Διαβάστε τα ονόματα των Σπηλαιωτών, που ξενιτεύτηκαν και πέθαναν στα ξένα

2013-08-25 14.52.16Η συγκεκριμένη βρύση, κατασκευάστηκε με δαπάνη του Χρήστου Ανδρέα Βαταλάχου, σε σταυροδρόμι πλησίον της τοποθεσίας «Ράχη Κερασιάς» στις νότιες παρυφές του Όρλιακα της περιοχής Σπηλαίου και είναι αφιερωμένη στην μνήμη των γονιών του, καθώς και των Σπηλαιωτών που κατά καιρούς ξενιτεύτηκαν και πέθαναν στα ξένα.

Αύγουστος 2012

2013-08-25 14.50.25

Η αναμνηστική πινακίδα που είναι εντοιχισμένη στην αριστερή καμάρα της βρύσης γράφει:

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

ΑΝΔΡΕΑ ΧΡ. ΒΑΤΑΛΑΧΟΥ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ ΞΕΝΑ 1901 -1950

ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΑΝ. ΒΑΤΑΛΑΧΟΥ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΓΑΚΗ ΡΑΜΜΟΥ 1905- 1995

ΚΑΘΩΣ ΚΑΙΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΠΗΛΑΙΩΤΩΝ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑ

ΚΑΚΗ ΤΟΥΣ ΕΛΑΧΕ ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ

2013-08-25 14.49.59

Στην αριστερή καμάρα η πινακίδα αναφέρει:

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Θα πάρω τον ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,

να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,

να βρω και μια κρυόβρυση , να ξαπλωθώ στον ήσκιο,

να πιω νερό να δροσιστώ να πάρω λίγη ανάσα,

ν’ αρχίσω να συλλογιστώ της ξενιτιάς τα πάθη,

να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθους!

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Κι αν έρθει μερ’ αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,

ποιος θα βρεθεί στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει?

Αχ, πως τους θάφτουν, να΄ξερες, και πως τους παν τους ξένους!..

Χωρίς λιβάνι και κερί, χωρίς παπά και ψάλτη!

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _  _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πο΄ χεις!..

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

(1868 – 1894)

 

2013-08-25 14.49.31

Σύμφωνα με τον δωρητή, Χρήστο Αν. Βαταλάχο, οι  Σπηλαιώτες που κατά καιρούς ξενιτεύτηκαν και πέθαναν στα ξένα είναι:

1.Βαταλάχος Ανδρέας του Χρήστου 1901 – 1950

2. Βακάλης Δημήτριος του Ιωάννου

3. Βακάλης Νικόλαος του Ιωάννου

4. Βαβρίτσας Ιωάννης του Γεωργίου

5. Βουλογιώργος Ηλίας του Δημητρίου

6. Βουλογιώργου Αναστασία του Δημητρίου

7. Βουλογιώργος  Δημήτριος

8. Γκόγκος Σπύρος του Δημητρίου

9. Γκόγκος Ιωάννης του Δημητρίου

10. Γκουντουρούφης Γεώργιος του Ιωάννη

11. Γκουντουρούφης Δημήτριος του Γεωργίου

12. Δεληγιάννης Αλέξιος του Θεοδώρου

13. Δεληγιάννης Χριστόφορος του Αλεξίου

14. Ζιαμπρής Ιωάννης του Χρήστου

15. Ζιαμπρής Γεώργιος του Χρίστου

16. Κεχαγιάς Αθανάσιος του Στεργίου

17. Κυριάκος Δημήτριος του Ζήση

18. Λόκος Χρήστος του Ιωάννου

19. Λόλας Γεώργιος του Δημητρίου

20. Μάνος Αθανάσιος του Διαμαντή

21. Μίμης Δημήτριος του Κωνσταντίνου

22. Μίμης Χρήστος του Κωνσταντίνου

23. Μίμης Δημήτριος του Ιωάννη

24. Μπρέντας Ζήσης του Αθανασίου

25. Πέτρου (Ξένου) Ελένη του Στεργίου

26. Πρόγιος Γεώργιος του Χρήστου

27. Ράμμου Παρασκευή του Αθανασίου

28. Ράμμου Πηνελόπη του Αθανασίου

29. Ρομπόλης Δημήτριος του Γεωργίου

30. Σίμος Σίμος του Σίμου

31. Ταρλατζής Ηλίου του Αθανασίου

32. Φλώρος Γεώργιος του Αθανασίου

Τα ονόματα αναγράφονται κατ’ αλφαβητική σειρά και μνημονεύονται στη βρύση της ξενιτιάς.

 2013-08-25 14.52.16

Ο Χρήστος Αν. Βαταλάχος, δημοσιεύει μέσα από το Star-fm.gr, όλους τους στίχους του Κώστα Κρυστάλλη  από το ποίημα :

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.

Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.

-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!

Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;

Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!

Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

 

Καθώς επίσης κι από το ποίημα:

Στὸ Σταυραητό

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.

Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ – βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.

Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.

Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.

Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!

Φωτογραφίες: Ιωάννης Χρήστου Μίμης

Χρήστος Ιωάννη Μίμης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.