Ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών προανήγγειλε ότι με το φύλλο της περασμένης Κυριακής θα προσέφερε και ανάτυπο αλφαβηταρίου (αναγνωστικού) της Α΄ τάξεως του δημοτικού σχολείου του 1919. Αναζήτησα την εφημερίδα περί την ενδεκάτη πρωινή για το ανάτυπο και μόνο. Είχε γίνει ανάρπαστη!
Δεν ήταν το δικό μου αλφαβητάριο, ήταν ίσως των γονέων μου. Συνεπώς δεν με συνέδεαν μ’ αυτό μνήμες. Περισσότερο ήταν η περιέργεια να μάθω πώς προσέγγιζαν οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης μέσα από τη γλώσσα την παράδοση του πολύμοχθου Γένους μας. Βέβαια χωρίς να είμαι ειδικός έχω την εντύπωση πως οι στόχοι και, κατά συνέπεια, το περιεχόμενο των αναγνωστικών δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς ως την εποχή των δικών μου σχολικών χρόνων. Ίσως έχοντες την ίδια με μένα αντίληψη αρκετοί άλλοι έσπευσαν να το προμηθευτούν εκδηλώσαντες ζήλο υπέρτερο του δικού μου, γι’ αυτό και προφθάσαντες.
Τι είχαν εκείνα τα αλφαβητάρια-αναγνωστικά, που δεν έχουν τα σύγχρονα; Πρόβαλλαν τον αυθεντικό βίο του Γένους παρά την από τότε άλωση της εκπαίδευσης από παντοίους δυτικόπληκτους «διαφωτιστές». Το Γένος είχε ακόμη δυνάμεις αντίστασης και δεν τολμούσαν αυτοί να προκαλέσουν ατιμωρητί την κοινή γνώμη.
«Από Θεού άρξασθαι» είναι πολύ γνωστή ρήση. Και τα αναγνωστικά τότε άρχιζαν από τον Θεό. Πρόβαλλαν τον εκκλησιασμό της οικογένειας και όλων των ενοριτών. Πρόβαλλαν τη μητέρα πού φρόντιζε να ξυπνά τα παιδιά ενωρίς και να τα ετοιμάζει κατάλληλα. Παρουσίαζαν την οικογένεια να κάνει την προσευχή της γύρω από το τραπέζι πριν από την έναρξη του φαγητού. Έδειχναν τη γιαγιά να ανάβει το κανδηλάκι έχοντας στο πλάι τα εγγόνια της και όλους μαζί να σταυροκοπιούνται.
Η πατρίδα προβαλλόταν έντονα μέσα από τις σελίδες τους ως ιδανικό. Η σημαία εμφανιζόταν σε πολλές σελίδες κατά την παρουσίαση των εθνικών επετείων αναρτημένη στους εξώστες ή κρατούμενη από τα παιδιά που παρήλαυναν.
Πέρα από αυτά τα αναγνωστικά πρόβαλλαν τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου με τα ρυτιδωμένα πρόσωπα και τα ροζιασμένα χέρια. Όλοι τους τύποι λαϊκοί, καλοσυνάτοι, εργατικοί, θεοφοβούμενοι, πρότυπα για τους μικρούς μαθητές. Και κοντά σ’ αυτούς το παιδί μάθαινε τη βιοπάλη στον αγρό, στο κοπάδι, στο εργαστήρι του βιοτέχνη. Μάθαινε να αγαπά τη φύση και να χαίρεται με τις απλές χαρές της καθημερινότητας.
Κι ύστερα ξέσπασε η θύελλα. Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μετά την απομάκρυνση της χούντας από τους πάτρωνές της, της χούντας, την οποία πολλοί στήριξαν, όπως και σήμερα στηρίζουν ολοκληρωτικές ιδεολογίες ως αντίδραση στην αθλιότητα του πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και της διανόησης χώρων. Επειδή η χούντα καπηλεύτηκε το τρίπτυχο που ανέθρεψε γενιές, το «θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια», βρήκαν οι κρατούντες πρώτης τάξεως ευκαιρία κατά την επαναφορά τους στην εξουσία να ξεκληρίσουν κάθε τι που συνέδεε τους άδολους μαθητές με την παράδοση.
Θυμούμαι το αντιθρησκευτικό μένος κατά τα πρώτα έτη εκείνης της περιόδου, η οποία θνήσκει, αφού παρέδωσε τη χώρα μας στους δυνάστες μέσω των μνημονίων. Πρωταγωνιστές οι «προοδευτικοί», που έφθασαν να διακινούν «κόκκινα» και «πράσινα» βιβλιαράκια των μαθητών στα σχολεία. Ήταν δίκαια η τιμωρία για τους άλλους, που με τις πλάτες της χούντας διακινούσαν ως τότε θρησκευτικά έντυπα στους ίδιους χώρους! Παρακολούθησα την ενορχηστρωμένη επίθεση και κατά της πατρίδας μας. Στον ιδεολογικό διεθνισμό του μαρξισμού προστέθηκε ο κοσμοπολίτικος των αστών της εξουσίας. Νεροκουβαλητές και οι δύο πλέον στον μύλο της νέας τάξης πραγμάτων! Οι σχολικές γιορτές κατά τις εθνικές επετείους υποβαθμίστηκαν και ατόνησαν πλήρως. Οι ήρωες αρχικά παραμερίστηκαν μπροστά στους σούπερ ήρωες της υποκουλτούρας που διαχέει η νέα τάξη και στη συνέχεια άρχισε ανίερη εκστρατεία αποκαθήλωσής τους. Κατάληξη η ποινικοποίηση του πατριωτισμού, που ταύτισαν, βάρβαροι όντες και μη κατέχοντες τη γλώσσα μας, με τον εθνικισμό.
Όλα όσα προβάλλονταν στα παλαιότερα αναγνωστικά ενοχλούν αφόρητα τους ασκούντες την εξουσία και τους άλλους που την ορέγονται. Για τους μεν ηρωισμός είναι η κατασπατάληση του εθνικού πλούτου σε συνεργασία με τα ξένα αφεντικά. Είναι η διάλυση του κοινωνικού ιστού, ώστε να αφανιστούν τα αισθήματα αδελφοσύνης (αλληλεγγύης τονίζουν όσοι είναι παθιασμένοι κατά της Εκκλησίας). Είναι η διάλυση της οικογένειας, την οποία κατάντησαν να πλήττουν ακόμη και οικονομικά (ποινικοποίηση της τεκνογονίας), ώστε να φθάσουμε στη χορεία των ανεπτυγμένων (ποια η ανάπτυξή τους;) χωρών. Για τους δε υπάρχει μόνο η ταξική πάλη, τίποτε άλλο.
Γιατί έσπευσαν τόσοι πολλοί να αγοράσουν το φύλλο της εφημερίδας, το αναγνωστικό διορθώνω, καθώς χωρίς αυτό τα φύλλα θα έμεναν στα αζήτητα; Γιατί κάποιοι απ’ εκείνους που κρατούσαν την εποχή της νιότης μου με καμάρι το φύλλο της συγκεκριμένης εφημερίδας, του συγκροτήματος του πολιτικού μαγειρείου, ώστε να προβάλλεται επιδεικτικά ο τίτλος και να δείχνουν ότι ξεχωρίζουν από τον αμαθή όχλο, κατά τα πρότυπα της ταξικής διάκρισης της Εσπερίας, τώρα θέλουν να ξεφυλλίσουν το «απολίθωμα» του παρελθόντος; Να ρουφήξουν ίσως αυτό που αντιπροσώπευε γι’ αυτούς μια κοινωνία άκρως συντηρητική, εχθρική προς την πρόοδο και την ελευθερία, που διέσπειρε ιδεολογήματα εχθρικά προς τα πανανθρώπινα ιδανικά του «διαφωτισμού». Συναισθηματικοί οι λόγοι, ίσως αποκριθεί κάποιος. Τα χρόνια πέρασαν κι όλοι αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια, τα καλύτερά μας κατά γενική ομολογία. Φτωχή η δικαιολογία. Υπάρχει και άλλος λόγος πιο ουσιώδης. Η ζωή μας δίδαξε, η πείρα που αποκτήσαμε μας έκανε πιο σοβαρούς και λιγότερο εύπειστους στους κάθε είδους δημαγωγούς. Ίσως και να μας συνοδεύουν κάποιες ενοχές, καθώς σπαταλήσαμε τον βίο μας καταγγέλοντας μια κοινωνία, αδυνατούντες να τη διακρίνουμε από τους κρατούντες. Την καταγγείλαμε, επειδή παρέμενε γερά προσδεμένη στην πατροπαράδοτη πίστη και τη φιλοπατρία. Εμείς θέλαμε να πνεύσουν άνεμοι της αλλαγής. Και ήρθαν θύελλες και σάρωσαν τα πάντα. ΚΙ απομείναμε ξεκρέμαστοι δίχως πίστη, δίχως ιδανικά, που φυγαδεύτηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση, θρηνώντας επάνω από τα ερείπια των ιδεολογημάτων μας σε μια ανελέητη μεταϊδεολογική εποχή.
Αν ακόμη δεν παραδεχόμαστε ότι πήραμε τη ζωή μας λάθος, είναι γιατί δεν μας το επιτρέπει ο θεριεμένος εγωισμός μας. Όμως η ψυχή έχει τόση μεγάλη ανάγκη από παραμυθία. Έτσι το να αποκτήσουμε το αναγνωστικό, το περιεχόμενο του οποίου είχαμε κάποτε περιφρονήσει και λοιδωρήσει, προσφέρει μια κάποια ανακούφιση. Είναι ένα είδος επιστροφής στην προδομένη αθωότητα των παιδικών μας χρόνων.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»