Ξεκάθαρες είναι οι διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής ως προς τη δυνατότητα σύλληψης, δίωξης, φυλάκισης βουλευτή χωρίς να απαιτείται προηγούμενη άδεια της Βουλής για την άρση της βουλευτικής ασυλίας.
Το άρθρο 62 του Συντάγματος που αναφέρεται στις προϋποθέσεις για τη δίωξη βουλευτή είναι αυτό που ρητώς ορίζει ότι «δεν απαιτείται άδεια της Βουλής για τη δίωξη, σύλληψη, φυλάκιση βουλευτή για τα αυτόφωρα κακουργήματα». Η συνταγματική αυτή πρόνοια είναι που άνοιξε το δρόμο για τη σύλληψη βουλευτών της Χρυσής Αυγής καθώς τα εντάλματα σύλληψής τους εκδόθηκαν για κακουργήματα που προβλέπουν διαδικασία αυτόφωρου.
Με βάση το άρθρο 55 του Συντάγματος, οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής σε βάρος των οποίων εκδόθηκαν τα εντάλματα σύλληψης διατηρούν τη βουλευτική ιδιότητα και τη χάνουν μόνο εάν επιβληθεί σε βάρος τους καταδικαστική απόφαση τέτοια που να οδηγεί στην έκπτωση από το βουλευτικό τους αξίωμα. Όπως ειδικότερα αναφέρει το άρθρο 55 του Συντάγματος, «για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής. Βουλευτής που στερήθηκε κάποιο από τα παραπάνω προσόντα εκπίπτει αυτοδικαίως από το βουλευτικό αξίωμα».
Ως προς το σενάριο παραιτήσεων των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χρυσής Αυγής, το άρθρο 5 του Κανονισμού της Βουλής που αναφέρεται στην παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα και την πλήρωση των κενών βουλευτικών θέσεων, ορίζει ότι «κάθε βουλευτής μπορεί οποτεδήποτε να παραιτηθεί από το βουλευτικό αξίωμα. Η παραίτηση συντελείται με την υποβολή γραπτής δήλωσης στον Πρόεδρο της Βουλής, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του Συντάγματος, δεν υπόκειται σε ανάκληση. Η παραίτηση ανακοινώνεται στη Βουλή. Η πλήρωση των βουλευτών εδρών που χηρεύουν στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 60 του Συντάγματος, «η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή, συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο της Βουλής και δεν ανακαλείται».