας, τηλεόραση, ραδιόφωνο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι μία εποχή που νοσταλγικά όσοι τη ζήσαμε την αναπολούμε και με το παρόν πόνημα του Γιώργου δίδεται η δυνατότητα στους νέους να γνωρίσουν τον τρόπο διαβίωσης της παλιάς εποχής που διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και που άλλαζε σιγά σιγά.
Τα διηγήματα του Γιώργου με το αφηγηματικό του ταλέντο δεν κουράζουν, δεν είναι περίπλοκα, διαβάζονται με πολύ άνεση, με ευχαρίστηση, με ενδιαφέρον. Ο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει διδάγματα για τον τρόπο διαβίωσης, για τη ζωή, για τη συμπεριφορά των κατοίκων. Με τα διηγήματά του ο Γιώργος δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις της εποχής του αλλά αναφέρεται και στις δυσάρεστες στιγμές. Κάθε διήγημα επικεντρώνεται σε ένα εξαιρετικό γεγονός όπως πολύ ορθά δίδεται στον τίτλο των διηγημάτων.
Με το πρώτο του διήγημα γεμάτο με εικόνες, με περιγραφή του σπιτιού, ο πρώτος όροφος ως κατοικία των ζωντανών, ο δεύτερος για την οικογένεια με τον καλύτερο οντά για τους ξένους, προβάλλεται η προσπάθεια της οικογένειας να πείσει το νούνο της πόλης να αλλάξει το όνομα του υπό βάπτιση παιδιού από Αγαμέμνων σε άλλο όνομα με το χαρακτηριστικό επιχείρημα που συμπυκνώνει με μεγάλη επιτυχία τη σοφία της μάνας «Μεθαύρου θα παντρευτεί, να μην του γιορτάζει η γυναίκα τ΄». Στην αφήγησή του δεν παραλείπει να μας δώσει το έθιμο του βαπτίσματος, τα συχαρίκια, όπως νοσταλγικά το θυμόμαστε με τη συμμετοχή μας ως πρωταγωνιστές στα παιδικά μας χρόνια.
Στο δεύτερο διήγημα η λιωμένη καραμέλα του παιδιού γίνεται επιθυμία του συγγραφέα σε μια εποχή ανέχειας, εντυπωσιάζεται από τον ήχο του νταγρέ, δυνατά τα επιχειρήματα της μητέρας προς τη Γιαννούλα «Θα παντρευτείς, θα καντς πιδιά, θα τα τρανέψεις, θα σι σέβιτι ου κόσμους…Πάρτον να δούμι κι ιμεις κάνα αγγόν..».
Στο τρίτο διήγημα ο ήρωάς μας βρίσκεται κρεμασμένος στην κληματαριά σαν λουκάνικο, σαν νυχτερίδα μετά τη διένεξη που είχε με τη Μάγδα που προήλθε από άδικη μοιρασιά κομματιού ασβέστη από το ντουβάρι που ήταν το αγαπητό τους έδεσμα. Συγκλονίζει ο φόνος του σκυλιού, του Λιάρη, με τσεκούρι, γιατί βουτούσε από τα παιδιά, τις φέτες ψωμιού που ήταν αλειμμένες με λάδι και ζάχαρη.
Στο τέταρτο διήγημα εικόνες από την πρώτη μέρα στο σχολείο μαζί με το Μούλη, το ξεπροβόδισμα του στρατιώτη, το όργωμα, το δάγκωμα του σκύλου, η θνησιμότητα του παιδικού φίλου του Μούλη «που δεν πρόλαβε να μάθει την αλφαβήτα, την προπαίδεια, να δει τι έχουν τα κορίτσια κάτω από τα φουστάνια…»
Στο πέμπτο διήγημα οι μαθητές της Λόχμης με ποδαρόδρομο πηγαίνουν για κούρεμα στον Άγιο Γεώργιο, εκεί κοντά στο χωριό ο ήρωάς μας με μεγάλη επιδεξιότητα σκαρφαλώνοντας στο καραγάτσι ανακαλύπτει τη φωλιά του μελισσουργού πιάνοντας τα μικρά πουλάκια, δίνοντας παράλληλα στοιχεία του τοπίου της περιοχής. Το διήγημα τελειώνει με το ερώτημα. «Που να θρηνεί άραγε η μάνα των πουλιών;».
Στο έκτο διήγημα τα δυο παιδιά μπορμπολογούν τα καρύδια που είχαν ξεμείνει στα δέντρα, ακολουθεί τιμωρία από τον αγροφύλακα, ξύλο με τη λούρα, πρόστιμο 100 δραχμών, τους έμεινε το παράπονο που δεν είδαν το δέντρο να πέφτει από τους πριονιστές.
Στο έβδομο διήγημα έχουμε εικόνες από το σχολείο, από την ενασχόληση του ήρωα με τη βόσκηση αρνιών και κύρια τη ζωή στην κατασκήνωση του Ζιάκα, με τις προσπάθειες απόδρασης, η λύτρωση της ευλογημένης μέρας επιστροφής στο χωριό, στο γνώριμο περιβάλλον, στα παιχνίδια.
Στο όγδοο διήγημα βλέπουμε την αγάπη του Γιώργου για το χωριό, αντιστέκεται όσο μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του στο γυμνάσιο κάμπτεται από τις επίπονες χειρωνακτικές εργασίες που του βάζει ο πατέρας του, η οποία αγάπη για το γενέθλιο τόπο αποτυπώνεται στα τελευταία λόγια «Θα κόβω ξύλα για τη σόμπα, θα ξεριζώνω κούτσουρα για το τζάκι, κάθε βράδυ που θα γυρνάω από τα γιδοπρόβατα θα κουβαλάω από μια πέτρα για να χτίσω το σπίτι μας, θα οργώνω, θα σπέρνω να έχω το ψωμί μου, θα χτυπώ πουλιά να τρώω, θα πίνω νερό από τον Πρέντικα και θα έρχομαι εδώ με την Αντιγόνη να κυλιόμαστε στα χόρτα…»
Στο ένατο διήγημα εικόνες από το κλείσιμο του σχολείου, τις εξετάσεις για το γυμνάσιο, την περιπέτεια με την υπερκατανάλωση παγωτού, το ερωτικό σκίρτημα με την ομήλικη Κατερίνα.
Στο δέκατο διήγημα, βλέπουμε τις δυσκολίες φοίτησης στο γυμνάσιο, τον τρόπο διαβίωσης με λειψό φαγητό, με προβληματική θέρμανση, τα φιλάνθρωπα αισθήματα του καθηγητή αλλά και την απορία ότι κάποιοι διαβάζουν τρώγοντας πάστα στο καταχείμωνο.
Στο ενδέκατο διήγημα έχουμε εικόνες από ποιμενική ζωή, το άρμεγμα, ο ήρωάς μας βοηθά τον παπά στην εκκλησία, γεγονός που το κάναμε όλοι μας. Τελειώνει με τη γέννα της αγρότισσας στο μαγειρειό, πολλοί από μας γεννηθήκαμε στα χωριά μας κι όχι σε οργανωμένα νοσοκομεία όπως συμβαίνει σήμερα.
Στο δωδέκατο διήγημα οι δυο φίλοι βόσκουν τα βόδια με όλες τις εικόνες από τη χλωρίδα, πανίδα της περιοχής. Η απόφαση να μεταβούν στα Γρεβενά με τα γαϊδουράκια να παρακολουθήσουν κινηματογράφο το αγαπημένο έργο τους “Αλέξης Ζορμπάς”. Στην επιστροφή περνούν από ένα φοβικό μέρος που κυριαρχούν τα αερικά τα τζίνια. Εδώ έχουμε ένα ύμνο της φιλίας «Γελούσαμε και χαιρόμασταν με το τίποτα κι ήταν οι ψυχές μας ένα άγραφο λευκό χαρτί. Άμα έχεις ένα φίλο, έναν άνθρωπο που σ’ ακούει όταν μιλάς, να γελάει όταν γελάς, να διαβάζεις τα ίδια βιβλία, να ακούς τα ίδια τραγούδια, να κόβεις το πεπόνι στα δυο ακριβώς, Άμα έχεις τέτοιο φίλο, έχεις τον κόσμο όλο».
Με το 13ο ερωτικό διήγημα έφηβος πια ο ήρωάς μας, ερωτεύεται μια μικρότερη μαθήτρια, πηγαίνει στο σχολείο να βλέπει το χαμόγελό της, τα μάτια της, τα μαλλιά της, το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, το περπάτημά της, τη στάση της, τη μπλε ποδιά της με τον άσπρο γιακά της, τη ζώνη της, τα λουράκια των παπουτσιών που αγκαλιάζουν τους αστραγάλους της. Ένας κορυδαλλός φτεροκοπούσε στο στήθος του, ένας έρωτας που αναστατώνει τον ίδιο, πάει τα μαθήματα πίσω, που στο τέλος δεν τελεσφορεί.
Στο 14ο διήγημα τον ήρωά μας τον συναντάμε στην ερημιά στα βοσκολίβαδα του χωριού βόσκοντας τα ζωντανά, εκεί συναντά την Αρετή που φύλαγε τα αρνιά της, η οποία δεν ανταποκρίνεται στο ερωτικό πείραγμα, κάνει κάτι χειρότερο η Αρετή το ανακοινώνει στη μητέρα της με όλα τα επακόλουθα. Ο ήρωάς μας κρύβεται, νοιώθει ενοχές, κοιμάται στο μαγειρειό. Εδώ έχουμε εφαρμογή του καλύτερου μαθήματος της αυτοταπείνωσης. Ένα πολύ καλό διήγημα που μπορεί να συμβεί σε όλους μας. Εντυπωσιάζεται από τη στάση του πατέρα του που για 42 χρόνια δεν μίλησε για το περιστατικό που σφράγισε ανεξίτηλα τον ψυχισμό του ευαίσθητου ήρωά μας.
Στο 15 διήγημα η φοίτηση στο ιστορικό γυμνάσιο Τσοτυλίου, η διαμονή στο οικοτροφείο δίδει τη δυνατότητα στο Γιώργο να έλθει σε επαφή με νέους από πολλά μέρη της Ελλάδας. Η αποφοίτηση από το λύκειο και η χρησιμοποίηση της φοράδας, της Μαίρης, για μεταφορικό μέσο, η ανυπακοή της φοράδας φορτωμένη με το απολυτήριο, εγκαταλείπει το Γιώργο και μόνη της παίρνει το δρόμο της επιστροφής προς το χωριό αναγκάζοντας τον ήρωα να περπατήσει μια διαδρομή 18 χιλιομέτρων ακολουθώντας την ανυπάκουη φοράδα.
Στο 16ο διήγημα ο ήρωάς μας ενηλικιώνεται, μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη για εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Εντυπωσιάζεται από την πολύβουη πόλη, νοιώθει τις στερήσεις της επαρχιακής του ζωής, μπαίνει στον πειρασμό να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή και χωρίς σεμνοτυφία, υποκρισία και ηθικολογικές αναστολές μπαίνει στο σπίτι με το κόκκινο φωτάκι, περιγράφει την αποτυχημένη απόπειρα. Εδώ βλέπουμε πάλι την ταπείνωση του ήρωα είναι ένα μάθημα που σφυρηλατεί τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου και τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Στο 17ο διήγημα επίκαιρο η διαδικασία της υλοτόμησης, η θλιβερή κατάληξη του μουλαριού με το σπασμένο πόδι.
Στο 18ο διήγημα αποτυπώνεται η διαδικασία σφαγής των ζώων στο σφαγείο της πόλης.
Στο 19ο διήγημα οι προσπάθειες του αφηγητή για επαγγελματική αποκατάσταση. Ακυρώνει την προγραμματισμένη συνέντευξη για πρόσληψη στο Αλουμίνιον της Ελλάδας κάτω από την πίεση των εργατών να ενταχθεί στην ομάδα αλωνίσματος σιτηρών και συγκεκριμένα στο κουβάλημα σακιών των 100 κιλών.
Στο 20ο διήγημα ΕΡΗΜΙΑ γεμάτο ανθρώπινα συναισθήματα το προσκύνημα στα μνήματα για τους προσφιλείς γονείς για τις συγχωριανές για τους συγχωριανούς, η επίσκεψη στο απάνεμο λιμάνι το σπίτι των γονιών δείχνει τη σημερινή κατάσταση των χωριών μας τα οποία εγκαταλείψαμε βίαια αλλά νοσταλγικά τα θυμόμαστε και κάνουμε κάθε τι να τα επισκεφτούμε.
Το βιβλίο Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ αρχίζει με τον πρόλογο του συγγραφέα και τελειώνει με ένα αλλιώτικο διήγημα με σκέψεις, εικόνες σκόρπιες αρκετά ενδιαφέρουσες. Ενδιαφέρον το λεξιλόγιο που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου.
Ότι και να αναφέρεις, ότι και να παρουσιάσεις από τα διηγήματα, πιστεύω ότι αδικείς το βιβλίο. Όλα τα διηγήματα συναρπάζουν, διαβάζονται εύκολα και ευχάριστα, έχουν αρχή μέση και τέλος, προσωπικά την πρώτη φορά τα διάβασα με μιας όλα, είναι κείμενα αυθεντικά, ο ήρωας των διηγημάτων δεν κρύβει τίποτα, δεν αποσιωπά τις τολμηρές εικόνες όπως τις βίωσε στην παιδική και εφηβική ζωή του. Τα κείμενα γράφτηκαν τα έτη 2009-2011. Τα γεγονότα διαδραματίζονται στη Λόχμη (πρ.Βίτσι), Γρεβενά, Τσοτύλι, Θεσσαλονίκη
Ο Γιώργος εργάσθηκε στη ΔΕΗ ως υπομηχανικός για τριάντα δύο χρόνια, είναι παντρεμένος, έχει δύο παιδιά. Αν και διαμένει στη Βέροια, είναι μέλος του χορευτικού συλλόγου Γρεβενιωτών Κοζάνης “Ο ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ”, συμμετέχει στις πρόβες, είναι παρών σε όλες τις εκδηλώσεις του συλλόγου μας.
Γιώργο, είσαι ένας πολυτάλαντος συγγραφέας. Καλή συνέχεια».