Στον ορισμό του μοντέλου για τις ρυθμίσεις δανείων προχωρά η κυβέρνηση σε συνεργασία με τις τράπεζες. Πρόκειται για τον μαθηματικό τύπο που θα υπολογίζει τις «δαπάνες διαβίωσης» των δανειοληπτών, βάσει του οποίου θα γίνονται οι διακανονισμοί.
Οπως προκύπτει από το επικαιροποιημένο Μνημόνιο, η κυβέρνηση καλείται να εισαγάγει τις έννοιες των «αποδεκτών δαπανών διαβίωσης» καθώς και του «συνεργάσιμου δανειολήπτη».
Για τον σκοπό αυτό τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, η Ελληνική Στατιστική Αρχή, η Τράπεζα της Ελλάδας, η Ελληνική Ενωση Τραπεζών και οι καταναλωτικές οργανώσεις θα πρέπει να συνεργαστούν ώστε να φέρουν και να καθιερώσουν τους δύο ορισμούς και στην ελληνική αγορά.
Πώς θα γίνει αυτό; Στην Ιρλανδία έχει καθιερωθεί μια λίστα με τις απαιτούμενες δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών, είτε αυτά είναι οικογένειες με παιδιά, είτε ζευγάρια, είτε μεμονωμένα άτομα. Εχει γίνει αποδεκτός από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ένας κατάλογος με τα μηνιαία έξοδα για διατροφή, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόρφωση, ψυχαγωγία, ένδυση, επικοινωνία, ασφαλιστική κάλυψη, θέρμανση, ηλεκτροδότηση κ.λπ.
Εχει ληφθεί υπόψη ένα μέσο αποδεκτό κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών (ανάλογα με τα μέλη) και σύμφωνα με αυτό οι τράπεζες και οι δανειολήπτες προχωρούν σε συμφωνίες για τη διευθέτηση των οφειλών.
Η λίστα με τις δαπάνες είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς έχει καταρτιστεί με βάση το αρχείο και τις μετρήσεις που κάνει η ιρλανδική στατιστική αρχή, κάτι το οποίο αναμένεται να πράξει στη χώρα μας και η Ελληνική Στατιστική Αρχή, πάντα, βέβαια, σε συνεργασία και με τους υπόλοιπους φορείς.
Πέρα από αυτό τον κατάλογο των εξόδων, καθιερώθηκε και η έννοια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Είναι αυτός, με απλά λόγια, που δεν κρύβει στοιχεία από τις τράπεζες, π.χ. έσοδα, περιουσιακά στοιχεία.
Με τον ορισμό αυτό η κάθε τράπεζα δεν μπορεί να χαρακτηρίζει με αδιαφανή κριτήρια κάποιον δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμο και να απορρίπτει a priori σχέδια αναδιάρθρωσης χρεών. Ετσι η τράπεζα υποχρεώνεται να εξετάσει σοβαρά κάθε περίπτωση ξεχωριστά, εφόσον πληρούνται βασικές προϋποθέσεις.
Ετσι, με τον κατάλογο που περιλαμβάνει τις «αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης», καθώς και τα κριτήρια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», οι τράπεζες και τα δανεισμένα νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταποκριθούν λόγω της ύφεσης στις δανειακές υποχρεώσεις τους, θα μπορούν να κάτσουν σε ένα τραπέζι και γρήγορα να έλθουν σε έναν συμβιβασμό. Στην Ιρλανδία και στις άλλες χώρες που εφαρμόζεται το περιγραφόμενο μοντέλο οι τράπεζες υπολογίζουν με βάση το κόστος διαβίωσης τα έξοδα που χρειάζεται μία οικογένεια για να ζήσει και στη συνέχεια ερευνούν και συζητούν με τον δανειολήπτη πώς θα αξιοποιήσουν το εναπομείναν καθαρό εισόδημα.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις στην Ιρλανδία, όπως αναφέρουν πληροφορίες, οι δανειστές προχωρούν ακόμη και σε διαγραφές χρεών, όταν διαπιστώνουν πως ένα δάνειο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τη στιγμή που δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα αλλά και ούτε προοπτική δημιουργίας του.
Επίσης γίνονται πολλοί διακανονισμοί, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη χάνει η τράπεζα αλλά και ο δανειολήπτης να βγαίνει ωφελημένος.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι αλλά και στελέχη της αγοράς θεωρούν ότι η ιρλανδική, βρετανική ή αμερικανική πρακτική βρίσκει σύμφωνη μια σημαντική μερίδα των τραπεζών: «Πρόκειται για τράπεζες οι οποίες θέλουν να τελειώνουν με την υπόθεση των “κόκκινων” δανείων και να ξεκινήσουν από το μηδέν…», λένε χαρακτηριστικά και συνεχίζουν: «Με τη διαδικασία αυτή και ιδίως στα καταναλωτικά και πιστωτικά δάνεια αναμένεται να ξεκαθαρίσει επίσης πια πραγματικά είναι “κόκκινα” και ποια δεν είναι, δηλαδή πρόκειται για δανειολήπτες οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι το καθεστώς της προστασίας της κύριας κατοικίας καθώς και την ύφεση, δεν προχωρούν σε πληρωμή των δόσεών τους».
Τα ίδια στελέχη επισημαίνουν πως όσο τράπεζες και δανειολήπτες δεν προχωρούν σε διευθέτηση των διαφορών τους τόσο καθυστερεί η διαδικασία της επανεκκίνησης της οικονομίας.